33.1 C
Athens
Σάββατο, 9 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΠολιτισμόςΜουσικήMadrugada: Από τη μελαγχολία της νύχτας ως τη γαλήνη της αυγής

Madrugada: Από τη μελαγχολία της νύχτας ως τη γαλήνη της αυγής


Του Βασίλη Μορφονιού,

“Madrugada”: προέρχεται από τα ισπανικά και πορτογαλικά και σημαίνει η στιγμή λίγο πριν το ξημέρωμα, όταν η νύχτα φτάνει στο αποκορύφωμά της. Αυτή η εύθραυστη στιγμή που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ ημέρας και νύχτας έχει την ιδιαιτερότητα να μπορεί να φιλοξενεί εντελώς αντίθετες καταστάσεις και συναισθήματα. Από το άγχος για μια τρομακτική επόμενη μέρα στην εσωτερική γαλήνη μιας πετυχημένης βόλτας ή ραντεβού, στη μελαγχολία ενός μοναχικού νυχτερινού περιπάτου… Αντιπροσωπεύει το ίδιο τέλεια τον πόθο και την ηρεμία. Αυτό το φάσμα συναισθηματικών αποχρώσεων προσπαθεί να αποτυπώσει το ομώνυμο νορβηγικό ροκ συγκρότημα με τη μουσική του, έναν στόχο που πετυχαίνει στο 100%.

Οι Madrugada σχηματίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Stokmarknes, της βόρειας Νορβηγίας, από τους:

  • Sivert Høyem – φωνητικά
  • Robert Burås – κιθάρα
  • Frode Jacobsen – μπάσο
  • Jon Lauvland Pettersen – τύμπανα (έφυγε το 2002).

Αν η παγωμένη βόρεια Νορβηγία δεν μοιάζει για μέρος που κυριαρχεί η δυνατή ροκ μουσική, είναι επειδή δεν είναι. Όπως λέει ο ίδιος ο Sivert: «Υπάρχουν πολλές φάρμες και ψαράδες στην περιοχή, αλλά όχι κάποια πραγματική ροκ σκηνή. Δεν έχεις και πολλά να κάνεις σε ένα μέρος όπου πρέπει να οδηγήσεις 25 χιλιόμετρα για να βρεις το πλησιέστερο κατάστημα ποτών. Οι επιλογές σου είναι ανάμεσα στο βόλεϊ και το ποδόσφαιρο. Η πόλη απ’ όπου κατάγομαι, το Σόρτλαντ, δεν έχει κάποια underground σκηνή, αλλά νομίζω πως αυτό είναι καλό. Σημαίνει ότι έχεις την ελευθερία να εξερευνήσεις μόνος σου».

Είμαστε τυχεροί, λοιπόν, που ο Høyem και οι υπόλοιποι είχαν καλό γούστο στη μουσική, καθώς τα μέλη απέφυγαν τις επιφανειακές τάσεις της εποχής αντλώντας επιρροή από πιο ποιητικούς και «ρομαντικούς» καλλιτέχνες όπως ο Leonard Cohen και ο Nick Cave. Οι Madrugada, λοιπόν, συνδύασαν την μπλουζ μουσική που ήταν πάντα δημοφιλής στη Σκανδιναβία, καθώς ταιριάζει με το μοναχικό παγωμένο τοπίο, με επιρροές από τα αγαπημένα τους ροκ συγκροτήματα, όπως είναι οι Doors και οι Velvet Underground. Για παράδειγμα, ο μπασίστας Frode Jacobsen θυμάται ακόμη τον ενθουσιασμό όταν έλαβε ταχυδρομικά, σε ηλικία 14 ετών, τον πρώτο του δίσκο των Velvet Underground. «Είχα διαβάσει γι’ αυτούς στο NME — έτσι κρατούσαμε επαφή με τον έξω κόσμο».

Το ενθαρρυντικό για μικρά indie συγκροτήματα που δυσκολεύονται να βρουν κοινό είναι πως ακόμα και οι Madrugada άργησαν να βρουν το κοινό τους. Η αλήθεια είναι πως η τοπική κοινότητα δεν εκτίμησε ιδιαίτερα τις πρώτες τους εμφανίσεις, μάλλον το αντίθετο. Όπως αναφέρει ο ίδιος ο Hoyem, «Όταν παίξαμε για πρώτη φορά, νομίζω πως ο κόσμος μας βρήκε κάπως παράξενους. Μας μισούσαν. Δεν νομίζω ότι καταλάβαιναν τι ακούνε. Δεν ήταν και πολλοί τότε που άκουγαν Velvet Underground, Iggy Pop, Jesus and Mary Chain ή Buzzcocks».

