Της Μαριλίνας Πολυνού,
Όπως ορίζει και ο αστικός μας κώδικας, κληρονομική διαδοχή καλείται η υπεισέλευση ενός η περισσότερων φυσικών η νομικών προσώπων (κληρονόμων) στην περιουσία (κληρονομιά) ως σύνολο ενός άλλου φυσικού προσώπου (κληρονομουμένου) μετά τον θάνατο του (1710 παρ.1 ΑΚ). Ο κληρονόμος μπορεί να αποκτήσει την κληρονομιά είτε από διαθήκη , με την βούληση δηλαδή του κληρονομούμενου που διατυπώνεται κατά ορισμένο τύπο, ή από τον νόμο. Η εκ του νόμου κληρονομική διαδοχή επέρχεται μόνο όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά η μερικά και διακρίνεται σε εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και σε αναγκαστική κληρονομική διαδοχή (νόμιμη μοίρα). Καθοριστικό στοιχείο είναι ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται το μερίδιο που δικαιούται κάθε κληρονόμος καθώς πολλές φορές, έχουμε διαφορετικούς τρόπους διαδοχής, διαφορετικές τάξεις συγγενών κ.λπ. Για αυτό λοιπόν, σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει πώς διαμορφώνονται τα μερίδια των κληρονόμων τόσο όταν υπάρχει διαθήκη όσο και όταν δεν υπάρχει, εστιάζοντας στις βασικές διαφορές και τους κανόνες που εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση.
Ας ξεκινήσουμε με την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, η οποία υπάρχει όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν αυτή ακυρώθηκε ή όταν δεν καταλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας. Υπάρχουν 6 τάξεις, όπου στην τελευταία ανήκει το δημόσιο, καθώς «Ουδείς ακληρονόμητος». Στην πρώτη τάξη κληρονόμων, βρίσκονται τα τέκνα του αποβιώσαντος και, σε περίπτωση που κάποιο έχει προαποβιώσει, το μερίδιό του περιέρχεται στους δικούς του απογόνους (εγγόνια) και γίνεται η λεγόμενη διαδοχή κατά ρίζες. Η δεύτερη τάξη περιλαμβάνει τους γονείς, τα αδέλφια του κληρονομούμενου τα τέκνα των αδελφών του (ανιψιούς και ανιψιές) και τα παιδιά τους (μικρανίψια). Στην τρίτη τάξη ανήκουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες, δηλαδή οι ανιόντες δεύτερου βαθμού. Η τέταρτη τάξη αφορά τους προπαππούδες και τις προγιαγιάδες, ενώ στην πέμπτη τάξη κληρονομεί ο επιζών σύζυγος, ο οποίος ωστόσο συμμετέχει με συγκεκριμένο ποσοστό και σε προηγούμενες τάξεις, όταν συντρέχουν με αυτόν. Σημαντικό είναι να τονισθεί πως η μια τάξη αποκλείει την άλλη και αν υπάρχουν π.χ. τέκνα του κληρονομουμένου, δεν καθίστανται κληρονόμοι οι γονείς και τα αδέλφια του. Για να γίνει διαδοχή τάξεων δηλαδή, πρέπει να μην υπάρχει κληρονόμος συγγενής προηγούμενης τάξης, ενώ ο/η σύζυγος έχει ποσοστό συμμετοχής σε κάθε τάξη.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Ο κληρονομούμενος Κ έχει δύο τέκνα, τον Α και τον Β, καθένα από τα οποία έχει επίσης δύο τέκνα, δηλαδή εγγόνια του Κ. Έστω ότι ο Β αποποιείται το κληρονομικό του μερίδιο. Η κληρονομιά θα κατανεμηθεί ως εξής: Σύμφωνα με το σύστημα της διαδοχής κατά τάξεις, εφόσον υπάρχουν συγγενείς πρώτης τάξης, οι επόμενες τάξεις αποκλείονται από την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Τα τέκνα Α και Β θα ελάμβαναν από το ήμισυ (½) της κληρονομιάς το καθένα, σύμφωνα με την αρχή της ισομοιρίας, ενώ τα εγγόνια του Κ δεν θα ελάμβαναν αρχικά τίποτα, καθώς αποκλείονται από τους γονείς τους Α και Β. Μετά την αποποίηση του Β, η κληρονομική του μερίδα περιέρχεται στη ρίζα του, δηλαδή στα δύο τέκνα του (εγγόνια του Κ), κατά ίσα μέρη. Επομένως, ο Α θα λάβει το ½ της κληρονομιάς, ενώ το άλλο ½ θα μοιραστεί στα δύο τέκνα του Β, από ¼ της κληρονομιάς το καθένα.

