Του Θανάση Πεταλά,
Η ιδιωτική ζωή αποτελεί μια ευρεία και γενική έννοια, που περικλείει στους κόλπους της την προσωπική, οικογενειακή, οικιακή, ακόμη και ερωτική ζωή του ατόμου. Κατά πάγια αρεοπαγίτικη νομολογία ιδιωτική ζωή συνιστά “το σύνολο των σχέσεων και των δραστηριοτήτων εκείνων του ατόμου, που το ίδιο θέλει να κρατήσει μακριά από τη δημοσιότητα, είτε αποκλειστικά για τον εαυτό του είτε για έναν στενό κύκλο, τον οποίο εκείνο κάθε φορά προσδιορίζει”.
Η ιδιωτική ζωή θα μπορούσε να παρομοιαστεί λοιπόν με μια σφαίρα απορρήτου, εντός της οποίας το άτομο διαμορφώνει ελεύθερα την προσωπικότητά του, καλλιεργεί τις κλίσεις του, αναπτύσσει προσωπικές σχέσεις και επιδίδεται σε δραστηριότητες κατόπιν ελεύθερης προαίρεσης του ιδίου, χωρίς να υφίσταται έξωθεν πιέσεις και παρεμβάσεις από το κράτος ή τρίτους ιδιώτες. Κάθε παραβίασή της λοιπόν, όπως λόγου χάρη η παράνομη βιντεοσκόπηση ή παρακολούθηση ή δημοσίευση φωτογραφιών που απαθανατίζουν προσωπικές στιγμές του ατόμου, χωρίς την έγκυρη συναίνεσή του, αποτελούν αναντίρρητα προσβολή της ιδιωτικής του ζωής.
Ρητή συνταγματική κατοχύρωσή της συναντάται στο άρθρο 9 του ελληνικού Συντάγματος (“η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη”), ενώ όμοια κατοχύρωση περιλαμβάνεται και σε άλλα νομικά κείμενα υπερ-νομοθετικής ισχύος, όπως για παράδειγμα στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (“παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του”) και στο άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του”).
Αξίζει να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι δεδομένης αφενός της λειτουργίας της ιδιωτικής σφαίρας απορρήτου ωσάν κοιτίδας για την πολύπλευρη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου και αφετέρου της φύσης της ως ενός αυστηρά απόρρητου “προστατευόμενου” χώρου, όπου το κράτος ή τρίτοι δε δύνανται να παρεισφρέουν, πρόδηλη είναι η στενή της σχέση τόσο με την ελευθερία ανάπτυξης προσωπικότητας (Συντ. άρθρο 5 παρ. 1) όσο και με δικαίωμα στο απόρρητο ανταποκρίσεων και επικοινωνίας (Συντ. άρθρο 19).
Στον αντίποδα, τα προσωπικά δεδομένα συνιστούν μια ειδικότερη και τεχνικά ορισμένη έννοια. Ορολογικά θα λέγαμε πως πρόκειται για κάθε πληροφορία αφορώσα ένα ταυτοποιημένο ή έστω ένα ταυτοποιήσιμο (άμεσα ή έμμεσα) φυσικό πρόσωπο. Κατά τον Άρειο Πάγο για να συγκαταλεχθεί μια πληροφορία στην κατηγορία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, θα πρέπει “να συνδέεται άμεσα με το υποκείμενό της και τις, προσωπικού χαρακτήρα, ιδιότητες η εκδηλώσεις αυτού”. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR) ωστόσο (καθώς και κατά το άρθρο 2 του νόμου 2472/1997 που ίσχυε παλαιότερα) στενή σύνδεση από μόνη της δεν επαρκεί αλλά χρειάζεται η πληροφορία να είναι ικανή να οδηγήσει σε προσδιορισμό και εξατομίκευση του προσώπου. Και αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της σε σχέση με άλλες, στατικής φύσεως, πληροφορίες, που δεν μπορούν να εξατομικεύσουν ένα πρόσωπο. Προσωπικά δεδομένα λοιπόν θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγου χάρη το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, ο αριθμός ταυτότητας, τα ιατρικά δεδομένα, το ψηφιακό αποτύπωμα ή οι συμπεριφορές του ατόμου στον διαδικτυακό χώρο.

