Του Παναγιώτη Πάλλη,

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1204 οδήγησε στον κατακερματισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε μικρότερα Λατινικά φεουδαλικά βασίλεια και στην δημιουργία τριών βυζαντινών ηγεμονιών. Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η «Αυτοκρατορία της Νίκαιας» είναι ένας όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την Ανατολική Ρωμανία με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη της Βιθυνίας, μιας και η προηγούμενη είχε πλέον χαθεί από τα βυζαντινά χέρια. Η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με πρώτο αυτοκράτωρ τον Θεόδωρο Λάσκαρη και τελευταίο τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, μετά από χρόνιες πολεμικές, πολιτικές και εκκλησιαστικές προσπάθειες, αποτελώντας μια βυζαντινή αριστοκρατική δύναμη, κατάφερε να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη, να την επαναφέρει ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και να δώσει την δική της χροιά στην ιστορία του Βυζαντίου.
Θεόδωρος Λάσκαρης: Ο νέος αυτοκράτωρ και η εγκαθίδρυση της Ρωμανίας στη Νίκαια
Κατά τα 1203, στις κρίσιμες στιγμές που περνούσε η Βασιλεύουσα από τις πολιορκίες των Λατίνων, ο Θεόδωρος κατέβαλε σημαντική αντίσταση και προσπάθησε σκληρά να αντιμετωπίσει τα σταυροφορικά στρατεύματα, αναδεικνύοντας έτσι την γενναιότητα και την τόλμη του, με τους ιστορικούς της εποχής να μας αποδίδουν μια αρκετά θετική εικόνα για την δράση του. Προτού ηττηθεί πλήρως ο Βυζαντινός στρατός, ο Λάσκαρης έφυγε κατευθυνόμενος προς την Μικρά Ασία, για να προβάλλει αντίσταση εξ αποστάσεως, θέλοντας να διατηρήσει ζωντανό το Ρωμαϊκό στοιχείο. Την φυγή του Θεόδωρου την επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί Ακροπολίτης και Σκουταριώτης: ο τελευταίος γράφει χαρακτηριστικά: «πρὸ τοῦ παραλαβεῖν τοὺς Λατίνους τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπῆγεν εἰς τὴν Νίκαιαν».
Τα πρώτα χρόνια έλαβαν χώρα δύο μάχες. Οι δυνάμεις της Νίκαιας και των Λατίνων βρέθηκαν αντιμέτωπες αρχικά στο Ποιμανηνόν, την 6η του Δεκεμβρίου 1204 και στο Αδραμμύτιον την επόμενη χρονιά στις 17 Ιουλίου. Οι Λατίνοι στόχευαν την Προύσα, ως το κέντρο εξουσίας του Θεόδωρου. Και οι δύο αυτές μάχες ανέδειξαν νικητές τους Λατίνους, με τους τελευταίους να διευρύνουν αρκετά την επικράτειά τους στην βορειοδυτική Μικρά Ασία. Μετά από τα γεγονότα, επενέβη και η Βουλγαρία, με τον τσάρο Ιωαννίτζη/Καλογιάννη να συμμαχεί με τους Έλληνες εναντίον των Λατίνων. Οι Έλληνες και οι Βούλγαροι της Θράκης εξεγέρθηκαν κατ’ εντολήν του τσάρου στο Διδυμότειχο και στην Ανδριανούπολη, αναγκάζοντας έτσι τους Φραγκοβενετούς σε φυγή.
Μια δεύτερη Λατινική επίθεση δεν αργεί να πλήξει την Νίκαια. Μετά από 16 μήνες χωρίς αυτοκράτορα, στην Λατινική Κωνσταντινούπολη εξελέγη ο Ερρίκος του Αίνω, ο οποίος συμμάχησε με το βυζαντινό κράτος της Τραπεζούντας. Ο βασικότερος στόχος του ήταν να αποδυναμώσει τη Νίκαια στρατιωτικά και εδαφικά. Έτσι η Νίκαια βρέθηκε να αντιμετωπίζει Λατινικές δυνάμεις στα βόρεια και βυζαντινές στα βορειοανατολικά. Η διττή αυτή απειλή φάνηκε όταν κατά την διάρκεια προέλασης του Νικαιάτικου στρατού προς την Ηράκλεια του Πόντου, οι Λατίνοι επιτέθηκαν στα νώτα του. Ο στόχος του Ερρίκου επετεύχθη καθώς απέσπασε από την Νίκαια την Κύζικο, την Νικομήδεια και οχύρωσε τον Χάρακα και την Κιβωτό.