Από την άλλη πλευρά, έχουμε τη διαθήκη, που αποτελεί το μοναδικό μέσο με το οποίο ο κληρονομούμενος – με την εξαίρεση ορισμένων επιτρεπτών εν ζωή, αιτία θανάτου δικαιοπραξιών – μπορεί να ρυθμίσει την τύχη των περιουσιακών του, αλλά και άλλων, σχέσεων για τον χρόνο μετά τον θάνατό του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η ελευθερία του διαθέτη να ρυθμίσει την κληρονομική του διαδοχή πρέπει να είναι απεριόριστη καθώς συναντά το εμπόδιο της αναγκαστικής διαδοχής η αλλιώς νόμιμης μοίρας. Τι σημαίνει όμως νόμιμη μοίρα? Η νόμιμη μοίρα είναι το τμήμα της κληρονομιάς που απονέμεται εκ του νόμου, ακόμη και παρά τη θέληση του κληρονομουμένου, σε ορισμένα πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτόν. Αυτά τα πρόσωπα ονομάζονται νόμιμοι μεριδιούχοι ή αναγκαστικοί κληρονόμοι και είναι οι κατιόντες (δηλαδή τα τέκνα), οι γονείς και ο/η σύζυγος του κληρονομουμένου. Ο κληρονομούμενος οφείλει να αφήσει στους μεριδούχους ένα τμήμα της περιουσίας του, τη λεγόμενη νόμιμη μοίρα, ίση με το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με τη συνδρομή ειδικών λόγων μπορεί ο κληρονομούμενος, μέσω της διαθήκης του, να αποκλείσει την αναγκαστική διαδοχή. (Βλ. ΑΚ 1859 επ.)
Συνήθως, το ζήτημα της παράλειψης του νόμιμου μεριδούχου εμφανίζεται μόνο στην εκ διαθήκης διαδοχή, καθώς στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή οι κληρονόμοι ταυτίζονται με τους νόμιμους μεριδούχους. Ωστόσο, υπάρχει περίπτωση η αναγκαστική διαδοχή να συντρέχει παράλληλα με την εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν ο κληρονομούμενος έχει διαθέσει τα περιουσιακά του στοιχεία με χαριστικές πράξεις εν ζωή, με αποτέλεσμα η υπόλοιπη περιουσία να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των νόμιμων μεριδούχων.
Για να γίνει κατανοητός ο παραπάνω συλλογισμός, ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Αν, κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, ζουν το τέκνο του Α, ο πατέρας του Β και η σύζυγός του Γ, ως νόμιμοι μεριδούχοι καλούνται μόνο ο Α και η Γ, ενώ ο Β αποκλείεται, καθώς δεν θα καλούνταν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος (η πρώτη τάξη αποκλείει την δεύτερη όπως είπαμε και παραπάνω). Οι εξ αδιαθέτου κληρονομικές μερίδες των Α και Γ είναι ¾ και ¼ αντίστοιχα (ο/η σύζυγος όταν καλείται στην πρώτη τάξη με τους κατιόντες παίρνει το ¼ , ενώ στις υπόλοιπες τάξεις παίρνει το ½ ) . Συνεπώς, η νόμιμη μοίρα του Α ανέρχεται στα 3/8 (¾ × ½) και της Γ στο 1/8 (¼ × ½) της ολικής κληρονομιάς. Το άθροισμα των ποσοστών της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων ανέρχεται στο μισό της ολικής κληρονομιάς (3/8 + 1/8 = 4/8 = ½). Συνεπώς, αν ο θανών ορίσει μέσω της διαθήκης κάποιον κληρονόμο ως προς αυτό το ποσοστό, η διαθήκη είναι άκυρη κατά το μέρος που θίγεται η νόμιμη μοίρα των νόμιμων μεριδούχων.
Συνοψίζοντας, η κληρονομική διαδοχή στην ελληνική έννομη τάξη ρυθμίζεται με τρόπο που να διασφαλίζει αφενός την ελευθερία του κληρονομουμένου να διαθέσει την περιουσία του, και αφετέρου την προστασία των στενών συγγενών του μέσω της νόμιμης μοίρας. Η διαθήκη αποτελεί το κατεξοχήν μέσο με το οποίο ο διαθέτης μπορεί να καθορίσει τους όρους της διαδοχής, ενώ, ελλείψει αυτής, εφαρμόζεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή βάσει των τάξεων συγγένειας. Η νόμιμη μοίρα λειτουργεί ως περιορισμός της ελευθερίας του διαθέτη, εξασφαλίζοντας ότι οι αναγκαίοι κληρονόμοι θα λάβουν τουλάχιστον το ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας τους. Η κατανομή των ποσοστών εξαρτάται από το αν υπάρχει διαθήκη, από τον αριθμό και τη σειρά των κληρονόμων και από τυχόν αποποιήσεις ή προηγούμενες χαριστικές πράξεις του διαθέτη. Έτσι, το σύστημα συνδυάζει την ατομική βούληση με την κοινωνική ανάγκη προστασίας της οικογένειας, εξασφαλίζοντας μια δίκαιη μεταβίβαση της περιουσίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου 3η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2023