Της Εμμανουέλας Σφακιανάκη,
Η δικαστική συμπαράσταση αποτελεί έναν θεσμό νομικής προστασίας με ιδιαίτερη κοινωνική και ανθρωπιστική σημασία, ο οποίος έχει θεσπιστεί για να προσφέρει στήριξη σε ενήλικες που, λόγω ψυχικών, σωματικών ή άλλων περιορισμών, αδυνατούν να διαχειριστούν μόνοι τους αποτελεσματικά τις προσωπικές και οικονομικές τους υποθέσεις. Στο επίκεντρο της δικαστικής συμπαράστασης βρίσκεται η ιδέα της ισορροπίας μεταξύ της προστασίας και της αυτονομίας του ατόμου. Ειδικότερα, ο θεσμός δεν επιδιώκει να αφαιρέσει πλήρως την ικανότητα ή τη βούληση του ατόμου, αλλά να παράσχει υποστήριξη σε όσες πτυχές της ζωής του χρειάζεται, αφήνοντας ταυτόχρονα ανέπαφα τα δικαιώματα και τις προσωπικές του ελευθερίες στο μέτρο που αυτό είναι δυνατόν.
Η δικαστική συμπαράσταση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1666 του Αστικού Κώδικα, επιτρέπεται όταν ένα ενήλικο πρόσωπο αδυνατεί να διαχειριστεί με υπευθυνότητα τις υποθέσεις του, λόγω ψυχικής νόσου, σωματικής αναπηρίας ή τοξικοεξάρτησης που επηρεάζει ουσιωδώς την κρίση και τη βούλησή του. Η ύπαρξη αυτής της αδυναμίας πρέπει να διαπιστώνεται με σαφήνεια από το δικαστήριο, το οποίο εξετάζει και το εύρος της βοήθειας που απαιτείται. Εδώ, μια κρίσιμη διάκριση αφορά τα πρόσωπα που έχουν δικαίωμα να καταθέσουν την αίτηση για την επιβολή δικαστικής συμπαράστασης, η οποία διαφοροποιείται ανάλογα με την αιτία της αδυναμίας. Συγκεκριμένα, εάν η αδυναμία οφείλεται αποκλειστικά σε σωματική αναπηρία, μόνο ο ίδιος ο πάσχων έχει δικαίωμα να ζητήσει τη δικαστική συμπαράσταση (άρθρο 1667 εδάφιο 3 ΑΚ). Αντίθετα, όταν πρόκειται για διανοητική ή ψυχική διαταραχή, ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να υποβάλουν αίτηση διευρύνεται σημαντικά. Εκτός από τον ίδιο τον πάσχοντα, δικαίωμα έχουν ο σύζυγος, οι γονείς, τα τέκνα του πάσχοντος, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, αλλά και το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (άρθρο 1667 εδάφιο 1 ΑΚ). Αυτή η διαφοροποίηση αποσκοπεί στην καλύτερη προστασία των ευάλωτων προσώπων, όπου η ίδια η βούλησή τους μπορεί να μην είναι σε θέση να εκφραστεί ή να ληφθεί υπόψη.
Ο θεσμός αυτός χαρακτηρίζεται από ευελιξία, καθώς η ρύθμιση του Αστικού Κώδικα επιτρέπει την εξατομίκευση της παρεχόμενης υποστήριξης ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του ατόμου. Το δικαστήριο, μετά από σχετική διαδικασία και αξιολόγηση, αποφασίζει αν η συμπαράσταση θα είναι μερική ή πλήρης, και σε ποιους τομείς θα επεκταθεί. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να χρειάζεται βοήθεια μόνο στην οικονομική διαχείριση ή σε θέματα υγείας, χωρίς να χάνει την ικανότητα να αποφασίζει για προσωπικές του επιλογές. Αυτό το πλαίσιο καθορίζεται στα άρθρα 1673 έως 1679 του Αστικού Κώδικα, όπου ξεκαθαρίζεται ότι η παρέμβαση πρέπει να είναι ανάλογη και αναγκαία, αποφεύγοντας κάθε περιττό περιορισμό. Σε επείγουσες καταστάσεις, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει προσωρινή συμπαράσταση (άρθρο 1669 ΑΚ), προκειμένου να αποτραπούν βλάβες που θα μπορούσαν να προκύψουν από την καθυστέρηση.

Η διαδικασία επιβολής της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζει με την κατάθεση αίτησης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, το οποίο στη συνέχεια προχωρά σε συζήτηση της υπόθεσης κεκλεισμένων των θυρών. Η απόφαση που θα εκδώσει ο δικαστής δεν περιορίζεται από τις θέσεις των διαδίκων, αλλά αποσκοπεί στο να προστατεύσει το συμφέρον του προσώπου που χρήζει στήριξης. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαστήριο αποφασίζει αφενός εάν πράγματι πρέπει να τεθεί ο ενδιαφερόμενος σε δικαστική συμπαράσταση, αφετέρου προσδιορίζει ποιες νομικές πράξεις θα επηρεαστούν από τη συμπαράσταση και, τέλος, ορίζει ποιος ή ποια πρόσωπα θα ασκούν τις νομικές ενέργειες για λογαριασμό του προστατευόμενου. Το πρόσωπο που αναλαμβάνει αυτόν τον ρόλο ονομάζεται δικαστικός συμπαραστάτης, ενώ η δικαστική απόφαση ολοκληρώνει τη διαδικασία επισημοποιώντας τις σχετικές εξουσίες και περιορισμούς.
