Της Δήμητρας Ψύλλια,
Ο καρκίνος των ιγμορείων ή, αλλιώς, των παραρρινίων κόλπων, αποτελεί μια σχετικά σπάνια μορφή κακοήθειας που αναπτύσσεται στους αεροφόρους χώρους γύρω από τη ρινική κοιλότητα. Οι πιο συχνοί εντοπισμοί είναι ο άνω γναθιαίος κόλπος και ο ηθμοειδής λαβύρινθος. Παρόλο που η νόσος δεν εμφανίζεται συχνά, η διάγνωση γίνεται συχνά καθυστερημένα, καθώς τα πρώιμα συμπτώματα μιμούνται κοινές φλεγμονές ή αλλεργίες.
Επιδημιολογία
Η επίπτωση του καρκίνου των ιγμορείων είναι χαμηλή και αντιπροσωπεύει περίπου το 3-5% όλων των κακοηθειών της κεφαλής και του τραχήλου. Παρατηρείται ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα στους άνδρες και συνήθως διαγιγνώσκεται πιο εύκολα σε άτομα άνω των 50 ετών.
Παράγοντες κινδύνου
Αρκετοί επαγγελματικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση της νόσου. Η μακροχρόνια έκθεση σε σκόνη ξύλου, δέρματος, υφασμάτων ή μετάλλων αυξάνει τον κίνδυνο, ιδιαίτερα σε επαγγέλματα όπως ξυλουργοί, επιπλοποιοί και βυρσοδέψες. Το κάπνισμα, η εισπνοή χημικών ουσιών και η χρόνια ιγμορίτιδα έχουν επίσης ενοχοποιηθεί. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) και ο ιός Epstein–Barr φαίνεται να παίζουν ρόλο στην παθογένεια.
Κλινική εικόνα
Τα συμπτώματα αναπτύσσονται αργά και συχνά δεν κινητοποιούν άμεσα τον ασθενή να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Μπορεί να περιλαμβάνουν επίμονη ρινική συμφόρηση από τη μία πλευρά, ρινορραγίες, πόνο ή πίεση στην περιοχή του προσώπου, δακρύρροια και μείωση της όσφρησης. Σε πιο προχωρημένα στάδια, ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει διόγκωση στο πρόσωπο, χαλάρωση ή απώλεια δοντιών, ακόμη και οφθαλμικά συμπτώματα, όπως διπλωπία ή περιορισμός της κίνησης του ματιού.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η νόσος μπορεί να επεκταθεί από τον άνω γναθιαίο κόλπο προς την άνω γνάθο, προκαλώντας πόνο, κινητικότητα ή και απώλεια δοντιών. Ασθενείς μπορεί να επισκεφθούν αρχικά τον οδοντίατρο για συμπτώματα που μοιάζουν με οδοντική λοίμωξη ή περιοδοντίτιδα, χωρίς να υποψιάζονται την ύπαρξη όγκου. Η ακτινογραφία ή η κλινική εξέταση από τον οδοντίατρο μπορεί να αποκαλύψει την καταστροφή του οστού ή μάζα που επεκτείνεται από τα ιγμόρεια, οδηγώντας έτσι στη διάγνωση.

Διάγνωση
Η διάγνωση απαιτεί αντικειμενικά έναν πολύ υψηλό δείκτη υποψίας. Η ενδοσκόπηση ρινός επιτρέπει την άμεση επισκόπηση της περιοχής και τη λήψη βιοψίας, που είναι απαραίτητη για την ιστολογική επιβεβαίωση. Η απεικονιστική διερεύνηση περιλαμβάνει αξονική (CT) και μαγνητική τομογραφία (MRI), οι οποίες παρέχουν πληροφορίες για την έκταση της βλάβης και τη διήθηση γειτονικών δομών. Η σταδιοποίηση γίνεται συνήθως με βάση το σύστημα TNM.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το στάδιο και τον τύπο του όγκου. Σε πρώιμα στάδια, η χειρουργική εξαίρεση αποτελεί την κύρια θεραπευτική επιλογή, συχνά με εκτεταμένες επεμβάσεις για την πλήρη αφαίρεση του όγκου και την επίτευξη καθαρών ορίων. Η ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται είτε ως συμπληρωματική μετά το χειρουργείο είτε ως πρωταρχική θεραπεία όταν η χειρουργική αντιμετώπιση δεν είναι εφικτή. Η χημειοθεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία σε τοπικά προχωρημένες ή μη εξαιρέσιμες περιπτώσεις.
Πρόγνωση
Η πρόγνωση εξαρτάται κυρίως από το στάδιο της νόσου κατά τη διάγνωση. Σε πρώιμα στάδια, τα ποσοστά επιβίωσης είναι υψηλότερα, αλλά η καθυστερημένη διάγνωση οδηγεί συχνά σε τοπική επέκταση, κάτι που δυσκολεύει την αντιμετώπιση. Ωστόσο, η πρόγνωση για τον καρκίνο των ιγμορείων έχει βελτιωθεί σημαντικά χάρη στις προόδους στη διάγνωση και τη θεραπεία. Όταν η νόσος εντοπίζεται έγκαιρα, τα ποσοστά ίασης είναι πολύ υψηλά και η πλειονότητα των ασθενών επιστρέφει σε μια φυσιολογική, δραστήρια και ποιοτική ζωή.
Ακόμη και σε πιο προχωρημένα στάδια, οι σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές, η ακτινοθεραπεία ακριβείας και τα νέα φαρμακευτικά σχήματα προσφέρουν ολοένα και καλύτερα αποτελέσματα. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της θεραπείας και με την κατάλληλη ιατρική παρακολούθηση, οι υποτροπές μπορούν να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά. Για τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, η εγκυμοσύνη μετά τη θεραπεία απολύτως εφικτή, με πολύ καλές πιθανότητες για υγιή μητέρα και παιδί, προσφέροντας ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tumours of the Nasal Cavity and Paranasal Sinuses and Skull, NIH, διαθέσιμο εδώ
- Incidence and survival in patients with sinonasal cancer: A historical analysis. Laryngoscope, Wiley, διαθέσιμο εδώ