Η προστασία των προσωπικών δεδομένων σε συνταγματικό επίπεδο εντοπίζεται στο πρόσφατο, εισηγμένο με την αναθεώρηση του 2001, άρθρο 9Α του Συντάγματος. Προηγουμένως, η έννοια των προσωπικών δεδομένων ήταν μεν γνωστή, πολλώ δε μάλλον και η αναγκαιότητα συνταγματικής τους κατοχύρωσης, ωστόσο ρητή μνεία στο Σύνταγμα δεν υπήρχε ακόμα. Η συνδυαστική (συν)ερμηνεία των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος θεμελίωνε τη βάση, πάνω στην οποία στηριζόταν η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων. Μάλιστα, κατ’ αταλάντευτη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων συνδέεται πρώτιστα με την θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, επί της αρχής τυποποιημένη στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και με το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο του άρθρου 9 εδ. α.
Ωστόσο η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα καθώς και η έκρηξη της επεξεργασίας πληροφοριών μέσω ποικίλων ηλεκτρονικών μέσων έφεραν στο φως νέες πηγές κινδύνων για την ιδιωτική ζωή του ατόμου, οι οποίες δεν καλύπτονταν επαρκώς από το υπάρχον τότε παραδοσιακό (συνταγματικό) πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό, το 2001 ήρθε η προσθήκη του άρθρου 9Α, το οποίο εμπλουτίζει και ενισχύει την προστασία της ιδιωτικής ζωής, ορίζοντας ότι “καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει”. Κατ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν, η προστασία των προσωπικών δεδομένων αναγορεύτηκε σε βασικό ατομικό συνταγματικό δικαίωμα, που συμπληρώνει και εξειδικεύει το ρυθμιστικό βεληνεκές του άρθρου 9 και ενσωματώνει επιπλέον τις απαιτήσεις μίας σύγχρονης ψηφιακής πραγματικότητας στο υπάρχον συνταγματικό περιβάλλον.
Γίνεται επομένως πλέον λόγος για το δικαίωμα πληροφοριακής αυτοδιάθεσης ή πληροφοριακού αυτοπροσδιορισμού ή αυτοκαθορισμού, ενός αμυντικού, ατομικού, όπως λέχθηκε παραπάνω, δικαιώματος, το οποίο δεν οριοθετεί απλώς ένα status negativus αλλά περαιτέρω θεμελιώνει και τη θετική υποχρέωση του κράτους οικοδόμησης του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για την πραγμάτωση του εν λόγω δικαιώματος. Αυτό συνδέεται και με την αναφορά του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 9Α σε νόμο που θα συστήνει και θα καθορίζει τη λειτούργα ανεξάρτητης αρχής, αρμόδιας να διασφαλίζει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Η βασική διαφορά λοιπόν ανάμεσα στις δύο έννοιες έγκειται στο ότι η ιδιωτική ζωή είναι ένα εξαιρετικά ευρύ δικαίωμα, που αφορά τον τρόπο ζωής και τις επιλογές του ατόμου στο σύνολο της προσωπικής του σφαίρας. Αντίθετα, τα προσωπικά δεδομένα σχετίζονται με μία πληροφορία που προσδιορίζει και ταυτοποιεί το άτομο και το πώς αυτή μπορεί να συλλέγεται, αποθηκεύεται, χρησιμοποιείται ή κοινοποιείται. Η πρώτη αφορά τον γενικότερο πυρήνα της προσωπικότητας, ενώ η δεύτερη εστιάζει στις πληροφορίες που την προσδιορίζουν. Οι δυο έννοιες λοιπόν διατηρούν κατ’ αρχήν διακριτό περιεχόμενο, ωστόσο εν μέρει αλληλοεξαρτώνται και τέμνονται μεταξύ τους στον βαθμό που η παραβίαση των προσωπικών δεδομένων συνεπάγεται και προσβολή της ιδιωτικής ζωής και αντιστρόφως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Λεωνίδας Κοτσαλής, Προσωπικά Δεδομένα – Ανάλυση – Σχόλια – Εφαρμογή, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
-
Λεωνίδας Κοτσαλής – Κωνσταντίνος Μενουδάκος, Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων (GDPR), Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
-
Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 5η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2023