Ένας βασικός πυλώνας του θεσμού της δικαστικής συμπαράστασης είναι το εποπτικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, συνήθως συγγενείς ή στενούς φίλους του προστατευόμενου, που ορίζει το δικαστήριο (1682 ΑΚ). Ο ρόλος του εποπτικού συμβουλίου δεν περιορίζεται απλώς στην παρακολούθηση και έλεγχο της δράσης του δικαστικού συμπαραστάτη, αλλά περιλαμβάνει και συμβουλευτικές αρμοδιότητες. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η διαφάνεια και η προάσπιση των συμφερόντων του ατόμου, αποτρέποντας πιθανές καταχρήσεις ή παραλείψεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, συγκεκριμένες ενέργειες του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτούν την προηγούμενη έγκριση του εποπτικού συμβουλίου, ενώ άλλες πράξεις μπορεί να χρειάζονται και άδεια του δικαστηρίου, ενισχύοντας έτσι τον μηχανισμό προστασίας.
Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την κήρυξη της δικαστικής συμπαράστασης διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο της συμπαράστασης που επιβάλλεται. Κατ’ αρχάς, το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει το πρόσωπο ανίκανο για ορισμένες ή όλες τις δικαιοπραξίες, επιβάλλοντας μια στερητική δικαστική συμπαράσταση. Στην περίπτωση αυτή, ο προστατευόμενος αδυνατεί να ενεργεί μόνος του νομικά σε συγκεκριμένους τομείς, με τον δικαστικό συμπαραστάτη να ενεργεί και να συναλλάσσεται εκ μέρους του. Σε άλλες περιπτώσεις, εφαρμόζεται η επικουρική δικαστική συμπαράσταση, όπου ο προστατευόμενος μπορεί να ενεργεί νομικά, αλλά για την ισχύ των πράξεών του απαιτείται και η συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Τέλος, το δικαστήριο μπορεί να συνδυάσει τα δύο αυτά μοντέλα, προσαρμόζοντας με ευελιξία τη δικαστική συμπαράσταση ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες και τις δυνατότητες του ατόμου(1676 ΑΚ).
Η δικαστική συμπαράσταση επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην ικανότητα του ατόμου να πράττει νομικά. Καθώς ο δικαστικός συμπαραστάτης αναλαμβάνει την υποστήριξη ή την εκπροσώπηση του ατόμου, απαιτείται η συναίνεση του για τις πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο της δικαστικής συμπαράστασης, όπως ορίζουν τα άρθρα 1676 και 1677 ΑΚ. Ωστόσο, η ελληνική νομοθεσία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της δικαστικής συμπαράστασης τις προσωπικές πράξεις υψηλής προσωπικής σημασίας, όπως ο γάμος ή η σύνταξη διαθήκης, προστατεύοντας έτσι θεμελιώδεις ελευθερίες, σύμφωνα με το άρθρο 1679 ΑΚ. Αυτές οι ρυθμίσεις επιβεβαιώνουν την προσπάθεια του νομοθέτη να διαφυλάξει την προσωπική ελευθερία και αυτονομία, ακόμη και όταν απαιτείται δικαστική υποστήριξη.
Η δικαστική συμπαράσταση δεν είναι απαραιτήτως μόνιμη κατάσταση. Το δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να αναθεωρήσει, να περιορίσει ή να ανακαλέσει τη δικαστική συμπαράσταση ανάλογα με τις αλλαγές που επιφέρει η κατάσταση του προσώπου, όπως προβλέπεται στα άρθρα 1685 έως 1688 ΑΚ. Έτσι, αν ένα άτομο βελτιώσει τις δυνατότητές του ή καταστεί πάλι ικανό να διαχειριστεί τις υποθέσεις του, η δικαστική συμπαράσταση μπορεί να προσαρμοστεί ή και να καταργηθεί, διασφαλίζοντας ότι ο θεσμός παραμένει αναλογικός και ευέλικτος.

Η ένταξη της δικαστικής συμπαράστασης στο νομικό σύστημα έχει σημαντικές επιπτώσεις σε κοινωνικό επίπεδο. Προσφέρει ένα πλαίσιο που συνδυάζει την προστασία των ατόμων με ανάγκες, χωρίς να τους στερεί το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια και την προσωπική ελευθερία. Επιπλέον, προωθεί την κοινωνική ένταξη και την ενεργό συμμετοχή των προσώπων αυτών, αποτρέποντας τον κοινωνικό αποκλεισμό και την εκμετάλλευση. Σε αυτό το πλαίσιο, η δικαστική συμπαράσταση λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στην ανάγκη για υποστήριξη και την αυτονομία του ατόμου, ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Συνοψίζοντας, ο θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης όπως διαμορφώνεται στον Αστικό Κώδικα αποτελεί ένα σύγχρονο, ευέλικτο και ανθρωποκεντρικό εργαλείο που στοχεύει στην προστασία και υποστήριξη ενηλίκων με ειδικές ανάγκες, χωρίς να περιορίζει άδικα την αυτονομία τους. Με σαφείς κανόνες και αυστηρούς μηχανισμούς εποπτείας, η δικαστική συμπαράσταση προάγει την ισορροπία μεταξύ προστασίας και ελευθερίας, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση του νομικού μας συστήματος στην κοινωνική δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζητήματα δικαστικής συμπαράστασης, 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Οικογενειακού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2016
- Αντώνης Κεπεσίδης, Δικαστική συμπαράσταση, Η έννοια, η διαδικασία και η λειτουργία της, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ
- Παρασκευή Βασιλοπούλου, Δικαστική συμπαράσταση, paraskevivasilopoulou.gr, διαθέσιμο εδώ