Του Δημήτρη Διδασκάλου,
Η χρήση των Γενικών Όρων Συναλλαγών (ΓΟΣ) αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας συμφωνιών. Αυτό που συνήθως συμβαίνει, είναι ότι οι καταναλωτές προσχωρούν σε ήδη τυποποιημένες συμβάσεις, χωρίς να προηγείται κάποια διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για τους όρους που περιέχονται στην συμφωνία. Η πρακτική αυτή ενώ εξυπηρετεί την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των συναλλαγών, είναι πολύ πιθανόν να θέσει σε μειονεκτική θέση τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο, δηλαδή τον καταναλωτή. Η καταχρηστικότητα των ΓΟΣ αποτελεί μηχανισμό προστασίας του ασθενέστερου αυτού μέρους.
Οι ΓΟΣ είναι προκαθορισμένοι όροι που συντάσσονται μονομερώς από τον προμηθευτή και εφαρμόζονται μαζικά σε συμβάσεις. Δεν αποτελούν προϊόν εξατομικευμένης διαπραγμάτευσης και προσφέρονται στον καταναλωτή σε καθεστώς “take it or leave it” (είτε θα αποδεχτείς την συμφωνία με τους υπάρχοντες όρους, είτε δεν θα πραγματοποιηθεί καθόλου η συμφωνία). Ως αποτέλεσμα, η ελευθερία της βούλησης του καταναλωτή περιορίζεται αισθητά αφού ο καταναλωτής δεν έχει λόγο πάνω στους όρους της συμφωνίας, ενώ ο κίνδυνος καταχρηστικότητας αυξάνεται. Βέβαια, η τυποποίηση των συμβάσεων από μόνη της δεν είναι κατακριτέα. Όταν όμως χρησιμοποιείται για να επιβάλει δυσμενείς, ανισόρροπους ή αδιαφανείς όρους στον καταναλωτή, τότε τίθεται ζήτημα καταχρηστικότητας. Και φυσικά, αφού ο καταναλωτής δεν δικαιούται να επέμβει στους όρους, αναγκάζεται να συμβιβασθεί.

Στην ελληνική έννομη τάξη, ο βασικός θεσμός για την αντιμετώπιση των καταχρηστικών όρων είναι ο Ν. 2251/1994 (ιδίως το άρθρο 2) για την προστασία του καταναλωτή, όπως τροποποιήθηκε. Συμπληρωματικά εφαρμόζονται διατάξεις του Αστικού Κώδικα, όπως το άρθρο 281, που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Η καταχρηστικότητα ενός όρου κρίνεται κυρίως από δύο παραμέτρους: 1) Καλή πίστη (αν ο όρος είναι αντίθετος προς τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών), 2) Σημαντική ανισορροπία (αν προκαλεί σοβαρή ανισορροπία και ανισότητα μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών εις βάρος του καταναλωτή).
Στον νόμο, στο άρθρο 2 παρ. 6 περιέχεται η γενική ρήτρα καταχρηστικότητας ορίζοντας ότι «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι». Όπως προαναφέρθηκε, εάν οι όροι είναι πρόδηλα δυσμενείς για τον καταναλωτή, τότε ο τελευταίος έχει το βάρος απόδειξης να αποδείξει στο δικαστήριο την καταχρηστικότητά τους (αφού αυτός προβάλλει ισχυρισμούς για καταχρηστικότητα) και φυσικά ο προμηθευτής έχει δικαίωμα να ανταπαντήσει στους ισχυρισμούς του καταναλωτή. Στην παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου παρατίθενται τα αμάχητα τεκμήρια καταχρηστικότητας, δηλαδή περιπτώσεις όρων οι οποίοι πάντοτε είναι καταχρηστικοί δίχως ο καταναλωτής να χρειαστεί να επικαλεσθεί την καταχρηστικότητά τους. Ο προμηθευτής δεν έχει την δυνατότητα να αποκρούσει με κάποιον τρόπο τα τεκμήρια αυτά, δεν του επιτρέπεται να αποδείξει το αντίθετο και η καταχρηστικότητα θεωρείται δεδομένη. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι είναι καταχρηστικοί αυτομάτως οι όροι που παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης (περ. α’), που επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία (περ. γ’) και που περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος (περ. ιβ’).
Η διαπίστωση της καταχρηστικότητας ενός όρου δεν συνεπάγεται την ολική ακυρότητα της καταναλωτικής σύμβασης (άρθρο 2 παρ. 8), αλλά την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου. Έτσι, ο όρος που κρίνεται ως καταχρηστικός θεωρείται σαν να μην υπήρξε ποτέ και η υπόλοιπη σύμβαση συνεχίζει να ισχύει κανονικά καθιερώνοντας έτσι την αρχή της συμβατικής συνέχειας, η οποία δεν αφήνει τον καταναλωτή ανυπεράσπιστο. Μόνη εξαίρεση στον κανόνα αυτόν είναι όταν ο όρος που κρίθηκε ως καταχρηστικός είναι τόσο ουσιώδης, που αν δεν υπήρχε, η σύμβαση δεν θα είχε συναφθεί εξαρχής. Το αποτέλεσμα σε μια τέτοια περίπτωση ακύρωσης ενός τόσο θεμελιώδους όρου είναι η ακύρωση ολόκληρης της σύμβασης.
Για παράδειγμα, ο καταναλωτής υπογράφει σύμβαση 12μηνης διάρκειας για συνδρομή σε γυμναστήριο και πληρώνει προκαταβολή 300 ευρώ. Στην σύμβαση περιέχεται ο όρος ότι «ο πελάτης δεν έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει ή να ζητήσει επιστροφή χρημάτων σε καμία περίπτωση ακόμα και αν το γυμναστήριο πάψει την λειτουργία του ή μεταφερθεί σε άλλη περιοχή». Αν μετά από έναν μήνα το γυμναστήριο πάψει οριστικά την λειτουργία του για οποιονδήποτε λόγο, τότε ο πελάτης δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει καμία υπηρεσία και μένει ανυπεράσπιστος. Έτσι, υπάρχει πλήρης αποτυχία του σκοπού της σύμβασης, ο όρος φυσικά πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστικός και η ουσία της σύμβασης καταρρέει. Άρα, αυτός ο καταχρηστικός όρος είναι τόσο ουσιώδης, ώστε χωρίς αυτόν η σύμβαση δεν θα είχε συναφθεί εξαρχής και συνεπώς η σύμβαση θα ακυρωθεί εξ ολοκλήρου.

Η καταχρηστικότητα των ΓΟΣ αποτελεί βασικό εργαλείο για την εξασφάλιση ουσιαστικής προστασίας του καταναλωτή. Ο ν. 2251/1994 εγκαθιδρύει ένα λειτουργικό πλέγμα ελέγχου, τόσο μέσω της γενικής ρήτρας καταχρηστικότητας όσο και με την προσθήκη ενδεικτικού καταλόγου ρητρών που πλήττουν τον ασθενέστερο συμβαλλόμενο. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών εγείρει διαρκείς προκλήσεις, καθώς το όριο μεταξύ θεμιτής επιχειρηματικής πρακτικής και καταχρηστικής συμπεριφοράς συχνά παραμένει ασαφές. Η κρίση για το αν ένας όρος είναι καταχρηστικός απαιτεί προσεκτική στάθμιση και, συχνά, προσφυγή στα δικαστήρια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόστολος Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
- Απόστολος Γεωργιάδης, Ενοχικό δίκαιο – Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2015