Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,
Έκπληξη, κατά γενική ομολογία, προκάλεσε η εξαγγελία, πριν από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 30 Ιουλίου, 15 δυτικών κρατών (μεταξύ αυτών η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και ο Καναδάς) σχετικά με την πρόθεσή τους να αναγνωρίσουν επισήμως παλαιστινιακό κράτος. Αδιαμφισβήτητα, πρόκειται για μία διπλωματική κίνηση υψηλού συμβολισμού, που ταυτόχρονα έχει σκοπό την αύξηση της ασκούμενης πίεσης προς το Ισραήλ.
Χαρακτηριστικά, ο Γάλλος Πρόεδρος Emmanuel Macron δεσμεύτηκε ότι θα προχωρήσει σε επίσημη αναγνώριση μέχρι τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, ενώ ο Καναδός Πρωθυπουργός Mark Carney δήλωσε ότι η χώρα του προτίθεται να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη, υπό τη δέσμευση της Παλαιστινιακής Αρχής ότι θα προχωρήσει στη διεξαγωγή εκλογών μέσα στο 2026 και πως το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος θα είναι μη στρατιωτικοποιημένο. Η Μεγάλη Βρετανία, ωστόσο, επέλεξε να ακολουθήσει μία κάπως διαφορετική προσέγγιση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, που σε κάθε περίπτωση, πάντως, παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον.
Ειδικότερα, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Keir Starmer δήλωσε ότι η απόφαση αναγνώρισης της Παλαιστίνης, όσον αφορά τη χώρα του, εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη κάποιων συγκεκριμένων προϋποθέσεων, οι οποίες μάλιστα αφορούν τόσο το Ισραήλ, όσο και την παλαιστινιακή οργάνωση της Χαμάς. Συγκεκριμένα, ο Starmer προτίθεται να αναγνωρίσει τον Σεπτέμβριο παλαιστινιακό κράτος, εκτός εάν η ισραηλινή κυβέρνηση του Benjamin Netanyahu συναινέσει σε κατάπαυση του πυρός, δηλώσει σαφώς ότι δεν θα προσαρτήσει τη Δυτική Όχθη και λάβει ουσιαστικές πρωτοβουλίες για τον άμεσο τερματισμό της ανθρωπιστικής κρίσης που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε πλήρη εξέλιξη στη Λωρίδα της Γάζας, επιτρέποντας μεταξύ άλλων την ελεύθερη ροή της ανθρωπιστικής βοήθειας του Ο.Η.Ε. στην περιοχή. Επί τη ουσίας, βέβαια, αυτές οι προϋποθέσεις που θέτει το Λονδίνο στην Ιερουσαλήμ προωθούν την αναβίωση της λύσης των δύο κρατών που έχει προταθεί παλαιότερα και την οποία, πάντως, ο Netanyahu απορρίπτει κατηγορηματικά.

Από την άλλη πλευρά, ως προς τη Χαμάς, η βρετανική κυβέρνηση έθεσε ως προϋποθέσεις την ανάγκη άμεσης απελευθέρωσης των Ισραηλινών ομήρων που κρατούνται στα κρησφύγετα της οργάνωσης από τον Οκτώβριο του 2023 και την επίθεση σε ισραηλινό μουσικό φεστιβάλ (γεγονός που σήμανε και την έναρξη του πολέμου), την υπογραφή εκεχειρίας άμεσης ισχύος με το Ισραήλ, τη δέσμευση για αποστρατιωτικοποίηση της οργάνωσης, καθώς και την αποκήρυξη ανάληψης από τα μέλη της οποιουδήποτε ρόλου στη διακυβέρνηση ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους. Τον επόμενο μήνα, πριν από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., ο Βρετανός Πρωθυπουργός θα αξιολογήσει αν και κατά πόσο οι δύο πλευρές έχουν ανταποκριθεί στους όρους που έχει θέσει και αναμένεται να προβεί σε αντίστοιχες ενέργειες.
Πώς, όμως, έφτασε ο Starmer σε αυτή την απόφαση; Αδιαμφισβήτητα, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι πιέσεις που ασκούνται εδώ και καιρό στον ίδιο και την κυβέρνηση του, τόσο από παράγοντες εντός του κυβερνώντος Εργατικού κόμματος, όσο και από σύσσωμη την αντιπολίτευση. Επιπλέον, η βρετανική κοινή γνώμη, οπωσδήποτε ευαισθητοποιημένη από την κλιμακούμενη ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και τις καθημερινές καταγγελίες για θανάτους λόγω πείνας, φαίνεται πως τάσσεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό πλέον υπέρ της άμεσης κατάπαυσης του πυρός και της επίσημης αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους, συνιστώντας έτσι μία σημαντική παράμετρο που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Επιπρόσθετα, ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξαν και δύο σημαντικοί διεθνείς παράγοντες. Ο ένας αναφέρθηκε ήδη και είναι η Γαλλία, που πρώτη άνοιξε αυτόν τον «χορό» των πρωτοβουλιών για αναγνώριση της Παλαιστίνης. Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι Η.Π.Α., οι οποίες τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν δείχνουν να αντιδρούν στη βρετανική απόφαση. Αντίθετα, ο Αμερικανός Πρόεδρος Donald Trump φάνηκε να δίνει άρρητα το «πράσινο φως» στον Starmer, όταν στις 28 Ιουλίου ερωτηθείς εάν η βρετανική κυβέρνηση θα έπρεπε να υποκύψει στις εσωτερικές πιέσεις για αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους απάντησε: «δεν πρόκειται να πάρω θέση, δεν με πειράζει να πάρει εκείνος (ο Starmer) θέση. Αυτή τη στιγμή το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να σιτιστεί ο κόσμος».
Πρόκειται, λοιπόν, για ένα διπλωματικό βήμα με έντονο συμβολισμό, το οποίο στέλνει το μήνυμα της ανάγκης καθολικής διεθνούς αναγνώρισης της Παλαιστίνης (μέχρι σήμερα τα 147 από τα 193 μέλη του Ο.Η.Ε. έχουν αναγνωρίσει επίσημα το παλαιστινιακό κράτος), αλλά ταυτόχρονα δεν εμπλέκει ξένες κυβερνήσεις, όπως τη βρετανική, σε ακανθώδη πρακτικά ζητήματα, όπως είναι ο καθορισμός των συνόρων ή της πρωτεύουσας του νέου κράτους. Αυτά τα ζητήματα, βεβαίως, είναι υψίστης σημασίας, καθώς βάσει της Σύμβασης του Μοντεβιδέο (1933) στα κριτήρια που πρέπει να πληρούνται για να αναγνωριστεί ως κυρίαρχο ένα κράτος περιλαμβάνονται η ύπαρξη μόνιμου πληθυσμού, καθορισμένου εδάφους με συγκεκριμένα σύνορα, πρωτεύουσας, καθώς και κυβέρνησης που να τηρεί τις επίσημες διπλωματικές διαδικασίες (πρεσβείες, πρεσβευτές και συμβάσεις). Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρωτοβουλίες όπως η βρετανική ενδέχεται να ανοίξουν τον δρόμο για ανάλογες ενέργειες εκ μέρους και άλλων κρατών, που πιθανόν να επανεξετάσουν τη θέση τους κατά τη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων.

