Της Ελένης Κοκαβέση,
Για να επιβληθεί ποινική κύρωση επί μίας πράξης, πρέπει πρωτίστως η πράξη που έχει τελεστεί να είναι άδικη πράξη, δηλαδή να παραβιάζει μία νομική διάταξη, να είναι καταλογιστή στον δράστη της πράξης, δηλαδή να μπορεί να αποδοθεί στον δράστη της πράξης και να είναι τιμωρητή, δηλαδή να μπορεί να επιβληθεί κυρωτική ποινή.
Ποινή ονομάζεται το δεινό που το απειλεί ο νόμος και το επιβάλλει ο δικαστής στο δράστη μίας άδικης πράξης ως εκδήλωση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας του από την έννομη τάξη. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ποινής είναι ότι αποτελεί ένα κακό για την κοινωνία, συνίσταται σε προσβολή εννόμων αγαθών του δράστη όπως η περιουσία, η ατομική ελευθερία. Το κακό αυτό το επιβάλλει η κοινωνία μέσω των δικαστηρίων που διαθέτουν την αρμοδιότητα να ασκούν την δικαστική εξουσία της χώρας και τέλος η ποινή επιβάλλεται στον δράστη ορισμένης πράξης, είναι δηλαδή ατομικά προσδιορισμένη στον εκάστοτε εκτελεστή άδικης πράξης.
Οι ποινικές κυρώσεις χωρίζονται σε κύριες και παρεπόμενες. Τις κύριες ποινές αποτελούν οι ποινές στερητικής της ελευθερίας, η παροχή κοινωφελούς εργασίας και οι χρηματικές ποινές. Οι παρεπόμενες ποινές δεν επιβάλλονται αυτοτελώς αλλά μόνο αν επιβληθεί κύρια ποινή την οποία συνοδεύουν (πχ η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος κλπ). Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν και τα μέτρα ασφαλείας τα οποία επιβάλλονται σε ατελή εγκλήματα προς αντιμετώπιση της πλεονάζουσας επικινδυνότητας του δράστη από ανίκανο προς καταλογισμό δράστη, όπως είναι τα παιδιά ή οι ψυχικά ασθενείς δράστες. Με το μέτρο ασφαλείας επιδιώκεται απλώς αντιμετώπιση της μη καλυπτόμενης από ενοχή επικινδυνότητας του δράστη συνήθως με εγκλεισμό και νοσηλεία σε κατάλληλο θεραπευτικό κέντρο.
Όπως ειπώθηκε παραπάνω, κατά κύριο λόγο το δικαστήριο επιβάλει στους δράστες κύριες ποινές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις όπου πληρούνται ελαφρυντικές περιστάσεις για την αντιμετώπιση του κατηγορουμένου. Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται μειωμένη από την κύρια ποινή και ο κατηγορούμενος χαίρει ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Ο λόγος που υπάρχει η ρύθμιση της μειωμένης ποινής είναι για να μην μένει ατιμώρητος ο κατηγορούμενος όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή κύρια ποινής, καθώς ο δράστης πρέπει να τιμωρείται για ό,τι έπραξε. Επομένως όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της κύριας ποινής και υπάρχουν ελαφρυντικές περιπτώσεις που ευνοούν τον δράστη, εφαρμόζονται αυτές για την σωστή ποινική μεταχείριση του δράστη.

Οι περιπτώσεις μείωσης της ποινής λόγω ελαφρυντικών περιπτώσεων ρυθμίζονται στα άρθρα 83 και 84 αντίστοιχα του ποινικού κώδικα. Το άρθρο 83 ρυθμίζει πως στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει μείωση της ποινής, τότε αντί για ισόβια κάθειρξη επιβάλλεται κάθειρξη, αντί για κάθειρξη επιβάλλεται φυλάκιση ή μειώνονται τα χρόνια κάθειρξης της ποινής ανάλογα με την ποινή που εφαρμόζεται ανά την περίσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μείωσης της ποινής εφαρμόζεται στην απόπειρα ενός εγκλήματος, όπου ακριβώς επειδή δεν έχει τελεστεί όλο το έγκλημα για να επιβληθεί η κύρια ποινή επιβάλλεται μειωμένη ποινή, επειδή η κύρια υπόσταση του εγκλήματος δεν έχει πραγματοποιηθεί.
Στο άρθρο 84 καθορίζονται οι ελαφρυντικές περιστάσεις της ποινής. Ελαφρυντικές περιστάσεις εννοούνται οι περιπτώσεις όπου ο υπαίτιος: α) έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα β) στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή από την επιβολή προσώπου στην οποία οφείλει υπακοή γ) στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή από βίαιη θλίψη που προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης και ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτηση του. Ως ελαφρυντική περίσταση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
Συμπερασματικά όπου υπάρχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για μείωση ή ελάφρυνση της ποινής αυτές υπερισχύουν και λαμβάνονται υπόψιν από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής για την σωστή απονομή της δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μυλωνόπουλος, Χρήστος (2020), Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, εκδ. Σάκκουλας