Του Διονύση Κονδάκη,
Οι Αγιάνηδες βρίσκονταν στο όριο της νομιμότητας και χαρακτηρίστηκαν από αποσχιστικές τάσεις, αδιαφορώντας για τις σουλτανικές κυρώσεις και δημιουργώντας ιδιωτικούς στρατούς και παλάτια, ανεγείροντας σεράγια αντίστοιχα με του Σουλτάνου, ενώ διεκδίκησαν μέχρι και την ίδρυση αυτόνομων κρατών. Φορολογώντας υπέρμετρα τους ραγιάδες, διεκδίκησαν βίαια και εκβιαστικά τα ανώτατα αξιώματα του πασά και του βεζίρη, ενώ με τη συστηματική εξαγορά εκμισθώσεων συγκέντρωσαν τεράστιες εκτάσεις γης, αποτελώντας ανελέητους δυνάστες επί των υποτελών τους. Με βάση τα παραπάνω, χαρακτηρίστηκαν από τη φιλοχρηματία και την απληστία τους, αποθησαυρίζοντας αμύθητα πλούτη. Χαρακτηριστικά, ο θησαυρός του Αλή Πασά αναζητείται ακόμη. Ακόμη, διαιώνιζαν την ισχύ τους δημιουργώντας δυναστείες και κληρονομώντας τα πλούτη τους στους γιους τους και αποτέλεσαν μια κεντρόφυγη δύναμη που προκαλούσε συστηματικές εντάσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας και σφετεριζόταν συστηματικά τους πόρους και τα έσοδα της πρωτεύουσας.

Οι σημαντικότεροι ντερεμπέηδες της Ανατολής ήταν ο Karaosmanoğlu (στη Ν/Δ Μικρά Ασία), ο Çapanoğlu (στην Κ. Ανατολία) και ο Canikli Ali Paşaoğlu (στη Β/Α Μικρά Ασία, μεταξύ Προύσας και Τραπεζούντας). Παράλληλα, στη Μέση Ανατολή (Συρία, Λίβανο, Ιράκ και τελικά στην Αίγυπτο) επικράτησαν οι Μαμελούκοι (δούλοι στρατιώτες κιρκασιανής καταγωγής), ενώ στη Χετζάζη μεταξύ των Ουαχαβιτών (Wahhabi) Αράβων κυριάρχησαν οι Saud.
Ανάλογα, στην Ευρωπαϊκή Τουρκία οι κυριότεροι αγιάνηδες υπήρξαν ο Ismail Tirsiniklioğlu πασάς της Νικόπολης και του Σιστόβ (στη Βουλγαρία), ο Pasvanoğlu Osman πασάς του Βιδινίου (βορειοδυτική Βουλγαρία), ο Ali Pasha Tepelenli των Ιωαννίνων και ο Kara Mahmut Buşati πασάς της Σκόδρας (και ο γιος του Ιμπραήμ).
Ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής Francois Pouqueville, χαρακτήρισε τη δράση των βαλκανικών αγιάνηδων ως “adjuration”, δηλαδή ως απιστία. Μάλιστα, ως πρόξενος στα Ιωάννινα και στη Πάτρα γνώρισε τον Αλή Πασά, προσάπτοντας σε αυτόν τον χαρακτηρισμό της “bauciovercement moral”, δηλαδή της ηθικής έκπτωσης και ανατροπής. Στη μελέτη του «Η Αναγέννηση της Ελλάδος», ξεκινώντας την αφήγησή του από το 1740, παρουσιάζει τον Αλή Πασά ως σημαντικό υποκινητή της Ελληνικής Επανάστασης, λόγω των τυραννικών και απάνθρωπων τρόπων διακυβέρνησής του.
Η σύνδεση του αυταρχισμού των αγιάνηδων με την υποκίνηση λαϊκών εξεγέρσεων ισχύει και στην περίπτωση του Pasvanoğlu Osman, πασά του Βιδινίου. Αξιοποιώντας την εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, ο Pasvanoğlu, κατά το 1797, πραγματοποίησε επανάσταση στον Δούναβη, αναγκάζοντας μάλιστα τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β’ να κηρύξει πανστρατιά για να τον αντιμετωπίσει, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Ακλόνητοι στη θέση τους και μετά το πέρας του πολέμου με τον Σουλτάνου, οι άντρες του Pasvanoğlu ξεχύθηκαν βόρεια προς το Βελιγράδι, επιβάλλοντας τη τυραννική τους εξουσία. Το 1804 οι Σέρβοι επαναστάτησαν, όχι κατά του Σουλτάνου, αλλά κατά της απολυταρχικής και αποτρόπαιας πολιτικής των νταήδων/λεβέντηδων.

Σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Σουλτάνο, όμως, ήρθε και ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, ο οποίος άρχισε την καριέρα του το 1784 στο Βιλαέτι της Ν. Αλβανίας, ενώ το 1786, μετά την μεταφορά του στα Τρίκαλα, έγινε επόπτης των Δερβενίων στενών. Το 1788, χωρίς επίσημο Βεράτι υπό τη διοίκησή του, εισέβαλλε στα Ιωάννινα και υιοθέτησε το αξίωμα του Πασά, αξιοποιώντας τις δυσκολίες της αυτοκρατορίας, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αυστρία και τη Ρωσία. Το 1795 εκστράτευσε εναντίον του Οσμάν Πασβανόγλου, το 1803 συμμετείχε στην καταστροφή του Σουλίου, ενώ κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα το πασαλίκι του εκτεινόταν μέχρι τη βόρεια Λαμία. Η καταστροφή του ήρθε όταν αντιτάχθηκε στον Ισμαήλ Πασομπέη, ο οποίος έλαβε γρήγορα τη βοήθεια του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Οι δυο άντρες, μαζί με τον Χουρσίτ Πασά, κατόρθωσαν τον Ιανουάριο του 1822 να καταστείλουν την “adjuration” του Αλή Πασά. Χαρακτηριστικά, η αποχώρηση του Χουρσίτ από την Πελοπόννησο έδωσε αποφασιστική ευκαιρία στους Έλληνες της περιοχής να εξεγερθούν.
Ο πιο ανελέητος και επιζήμιος Αγιάνης για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όμως, ήταν ο Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου, ο οποίος εστάλη εκεί το 1801 ως επικεφαλής των σουλτανικών στρατευμάτων με εντολή να εκδιώξει τους Γάλλους από την περιοχή. Το 1805 έγινε ηγεμόνας της Αιγύπτου, και κήρυξε δύο φορές πόλεμο στην Πύλη (1831-33 και 1839-41), απειλώντας σοβαρά την ύπαρξή της μέχρι τον θάνατό του (1848).
Ο Α’ Τουρκο-Αιγυπτιακός πόλεμος έληξε γρήγορα χάρη στην επέμβαση των Βρετανών. Το 1839, ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Β’ Τουρκο-Αιγυπτιακού πολέμου, ο οθωμανικός στόλος παραδόθηκε, μετά από την ήττα στη Νεζίτ, η οποία οδήγησε και στον θάνατο του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Απέναντι στον νέο αιγυπτιακό κίνδυνο, ο Αβδούλ Μετζίτ εμβάθυνε τη συμμαχία των Οθωμανών με τη Βρετανία, συμφωνώντας σε ευνοϊκές εμπορικές οδούς, που προέβλεπαν ιδιαίτερα χαμηλούς δασμούς στα προϊόντα από και προς τη Μ. Βρετανία. Οι επιπτώσεις για τη μανιφακτούρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν καταστροφικές, αλλά η συμφωνία ήταν καταλυτική για την υπερνίκηση των αιγυπτιακών δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Βρετανικές δυνάμεις βομβάρδισαν τον Σεπτέμβριο του 1840 τη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια. Μετά τον θάνατο του Μωχάμετ Αλή, ο αιγυπτιακός κίνδυνος εξαλείφθηκε οριστικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Lewis Bernard (2001-2002), Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση
- Shaw Stanford J. και Ezel Kural (1976-1977), History of the Ottoman Empire and Modern Turkey, New York: εκδ. Cambridge University Press
- Sugar Peter (1994) (μτφ. Παυλίνα Μπαλουξή), Η Νοτιοανατολική Ευρώπη κάτω από την οθωμανική κυριαρχία, 1354 – 1804, , Αθήνα: εκδ. Σμίλη