Του Γιώργου Κωνσταντινίδη,
Ο ελληνικός κόσμος στο κλείσιμο του 19ου αιώνα
Για πολλούς ιστορικούς και μελετητές, η ελληνοτουρκική σύγκρουση την άνοιξη του 1897, σηματοδοτεί την είσοδο του ελληνικού κράτους στον 20ο αιώνα, καθώς οι συνέπειες που επήλθαν, υπήρξαν κρίσιμες για τον μελλοντικό ελληνικό πολιτικό βίο με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1909.

Όπως αναφέρεται και από τον ιστορικό Κώστα Κωστή, μέχρι το 1897, δεν υπήρχε ένα ενιαίο πολιτικό πρόγραμμα ως προς τον τρόπο που θα διεξαγόταν η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους, το οποίο ακολουθούσε το εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Ειδικότερα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 έως και τα τέλη του αιώνα, είχαν πραγματοποιηθεί ανακατατάξεις σε οικονομικό, στρατιωτικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Σύμφωνα και με τον ιστορικό Νίκο Σβορώνο, η ελληνική αστική τάξη είχε πλέον ξεπεράσει το εμπορευματικό της στάδιο και παράλληλα είχε ξεκινήσει να δημιουργείται εντονότερα μια εργατική τάξη από το 1870 (7.300 εργάτες περίπου) αλλά και με την διανομή των εθνικών γαιών το 1871 και μια μικρομεσαία αγροτική τάξη (παρόλο που η μεγάλη ιδιοκτησία ήταν ο κανόνας αφού κατείχε το 50% της συνολικής επιφάνειας). Επιπρόσθετα, όσον αφορά το πολιτικό σκηνικό, το προοδευτικό μέρος της ελληνικής αστικής τάξης και άλλοι διανοούμενοι, είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη. Με το «τρικουπικό εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα», λοιπόν, επιχειρούνταν τις 2 τελευταίες δεκαετίας του 19ου αιώνα, να ενταχθεί το ελληνικό κράτος στο διεθνές σύστημα και να μπορέσει να λάβει μέρος στον «διακρατικό ανταγωνισμό για την κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», όπως δηλώνει και ο Κ. Κωστής.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1870, επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί αφενός ένα αξιόμαχο στρατιωτικό σώμα και αφετέρου, να πραγματοποιηθούν γενικές κρατικές μεταρρυθμίσεις για την εξυγίανση της διοίκησης με λιγοστές δαπάνες. Εντούτοις, το έργο αυτό δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί πλήρως και επιτυχώς, κυρίως λόγω της περιορισμένης εσωτερικής αγοράς που διέθετε το ελληνικό κράτος και των ελάχιστων πόρων. Η εσωτερική αυτή αδυναμία, οδήγησε τον Τρικούπη να στραφεί στον εξωτερικό δανεισμό, με το πρώτο δάνειο να ανέρχεται στα 60.000.000 φράγκα το 1879, ώστε να ικανοποιηθούν οι υποχρεώσεις του ελληνικού κράτους, όπως υποδομές, η συγκρότηση αξιόμαχου στρατού και η διαχείριση εθνικών κρίσεων. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1890 και μαζί με την κακή δημοσιονομική διαχείριση, αλλά και εξαιτίας του διπολισμού που υπήρχε στην πολιτική σκηνή (με τον αντίπαλο πόλο να είναι ο αρχικά ο Α. Κουμουνδούρος και από το 1883 ο Θ. Δηλιγιάννης, ο οποίος είχε συσπειρώσει τον παλαιό πολιτικό κόσμο γύρω του), τα εκσυγχρονιστικά έργα του Τρικούπη αντιμετωπίζονταν με εχθρότητα και έντονη αντίδραση. Η μεσαία τάξη ιδιαίτερα, μαστιζόταν από την επαχθή έμμεση φορολογία και συχνά έβρισκε ως εκφραστή της δυσαρέσκειάς της, το Εθνικό Κόμμα του Θεοδώρου Δηλιγιάννη.
Το ελληνικό κράτος, χωρίς να μπορεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στους εξωτερικούς δανειστές και δίχως ελπίδα να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, μετά από αλλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων, το 1893, κήρυξε πτώχευση υπό τον Τρικούπη. Η οικονομική κατάρρευση αυτή, έγινε αναπόφευκτη, ιδιαίτερα μετά τις δυσκολίες εξαγωγών γεωργικών προϊόντων, όπως η σταφίδα, εξαιτίας της πτώσης των τιμών που επέφερε η παγκόσμια ύφεση της ίδιας δεκαετίας. Το τρικουπικό πρόγραμμα είχε αποτύχει την περίοδο που επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί, αλλά θα απέφερε τους προσδοκώμενους καρπούς στις αρχές του επόμενου αιώνα.

Ελληνικό κράτος και Ανατολικό Ζήτημα
Σε μια κρίσιμη περίοδο του Ανατολικού Ζητήματος, η Ελλάδα κατάφερε να προσαρτήσει τη Θεσσαλία και το νομό της Άρτας με την συμφωνία της Κωνσταντινούπολης και την Σύμβαση της 2ας Ιουλίου το 1881. Με το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, αλλάζουν επίσης και οι συσχετισμοί ισχύος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς με την εμφάνιση μιας ισχυρής Γερμανίας υπό τον καγκελάριο Βίσμαρκ, εντείνεται ο αγγλογερμανικός διεθνής ανταγωνισμός και υποχωρεί ο αγγλορωσικός (παρόλο που η Ρωσία είχε βλέψεις και αυτή στα Βαλκάνια με το κίνημα του Πανσλαβισμού). Επιπλέον, οι βαλκανικοί συσχετισμοί ισχύος μετασχηματίζονται το 1878, καθώς ο βαλκανικός χάρτης ξανά χαράσσεται με την δημιουργία των ανεξάρτητων κρατών της Σερβίας, της Ρουμανίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας ως αυτόνομης ηγεμονίας. Κατά τη δεκαετία λοιπόν του 1890, το Μακεδονικό Ζήτημα, αποτελεί ένα μείζον και αναπόσπαστο μέρος του Ανατολικού Ζητήματος, κυρίως λόγω των Βαλκανικών εθνικισμών που κάλπαζαν. Μολαταύτα, ένα άλλο ζήτημα είναι αυτό που θα αποτελέσει το εναρκτήριο λάκτισμα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και αυτό δεν είναι άλλο από το Κρητικό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κωστής Κώστας (2013), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους 18ος – 21ος αι., εκδόσεις: Πόλις
- Σβορώνος Νίκος (1976), Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας (Βιβλιογραφικός οδηγός Σπύρου Ι. Ασδραχα), (μτφ. Αικατερίνη Ασδραχα), εκδ. Θεμέλιο
- Gallant Thomas (2017), Νεότερη Ελλάδα – Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, (μτφ. Γιάννα Σκαρβέλη και επιμ. Δ. Λαμπροπούλου), εκδ. Πεδίο
- Η Ελλάς εν τω μεταίχμιω ζωής και θανάτου: Πολιτική μελέτη Αθανάσιου Π. Ευταξίου, digital.lib.auth.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η ταπεινωτική ήττα από τους Τούρκους το 1897, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