Ωστόσο, ευτυχώς, επέμειναν και συνέχισαν τις πρόβες και τις συναυλίες, μέχρι την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ “Industrial Silence” το 1999, που γνώρισε άμεση επιτυχία. Ο δίσκος ανταμείφθηκε με το βραβείο Spellemann (κατηγορία Rock) για το 2000 και έγινε ευρέως γνωστός στη χώρα, παρά τη μικρή σκηνή της Νορβηγίας. Η υπνωτική φωνή του Høyem γρήγορα τράβηξε διεθνή αναγνώριση. Παραμένει ίσως το πιο δημοφιλές άλμπουμ του συγκροτήματος και είναι αυτό με το οποίο και εγώ τους ανακάλυψα, μέσω του υπέροχου κομματιού “Quiet Emotional Now”. Το άλμπουμ περιέχει ιδιαίτερα αφηγηματικά κομμάτια, όπως το “This Old House” ή το “Vocal”. Περνάει μια ζεστή μελαγχολία, σαν δύο εραστές που δεν έχουν πολύ χρόνο μαζί και προσπαθούν να συγκρατήσουν κάθε λεπτό που περνάει. 

Πηγή εικόνας: lifo.gr / Δικαιώματα χρήσης: Madrugada

Αφού έστρωσε τον δρόμο το “Industrial Silence”, το δεύτερο άλμπουμ τους, το “The Nightly Disease”, που ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη πλέον, ξεχώρισε άμεσα ως νούμερο ένα στις νορβηγικές λίστες. Αν το πρώτο άλμπουμ αφορούσε την ατελείωτη στιγμή πριν τον αποχωρισμό, τότε το δεύτερο αφορά τον ίδιο τον αποχωρισμό, τον πόθο και την απομόνωση. Είναι τονικά αρκετά βαρύτερο και πιο εσωστρεφές. Ο τίτλος του άλμπουμ και η αφίσα είναι ιδιαίτερα ταιριαστά, καθώς θυμίζουν μια ψυχολογική ένταση που τείνει να εμφανίζεται μετά τα μεσάνυχτα. Στο πρώτο κομμάτι, το “Black Mambo”, μια νυχτερινή ασθένεια κυριαρχεί και φέρνει αϋπνία, μοναξιά και παράνοια. Iconic κομμάτια, όπως το “Hands up I love you”, φαίνεται να ποθούν ένα απογυμνωμένο, ειλικρινές άγγιγμα, ένα παθιασμένο έρωτα δίχως κοινωνικές μάσκες, ενώ άλλα, όπως το “A deadend mind”, φαίνεται να υποστηρίζουν πως ίσως είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο.

Αμέσως μετά ακολουθούν το “Grit” και το “Deep end”, εκ των οποίων το δεύτερο παραμένει το πιο πολυβραβευμένο τους. Το Grit, παρότι περιλαμβάνει το πιο γνωστό τραγούδι του συγκροτήματος “Majesty”, ήταν λιγότερο αγαπητό από τους αρχικούς fans και το ευρωπαϊκό κοινό, καθώς θεωρήθηκε σχετικά «αμερικανότροπο». Παρουσιάζει έντονο ρυθμό, δυναμική έκρηξη κιθάρας και επιρροές από punk και garage rock, ενώ πειραματίζεται και με κομμάτια στα νορβηγικά. Αντίθετα, το επόμενο άλμπουμ, το Deep end, γνώρισε τεράστια επιτυχία κερδίζοντας 3 βραβεία Spellman. Το άλμπουμ είναι ιδιαίτερα κινηματογραφικό, αφηγείται ιστορίες μέσα από αναμνήσεις ή επιθυμίες. Κομμάτια, όπως το “The Kids are on high street”, εκφράζουν κοινωνικοπολιτική απογοήτευση ενώ άλλα, όπως το “Hold on to You”, προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν άγκυρα σε κάποιες αναμνήσεις.

