Της Αλεξάνδρας Βαλληνδρά,
Ένα ζήτημα το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τη νομική επιστήμη, αλλά και την κοινή γνώμη είναι το ζήτημα της ακούσιας νοσηλείας του ψυχικά ασθενούς. Τα κακώς κείμενα που παρατηρούνται στη χώρα μας όπως η εγκατάλειψη των ψυχικά ασθενών, οι απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης στις δημόσιες ψυχιατρικές κλινικές και το ανεπαρκές ανθρώπινο δυναμικό έχουν οδηγήσει σε έντονο διάλογο ως προς τους πιθανούς τρόπους εξεύρεσης αποτελεσματικών λύσεων σε αυτό το χρόνιο πρόβλημα του ελληνικού συστήματος υγείας. Ανεξάρτητα από τις αναμφίβολα υπαρκτές πολιτικές προεκτάσεις του ζητήματος, ο επιστημονικός διάλογος εστιάζεται κυρίως στους κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ακούσια νοσηλεία των ψυχικά ασθενών και στη τήρησή τους, ενώ παράλληλα το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα συναφή ερωτήματα που αναφύονται σε επίπεδο αστικού και ποινικού δικαίου (η δε σύνδεση του ζητήματος με το σκέλος των ατομικών δικαιωμάτων του συνταγματικού δικαίου είναι προφανής). Στο πλαίσιο αυτό και ιδίως ενόψει της σημασίας του ζητήματος, αλλά και της ασάφειας των κανόνων που το ρυθμίζουν, κρίνω σκόπιμο να επιχειρηθεί μία συνολική θεώρηση των νομικών βάσεων στις οποίες στηρίζεται η ακούσια νοσηλεία του ψυχικά ασθενούς κατά το ελληνικό δίκαιο, ούτως ώστε να απαντηθούν, κατά το δυνατόν, τα συναφή ερμηνευτικά ερωτήματα και κατόπιν να δοθούν ουσιαστικές λύσεις που θα κατατείνουν σε μία σαφώς βελτιωμένη προσέγγιση του προβλήματος.
Στη χώρα μας η ακούσια νοσηλεία του ψυχικά ασθενούς ρυθμίζεται από ένα πλέγμα νομικών κανόνων που αποτελείται ιδίως από τα άρθρα 95 έως 100 του Ν. 2071/1992 και τη νέα διάταξη του άρθρου 1687 ΑΚ που τροποποίησε την παλαιότερη ΑΚ 1667. Αν επιχειρούσαμε να διατυπώσουμε έναν ικανοποιητικό ορισμό της έννοιας της ακούσιας νοσηλείας θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται τελικά για τη διαδικασία εισαγωγής και παραμονής ενός ψυχικά ασθενούς ατόμου (κατά την έννοια του άρθρου 34 ΠΚ και ιδίως σύμφωνα με τη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νόσων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας του ΠΟΥ) σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας (ΜΨΥ) με σκοπό τη θεραπεία του και βεβαίως χωρίς τη συγκατάθεσή του ιδίου, αλλά ύστερα απόαίτηση περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενων προσώπων και έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης, ειδικώς αιτιολογημένης. Η δε ακούσια νοσηλεία, όπως ορθώς έχει λεχθεί, δεν πρέπει να συγχέεται με τα θεραπευτικά μέτρα ασφαλείας του άρθρου 69 ΠΚ, τα οποία ναι μεν κατατείνουν και πάλι στη θεραπεία του ψυχικά πάσχοντος πλην όμως διαφέρουν ουσιωδώς κατά το ότι έχουν αμιγώς ποινικό ενδιαφέρον, αφού αναφέρονται σε δράστες που τελούν αξιόποινες πράξεις (οι οποίοι όμως κρίνονται ανίκανοι προς καταλογισμό και επομένως η επιβολή οποιασδήποτε ποινής σε αυτούς θα κρινόταν απρόσφορη λόγω της κατάστασής τους).

Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε σε μία σημαντική παρατήρηση: Η διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας του ψυχικά ασθενούς πλαισιώνεται από ειδικούς κανόνες οι οποίοι όπως θα δούμε παρακάτω είναι ιδιαιτέρως αυστηροί και απαιτούν κάθε αυτοτελές τμήμα της διαδικασίας να διενεργείται εντός συγκεκριμένων προθεσμιών. Η παρατήρηση αυτή αναδεικνύει, θαρρώ, τη σοβαρότητα του ζητήματος, ζήτημα το οποίο όπως φαίνεται είναι άμεσα συνυφασμένο με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 57 ΑΚ και στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Άρα αμέσως προκύπτει ότι το ανωτέρω πλέγμα κανόνων και η εφαρμογή τους θα πρέπει να διαπνέονται ως σύνολο από την αρχή της αναλογικότητας. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να εκκινήσει η διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας του ψυχικά ασθενούς, που συνεπάγεται αυτομάτως στέρηση θεμελιωδών ελευθεριών του, θα πρέπει η τελευταία να είναι απολύτως απαραίτητη και να συνιστά μοναδική λύση, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ότι ο ψυχικά ασθενής δεν θα βλάψει τον εαυτό του ή τρίτα πρόσωπα. Σύμφωνη με την ανωτέρω προσέγγιση είναι η απόφαση Winterwerp κατά Ολλανδίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (CASE OF WINTERWERP V. THE NETHERLANDS ECHR 1979), η οποία βέβαια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 παράγραφος 1 περ. (ε) της ΕΣΔΑ (περίπτωση στέρησης ελευθερίας φρενοβλαβούς) απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του αιτούντος.
Όπως προσφυώς αναφέρθηκε παραπάνω, η ακούσια νοσηλεία του ψυχικά ασθενούς ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανόνες και πραγματοποιείται μόνον εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 95 του Ν. 2071/1992 για την εισαγωγή του ασθενούς σε ΜΨΥ πρέπει η (διαπιστωμένη με βάση αντικειμενικές ιατρικές αποδείξεις) ψυχική διαταραχή από την οποία πάσχει είτε να τον καθιστά ανίκανο να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και να πιθανολογείται ευλόγως ότι η έλλειψη νοσηλείας θα έχει ως επακόλουθο τον αποκλεισμό της θεραπείας του ή την επιδείνωση της κατάστασής του, είτε να επιτρέπει την κρίση ότι ο εγκλεισμός του ασθενούς παρίσταται αναγκαίος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος αυτοβλάβης ή βλάβης τρίτων. Επομένως, προκύπτει αμέσως ότι η ψυχική νόσος του ασθενούς απαιτείται από τον νόμο να είναι τέτοιας έντασης ώστε να δικαιολογεί τον εγκλεισμό του σε Μονάδα Ψυχικής Υγείας. Αυτονόητο είναι δε ότι σε περίπτωση που παύσουν να πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει αντίστοιχα να παύει και ο περιορισμός του ασθενούς και ο τελευταίος να αφήνεται ελεύθερος.

Ως προς τη διαδικασία εισαγωγής του ασθενούς στη Μονάδα Ψυχικής Υγείας οι σχετικές διατάξεις είναι σαφέστατες (μέχρις ενός σημείου). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 96 του Ν. 2071/1992 αίτηση για την ακούσια νοσηλεία του ψυχικά ασθενούς προσώπου μπορούν να υποβάλουν περιοριστικά και διαζευκτικά ο σύζυγός του, συγγενείς σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ πλαγίου ως και τον δεύτερο βαθμό, όποιος έχει και ασκεί την επιμέλειά του, διορισμένος από το δικαστήριο επίτροπος ή ο εισαγγελέας αυτεπαγγέλτως. Η αίτηση απευθύνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών του τόπου κατοικίας ή διαμονής του προσώπου που φέρεται στην αίτηση ως ασθενής, ενώ παράλληλα πρέπει να συνοδεύεται απαραιτήτως από αιτιολογημένες γραπτές γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων ή επί αδυναμίας εξεύρεσης δύο ψυχιάτρων, ενός ψυχιάτρου και ενός ιατρού παρεμφερούς ειδικότητας (διευκρινίζεται δε ότι οι γνωμοδοτούντες ιατροί προέρχονται από ειδικό κατάλογο που συντάσσεται ανά διετία από τους κατά τόπους ιατρικούς συλλόγους και δεν πρέπει να τελούν σε σχέση συγγένειας με τον αιτούντα ή το φερόμενο στην αίτηση ως ασθενή. Τέλος, ο εισαγγελέας, αφότου διαπιστώσει τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 95 και εφόσον οι δύο ψυχιατρικές γνωματεύσεις συμφωνούν για την ανάγκη ακούσιας νοσηλείας του ασθενούς, διατάσσει τη μεταφορά του ασθενούς σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας στον τόπο κατοικίας του τελευταίου. Μέχρι το σημείο αυτό το γράμμα του νόμου, όπως ειπώθηκε προηγουμένως, είναι σαφέστατο.