Η ισραηλινή αντίδραση στις βρετανικές εξαγγελίες, πάντως, ήταν άμεση, με τον Netanyahu να δηλώνει πως η εν λόγω απόφαση «ανταμείβει την τερατώδη τρομοκρατία της Χαμάς», καθώς επίσης ότι «ένα τζιχαντιστικό κράτος στα σύνορα του Ισραήλ σήμερα θα απειλήσει τη Μεγάλη Βρετανία αύριο και ο κατευνασμός στους τζιχαντιστές τρομοκράτες πάντα θα αποτυγχάνει». Επιπλέον, το ισραηλινό Υπουργείο Εξωτερικών έκανε λόγο ότι αυτή η κίνηση πλήττει τις προσπάθειες για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και την απελευθέρωση των εναπομεινάντων ομήρων της Χαμάς.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λησμονείται και το ιστορικό παρελθόν που η Μεγάλη Βρετανία έχει στην περιοχή της Παλαιστίνης και το οποίο, έστω και σε μικρό βαθμό, συνδιαμόρφωσε την τρέχουσα βρετανική απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, οι Βρετανοί κατείχαν τη διακυβέρνηση της Παλαιστίνης, μέσω εντολής της Κοινωνίας των Εθνών (προδρόμου του Ο.Η.Ε.), από το 1922 έως το 1948, ενώ το 1917 είχαν πάρει τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Οθωμανούς. Εν τέλει, το 1948 ιδρύθηκε το Ισραήλ, αλλά οι προσπάθειες για τη δημιουργία και ενός παλαιστινιακού κράτους, παράλληλα με το ισραηλινό, στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και της Γάζας, έπεσαν επανειλημμένα στο κενό. Μάλιστα, ήδη το 1917 ο τότε Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Arthur Balfour, είχε υπογράψει μία διακήρυξη (που φέρει το όνομα του), με την οποία η Μεγάλη Βρετανία εξέφραζε για πρώτη φορά την υποστήριξη της για την εγκαθίδρυση στην Παλαιστίνη μίας εθνικής πατρίδας για τον εβραϊκό λαό, χωρίς όμως να θίγονταν ταυτόχρονα τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των υφιστάμενων μη εβραϊκών κοινοτήτων.

Κατόπιν όλων των παραπάνω, πάντως, φαίνεται πως σύντομα είναι πολύ πιθανό η Παλαιστίνη να εξασφαλίσει την υποστήριξη των τεσσάρων από τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. (Ρωσία και Κίνα ήδη έχουν αναγνωρίσει παλαιστινιακό κράτος), γεγονός που εάν συμβεί θα καταστήσει τις Η.Π.Α., τον ισχυρότερο σύμμαχο του Ισραήλ, μειοψηφία. Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι ένα τέτοιο γεγονός θα διαμόρφωνε νέα δεδομένα και πως, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να πυροδοτήσει σημαντικές εξελίξεις ως προς το παλαιστινιακό ζήτημα. Συνεπώς, οι εβδομάδες που ακολουθούν μέχρι την επόμενη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. και οι εξελίξεις που αυτές μπορεί να επιφέρουν αναμένονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Γιατί η Βρετανία ετοιμάζεται τώρα να αναγνωρίσει την Παλαιστίνη, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τι σημαίνει η αναγνώριση του κράτους της Παλαιστίνης από άλλες χώρες, huffingtonpost.gr, διαθέσιμο εδώ
- Britain to recognize Palestinian state unless Israel agrees to Gaza ceasefire, edition.cnn.com, διαθέσιμο εδώ
- What’s behind UK foreign policy change on Palestinian state?, dw.com, διαθέσιμο εδώ
- K. Will Recognize a Palestinian State in September, Barring Israel-Hamas Cease-Fire, nytimes.com, διαθέσιμο εδώ