Λίγο πριν την κυκλοφορία του επόμενου άλμπουμ, μια μεγάλη τραγωδία χτυπάει το συγκρότημα: πεθαίνει ο σπουδαίος κιθαρίστας Robert Buras, ενώ την ίδια περίοδο ο Høyem χάνει τον πατέρα του. Τα γεγονότα αυτά ουσιαστικά σφραγίζουν τον κύκλο της μπάντας. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε πριν από τον θάνατο, αλλά ολοκληρώθηκε μετά, ως θεραπευτική διαδικασία/μνημόσυνο στον Buras, ενώ αφιερώθηκε και στον πατέρα του Høyem. Το άλμπουμ ονομάστηκε “Madrugada” και είναι το αγαπημένο μου προσωπικά καθώς περιλαμβάνει όλα τα καλύτερα χαρακτηριστικά τους. Είναι το ωριμότερό τους και βαθύτατα συναισθηματικό, αλλά όχι τόσο πένθιμο όσο θα περίμενε κανείς. Το “Look Away Lucifer” ξεχωρίζει ως το πιο θυμωμένο, με τον “Lucifer” να αντιπροσωπεύει την απελπισία του Hoyem και τον φόβο ότι θα τον καταπιούν τα ναρκωτικά και η κατάθλιψη. Τραγούδια, όπως το “What’s on your Mind” και το “Honeybee”, είναι από τα πιο υπαρξιακά του συγκροτήματος, ψάχνοντας για κάποιο βαθύτερο νόημα στα όνειρα και τις σχέσεις. Τέλος, το “Our time won’t leave that long”, που παραμένει το μεγαλύτερό τους κομμάτι, λειτουργεί ως αποχαιρετιστήριο μοιρολόι και μπορεί να διαβαστεί ως αποχαιρετισμός όχι μόνο προς τη μπάντα, αλλά προς τη ζωή όπως ήταν. Αν τα προηγούμενα άλμπουμ αφορούσαν τη νύχτα, τότε το “Madrugada” αφορά το ξημέρωμα. Σαν την ταινία “Thirst”, αντιπροσωπεύει ένα βρικόλακα που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την ασφάλεια της νύχτας και να αντιμετωπίσει την Αυγή. 

Πράγματι, το επόμενο άλμπουμ ήρθε σχεδόν μια δεκαπενταετία μετά. To “Chimes at Midnight” είναι ιδιαίτερα στοχαστικό και ευαισθητοποιημένο σε κοινωνικά θέματα. Είναι ακόμα φορτισμένο από τον θάνατο και την απουσία, αλλά περιλαμβάνει και μια αποδοχή τους, καθώς και αρκετά γαλήνια κομμάτια όπως το γλυκύτατο “Help Yourself to me”. Το “Dreams at Midnight” μιλάει για αλλαγή εποχής και εσωτερική επανεκκίνηση, σαν ο Sivert να ξαναμιλά στο κοινό του μετά από χρόνια σιωπής (παρότι ο ίδιος είχε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη solo καριέρα στο μεσοδιάστημα).

Πηγή εικόνας: news247.gr / Δικαιώματα χρήσης: news 24/7

Παρότι το συγκρότημα δεν έγινε ποτέ “mainstream” με την ευρεία έννοια διεθνώς, στην Ελλάδα γνώρισε αναπάντεχη επιτυχία και βρήκε πιστό και φανατικό κοινό. Ενώ ο παγωμένος νορβηγικός βορράς δεν μοιάζει να έχει πολλά κοινά με το ελληνικό μεσογειακό κλίμα, η μουσική των Madrugada βρήκε τεράστια απήχηση στο ελληνικό κοινό. Ίσως φταίει η ποιητικότητα των στίχων που ταιριάζει με τον ελληνικό ρομαντισμό, ή ίσως τα σκοτεινά μελαγχολικά κομμάτια, που κάνουν αντίθεση με το φωτεινό περιβάλλον, εκφράζουν τη διαλυμένη από τις πολλαπλές πολιτικές κρίσεις ελληνική ψυχή. Έχουν κάνει 16 συναυλίες στην Ελλάδα, με αποκορύφωμα τις εμφανίσεις σε Ηρώδειο (2016) και Καλλιμάρμαρο (2022). Όποιος και αν είναι ο λόγος αυτής της ιδιαίτερης σύνδεσης, θα είμαστε εδώ, περιμένοντας την επόμενη συναυλία τους, κάπου ανάμεσα στη νύχτα και στο ξημέρωμα…


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Madrugada – Official Website, διαθέσιμο εδώ
  • Είδαμε τους Madrugada: Έκαναν γιορτή τη μελαγχολία και ξεσήκωσαν το Καλλιμάρμαρο, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασίλης Μορφονιός
Βασίλης Μορφονιός
Είναι 21 ετών. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, στο Νέο Ηράκλειο και σπουδάζει Γεωγραφία στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Λατρεύει τον κινηματογράφο και το όνειρό του θα ήταν να γράφει σενάρια και να τα σκηνοθετεί.Τα χόμπι του είναι να φτιάχνει playlist στο spotify, οι ταινίες, το σκάκι, να διαβάζει βιβλία και να οργανώνει πάρτι. Είναι φανατικός του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.