Ερμηνευτικά προβλήματα δημιουργούνται όταν αναρωτηθεί κανείς τι γίνεται σε περίπτωση που οι ιατρικές γνωματεύσεις διαφωνούν ως προς την ανάγκη εισαγωγής του ασθενούς σε ΜΨΥ. Εδώ παρατηρούνται σοβαρά κενά. Ας εξετάσουμε όμως λίγο πιο προσεκτικά τη κακότεχνη διατύπωση του άρθρου 96 παράγραφος 4 εδάφιο β΄ του Ν. 2071/1992: Εάν οι γνωματεύσεις των δύο ιατρών διαφέρουν μεταξύ τους, ο εισαγγελέας, μπορεί να διατάξει τη μεταφορά του φερόμενου ως ασθενή, εισάγει την αίτηση στο πολυμελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού. Επομένως εδώ γεννάται το ερώτημα: Μπορεί πράγματι ο εισαγγελέας να διατάξει, έστω προσωρινά, τη μεταφορά του ασθενούς σε ΜΨΥ χωρίς πρώτα να έχει εκδοθεί απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου επί της υποβληθείσας σε αυτό αιτήσεως; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να είναι είτε θετική είτε αρνητική ανάλογα με την ερμηνευτική προσέγγιση που θα ακολουθηθεί. Πάντως ενόψει της ασάφειας της διάταξης έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς και οι δύο απόψεις. Αν επιλέξουμε να σταθούμε αμιγώς στο γράμμα του νόμου χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο εισαγγελέας έχει πράγματι τη δυνατότητα να διατάξει τη προσωρινή μεταφορά του ασθενούς στη ΜΨΥ, έστω κι αν οι δύο ιατρικές γνωματεύσεις διαφωνούν, έως την έκδοση της απόφασης του πολυμελούς πρωτοδικείου («μπορεί να διατάξει»). Ίσως η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση να ήταν προτιμητέα και από μία άλλη άποψη. Φαίνεται δηλαδή ότι εκτός του ότι αυτή η ερμηνεία συνάδει περισσότερο με το γράμμα του νόμου, εξυπηρετεί επίσης και τον ίδιο τον ασθενή, αλλά και το κοινωνικό σύνολο υπό την έννοια ότι η προσωρινή στέρηση της ελευθερίας του ασθενούς και η συνακόλουθη προσβολή της προσωπικότητάς του ενδεχομένως να αποτελεί αναγκαίο τίμημα προκειμένου να προστατευθούν από τη θέση τους σε κίνδυνο υπέρτερα αγαθά όπως λόγου χάριν η ζωή και η σωματική ακεραιότητα του ασθενούς και των τρίτων προσώπων με τα οποία αυτός συναναστρέφεται. Ένα τελευταίο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης είναι η διαπίστωση ότι από τη στιγμή που υπάρχει έστω μία ιατρική γνωμάτευση που στηρίζεται σε αντικειμενικές ιατρικές αποδείξεις και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ασθενής χρήζει θεραπείας σε ΜΨΥ, μπορεί εύλογα να πιθανολογηθεί ότι πράγματι πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή που καθιστά απαραίτητο τον εγκλεισμό του. Αναμφισβήτητα η ανωτέρω άποψη στηρίζεται σε σοβαρά επιχειρήματα. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι σε περίπτωση που οι δύο ιατρικές γνωματεύσεις διαφωνούν, ο εισαγγελέας δεν δύναται να διατάξει τη μεταφορά του ασθενούς σε ΜΨΥ προτού να εκδοθεί η απόφαση του πολυμελούς πρωτοδικείου που κάνει δεκτή τη σχετική αίτηση. Και παρά το γεγονός ότι η εν λόγω ερμηνευτική προσέγγιση, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, φαίνεται να είναι τελείως conta legem (ο νόμος λέει: «μπορεί να διατάξει»), ωστόσο αν ιδωθεί υπό το πρίσμα του σκοπού του νόμου (που αποτελεί