Παρά τις αποτυχημένες προσπάθειες που έκανε ο Λάσκαρης για να εκδιώξει τα λατινικά στρατεύματα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τις μεμονωμένες νίκες που κατάφερε να διεξαγάγει. Εν παραδείγματι αυτή του 1207 κατά την οποία ο Ανδρόνικος Γίδος, επικεφαλής του στρατού, όχι μόνο νίκησε τα Λατινικά στρατεύματα, αλλά φυλάκισε και τον Λατίνο επικεφαλής Τίερι ντε Λος (Thierry de Loos) έξω από την Νικομήδεια, κάνοντας την φρουρά που είχε εγκατασταθεί εκεί έναν χρόνο πριν να εκκενώσει την πόλη. Η νίκη αυτή έδωσε έναυσμα στον Θεόδωρο να συνεχίσει πολιορκώντας την Κιβωτό. Το τελικό αποτέλεσμα αυτών των συρράξεων ήταν μια διετής ανακωχή. Χρονολογούμενη στις 15 Απριλίου 1207, βρήκε την Νίκαια σε καλύτερη θέση από ό,τι την Λατινική Αυτοκρατορία, λόγω των ανακαταλήψεων της Νικομήδειας και της Κυζίκου. Πλέον ορίζονται τα σύνορα των δύο κρατών στον Ελλήσποντο, την Προποντίδα και τον Βόσπορο, ενώ βρίσκει χρόνο η Νίκαια να αναδιοργανωθεί. Ο Θεόδωρος σιγά σιγά είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται στις αντιλήψεις των κατοίκων της Μ. Ασίας ως ένας ηγεμόνας υποστηρικτής του Ρωμαϊκού ιδεώδους, δίνοντας του τον χώρο και τον χρόνο να νομιμοποιηθεί. Με την εκλογή του πρώτου Νικαιάτη Πατριάρχη Μιχαήλ Δ’ Αυτωρειανού το 1208, ο Θεόδωρος στέφθηκε επισήμως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης: Από την Πελαγονία στην Πόλη
Βρισκόμαστε στο έτος 1259 όταν ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ανακηρύσσεται συναυτοκράτωρ του μικρού Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη, γιου του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη, ο οποίος μόλις είχε αποβιώσει. Το προηγούμενο έτος είχε συναφθεί μια συμμαχία μεταξύ τριών δυνάμεων για να αντιμετωπίσουν την – κατά πολύ – ανερχόμενη Βυζαντινή δύναμη. Τα μέλη της συμμαχίας δεν ήταν άλλοι από αυτούς που άμεσα απειλούνταν από την Νίκαια. Ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Κομνηνός Δούκας και οι δύο γαμβροί του, Μανφρέδος (βασιλεύς της Σικελίας) και Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος (πρίγκιψ της Αχαΐας). Οι 3 αυτοί άρχοντες συνενώθηκαν έτσι υπό μια συμμαχία για να βγάλουν από την μέση την Νίκαια, η οποία απειλούσε τα συμφέροντά τους, αφού η ίδια βρισκόταν πολύ κοντά στο να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη και να λήξει την λατινική κυριαρχία στην Ελλάδα.
Το 1258 ο Μανφρέδος ήδη είχε καταλάβει την Κέρκυρα και τα παράλια της Ηπείρου, με τον Μιχαήλ Β’ να του προσφέρει την κόρη του, έτσι ώστε να αποτελέσουν συμμαχική δύναμη και να τον έχει με το μέρος του. Αφού λοιπόν ο Μανφρέδος είχε ήδη ξεκινήσει να δυναμώνει με τις κατακτήσεις του, αλλά και με την συμμαχία, οι 3 συνενωμένες δυνάμεις επιλέγουν να επιτεθούν στην Νίκαια στην πεδιάδα της Πελαγονίας, μεταξύ Θεσσαλονίκης και Δυρραχίου. Η μάχη αυτή αποτέλεσε πρόκληση για τον Βυζαντινό στρατό. Με στρατηγό τον αδερφό του Ιωάννη Παλαιολόγο, επικεφαλής των Κουμάνων και Τούρκων μισθοφόρων του, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κατάφερε να προκαλέσει μια συντριπτική ήττα στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Ο Ιωάννης ανακατέλαβε την κοιλάδα του Αξιού, την Οχρίδα και την βόρεια Αλβανία κατατροπώνοντας τους Γερμανούς, Σέρβους, Αλβανούς και Λατίνους στρατιώτες της συμμαχίας. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος συνέχισε καταλαμβάνοντας ακόμη μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου. Με την νίκη του αυτή, ο Ιωάννης Παλαιολόγος αιχμαλώτισε πολλούς Λατίνους άρχοντες, μεταξύ των οποίων ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, καθιστώντας όλα τους τα φέουδα άχρηστα. Η αιχμαλωσία του πρίγκιπα της Αχαΐας και το κενό που αυτή δημιούργησε, προκάλεσε αντιδράσεις και στάσεις εναντίον του. Ο Παλαιολόγος από την άλλη θεώρησε σωστότερο να απελευθερώσει τον Γουλιέλμο ζητώντας, από τον νέο ηγεμόνα της Αχαΐας Γουίδων Α’ Ντε Λα Ρος, για αντάλλαγμα, τα κάστρα του Μορέα, Μονεμβασιά, Μυστρά και Μάνη. Ο τελευταίος τα παραχώρησε στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Μετά την λήξη της μάχης της Πελαγονίας και την νικηφόρα έκβασή της για το Βυζαντινό στρατόπεδο, πλέον καμία Ευρωπαϊκή δύναμη δεν αποτελούσε εμπόδιο για τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Είχαν μείνει μόνο οι Βενετοί τους οποίους απέκλεισε (προσωρινά) υπογράφοντας συνθήκη με τους Γενουάτες τον Μάρτιο του 1261 για ναυτική αρωγή. Την δεύτερη συνθήκη του Νυμφαίου.

Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, μετά την νικηφόρα έκβαση του στρατεύματός του ενάντια στις συνασπισμένες δυνάμεις εχθρικών κρατών, έθεσε ακόμα περισσότερο ως προτεραιότητα την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ήδη από το 1260 είχε αποπειραθεί (ανεπιτυχώς) να κατακτήσει το φρούριο του Γαλατά. Το καλοκαίρι του 1261 ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος, επικεφαλής ενός στρατού από Κουμάνους και Έλληνες, είχε αποσταλεί στα Βουλγαρικά σύνορα για να αποτρέψει κάποια Βουλγαρική επίθεση στην Θράκη. Ο στρατηγός ενημερώθηκε από ντόπιους πως ο Βενετικός στρατός είχε εγκαταλείψει την Πόλη για μια πολεμική αποστολή στη Δαφνουσία του Ευξείνου Πόντου. Έτσι αρπάζοντας την ευκαιρία και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, εισέδυσε λαθραία στην Πόλη. Τα Λατινικά στρατεύματα προσπάθησαν να αντισταθούν στον στρατό του Αλεξίου αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Λατίνος Αυτοκράτωρ Βαλδουίνος Β’ του Κουρτεναί, ο Λατίνος Πατριάρχης και οι Φραγκισκανοί και Δομινικανοί μοναχοί τράπηκαν σε φυγή.
Ο πορθητής Αλέξιος διέταξε να πυρπολυθούν οι συνοικίες των Βενετών στον Κεράτιο κόλπο. Κάθε Λατινικός παράγοντας είχε πλέον απομακρυνθεί από την Πόλη.
Στις 15 Αυγούστου του 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος εισήλθε πεζός στην Κωνσταντινούπολη ακολουθώντας την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Η Κωνσταντινούπολη είχε επισήμως περάσει στα χέρια των αιωνίων κατοίκων της. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, αντικρίζοντας για πρώτη φορά την παραμελειμένη από τους Λατίνους Βασιλεύουσα, ανακηρύχθηκε για δεύτερη φορά Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων από τον Πατριάρχη Αρσένιο. Με τους Ορθοδόξους να είναι πλέον κυρίαρχοι, η Ορθόδοξη λατρεία αποκαταστάθηκε στους ναούς και τα τείχη οχυρώθηκαν. Μετά από 57 χρόνια λατινοκρατίας, η Κωνσταντινούπολη είχε πλέον ελευθερωθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Angold Michael (1975), A Byzantine government in exile – government and society under the Laskarids of Nicaea (1204-1261), Λονδίνο: Oxford University Press
- Γιαρένης Ηλίας (2008), Η συγκρότηση και η εδραίωση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας – Ο Αυτοκράτορας Θεόδωρος Α’ Κομνηνός Λάσκαρις, Αθήνα: Ε.Ι.Ε.
- Κύπριος Κωνσταντίνος (2018), Οι Λατινικές ηγεμονίες της Μεσαιωνικής Ελλάδος, Αθήνα: εκδ. Αγγελάκη
- Μαλτέζου Χρύσα (2022), Ύλη ιστορίας του Βενετοκρατούμενου ελληνισμού, 13ος-18ος αιώνας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
- Μαρίνος Σανούδος Τορσέλλο (επιμ. Ευτυχία Η. Παπαδοπούλου) (2000), Ιστορία της Ρωμανίας, Αθήνα: Ε.Ι.Ε.
- Nicaea and the West (1204-1261): Aspects of Reality and Rhetoric, academia.edu, διαθέσιμο εδώ