σημαντικό ερμηνευτικό βοηθό όταν το γράμμα οδηγεί σε εσφαλμένα και παράλογα αποτελέσματα), αποδεικνύεται μάλλον η ορθότερη. Και αυτό διότι κατά τελολογική ερμηνεία προκύπτει ότι η ratio των σχετικών διατάξεων και ειδικότερα της απαίτησης να συντάσσονται δύο ιατρικές γνωματεύσεις και όχι μία είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία του προσώπου από αυθαίρετες και εσφαλμένες ιατρικές κρίσεις που μπορούν να οδηγήσουν στη, χωρίς λόγο, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, στέρηση της ελευθερίας του. Αυτό σημαίνει ότι αν έστω και ένας από τους δύο γνωμοδοτούντες διαφωνεί ως προς την ανάγκη νοσηλείας του φερόμενου στην αίτηση ως ασθενούς, ο εισαγγελέας δεν μπορεί να διατάξει την εισαγωγή του σε ΜΨΥ. Ένα δεύτερο επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ αυτής της προσέγγισης είναι η ανάγκη σεβασμού και τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιτάσσει (ιδίως όταν διακυβεύονται θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου όπως η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας) ο εγκλεισμός του ασθενούς να αποτελεί τη μοναδική αποτελεσματική και αναγκαία λύση προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση μεγαλύτερου κινδύνου. Τέλος, ένα τρίτο επιχείρημα που στηρίζει την ορθότητα αυτής της άποψης εστιάζεται στην συστηματική ερμηνεία των ασαφών διατάξεων του Ν. 2071/1992 με τη νέα και σαφή ΑΚ 1687, η οποία εντάσσεται στην ύλη του οικογενειακού δικαίου και ρητώς αναφέρει ότι όταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε Μονάδα Ψυχικής Υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων. Κι αν ακόμη κάποιος αντέτεινε εδώ ότι η εφαρμογή της αρχής της lexspecialis επιτάσσει να δεχθούμε την αινιγματική διατύπωση του Ν.2071/1992, θεωρώ ότι η κακοτεχνία της θα οδηγούσε αναπόφευκτα τον ερμηνευτή στην υιοθέτηση της προσέγγισης του ΑΚ.

Συνοψίζοντας όλα τα προεκτεθέντα και ιδίως ενόψει της σοβαρότητας του ζητήματος, την οποία θέλω να πιστεύω ότι κατάφερα να αναδείξω με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, καθίσταται σαφές ότι η τροποποίηση των διατάξεων που ρυθμίζουν την ακούσια νοσηλεία των ψυχικά ασθενών εις τρόπον ώστε να γίνουν σαφέστερες είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να επιτευχθεί ερμηνευτική βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου. Ίσως δε αυτή η κίνηση να αποτελέσει και το πρώτο βήμα προς ένα αισθητά βελτιωμένο, από νομική άποψη, σύστημα εισαγωγής των ψυχικά νοσούντων σε ΜΨΥ στη χώρα μας που θα λειτουργεί αληθινά με γνώμονα το συμφέρον του ασθενούς και θα εξασφαλίζει την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη θεραπεία του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ειρήνη Καψάλη – Δικηγορικό Γραφείο | ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΚΟΥΣΙΑΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ – ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ, διαθέσιμο εδώ
- Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχιατρική- Δημήτριος Κιούπης, Νομική Βιβλιοθήκη 3η έκδοση εμπλουτισμένη