Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Οι δασμοί αποτελούν ένα από τα παλαιότερα, απλούστερα και γνωστότερα μέσα εμπορικής πολιτικής. Ουσιαστικά, είναι φόροι που επιβάλλονται επί ενός αγαθού (είτε επί της αξίας του είτε επί της ποσότητάς του) που εισάγεται σε μία οικονομία. Κύριοι σκοποί της επιβολής δασμών δεν είναι τόσο η αύξηση των εσόδων του κράτους, όσο η προστασία εγχώριων τομέων παραγωγής και επίτευξης γεωπολιτικών στόχων.
Ένας δασμός επί ενός εισαγόμενου προϊόντος, συνήθως, αυξάνει την τιμή στην οποία αυτό το αγαθό προσφέρεται στους εγχώριους καταναλωτές του, προστατεύοντας κατά αυτόν τον τρόπο τους εγχώριους παραγωγούς της οικονομίας. Μπορούν να πωλήσουν τα προϊόντα τους, είτε σε ανταγωνιστικότερες τιμές από τους αλλοδαπούς ανταγωνιστές, είτε να σημειώσουν υψηλότερα κέρδη από την αύξηση των τιμών, χωρίς να υπάρξει σε αυτούς αύξηση του κόστους. Στον αντίποδα, ο δασμός επιτυγχάνει μείωση της τιμής του αγαθού στη χώρα που το εξάγει, δημιουργώντας πλήγμα στους εξωτερικούς ανταγωνιστές.
Γενικότερα, ο δασμός στρεβλώνει τα κίνητρα παραγωγής και κατανάλωσης, προκαλώντας απώλεια στην αποδοτικότητα. Ωστόσο, μπορεί να αυξήσει το όφελος των όρων εμπορίου, που προκύπτει από τη μείωση της ξένης τιμής. Το όφελος αυτό, όμως, εξαρτάται από την ικανότητα της εκάστοτε χώρας που επιβάλλει δασμό να μειώσει τις ξένες τιμές εξαγωγής. Αν η χώρα δεν μπορεί να επηρεάσει τις διεθνείς τιμές, ο δασμός μειώνει την ευημερία της οικονομίας της, διότι η ημεδαπή οικονομία παράγει πρόσθετες μονάδες του αγαθού, το οποίο θα μπορούσε να αγοράσει φθηνότερα από το εξωτερικό.
Ουσιαστικά, με την επιβολή ενός δασμού δημιουργούνται δύο πηγές απώλειας στην οικονομία. Η μία πηγάζει από τη στρέβλωση στην πλευρά της παραγωγής, καθώς οι εγχώριοι παραγωγοί οδηγούνται να αυξήσουν υπερβολικά την προσφορά τους. Η άλλη προέρχεται από τη στρέβλωση στην πλευρά της κατανάλωσης στην εγχώρια οικονομία, καθώς μειώνεται η κατανάλωση (εννοείται πως αναφερόμαστε σε αγαθά που η ζήτησή τους επηρεάζεται από τα επίπεδα της τιμής). Αυτές οι απώλειες, συνολικά, μπορούν να αντισταθμιστούν από τη μείωση της ξένης τιμής εξαγωγής, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν η οικονομία μπορεί να επηρεάσει τις ξένες τιμές στο παγκόσμιο εμπόριο. Επίσης, σημασία έχει -στη συνολική η εικόνα- το μέγεθος των κρατικών εσόδων από τον δασμό και πόσο αποδοτικά ξοδεύονται από την Κυβέρνηση αυτά τα έσοδα.
Άλλα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η επιβολή ενός δασμού είναι η πυροδότηση ενός εμπορικού πολέμου, καθώς οι εμπορικοί εταίροι μπορεί να θελήσουν να απαντήσουν και να «αντεκδικηθούν» μέσω δικών τους δασμών. Επιπλέον, μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολο μελλοντικά να αρθούν οι δασμοί που πλέον δεν είναι χρήσιμοι λόγω της μεταβολής των οικονομικών συνθηκών, διότι συμβάλλουν στην πολιτική οργάνωση της ομάδας των παραγωγών που ευνοούν. Ουσιαστικά, ενισχύουν μια ομάδα πίεσης στην οικονομία, η οποία μελλοντικά, εφόσον έχει ενδυναμωθεί, θα πιέσει την εκάστοτε Κυβέρνηση να διατηρήσει την εμπορική πολιτική προς όφελός της, αλλά εις βάρος του συνολικής εθνική ευημερίας. Παράλληλα, όσο οι υψηλοί δασμοί διατηρούνται, οι παραγωγοί που δεν ευνοούνται από αυτούς θα βρουν τρόπους να τους αποφύγουν, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους.
Έχοντας εξηγήσει συνοπτικά την επίδραση των δασμών σε μία οικονομία, πάμε να δούμε τη σημερινή περίπτωση των ΗΠΑ. Στις 2 Απριλίου του 2025 (Ημέρα Απελευθέρωσης, όπως την ονόμασε ο Donald Trump), ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασε ένα ευρύ πακέτο υψηλών δασμών σε εισαγόμενα αγαθά, με αφορμή το υψηλό εμπορικό έλλειμμα της αμερικανικής οικονομίας. Η Κυβέρνηση Trump χαρακτήρισε αυτά τα μέτρα «αμοιβαία», υποστηρίζοντας ότι αντικατόπτριζαν και αντιστάθμιζαν τα εμπορικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγές των ΗΠΑ.

Οι αμερικανικές μετοχές έχουν σημειώσει άνοδο μετά το τελευταίο σοκ που προκάλεσαν οι μεγαλύτερες του αναμενόμενου αυξήσεις των δασμών. Οι κύριοι δασμοί που προκύπτουν από τις διαπραγματεύσεις μπορεί να είναι μικρότεροι από τα αρχικά επίπεδα, αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότεροι από ό,τι πριν ο Trump ανέλθει στην εξουσία. Οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν έναν συνολικό μέσο πραγματικό δασμολογικό συντελεστή 18,3% εάν εφαρμοστούν όλες οι ανακοινωθείσες αυξήσεις έως την 1η Αυγούστου. Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι οι αυξήσεις των δασμών πιθανότατα θα οδηγήσουν σε βραδύτερη αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ και σε υψηλότερο πληθωρισμό.
Ιστορικά, αυτός ο συνδυασμός έχει οδηγήσει σε πτώση των αποτιμήσεων της χρηματιστηριακής αγοράς. Ωστόσο, ο συνολικός αντίκτυπος στις αμερικανικές μετοχές θα εξαρτηθεί από τον αντίκτυπο των δασμών στα εταιρικά κέρδη, για τα οποία προς το παρών υπάρχουν θετικές προσδοκίες. Η αισιοδοξία για τα κέρδη των εταιρειών βασίζεται, κυρίως, στο μέγεθος της εγχώριας οικονομίας και στην αντοχή των αμερικανικών εταιρειών σε αύξηση των δασμών ιστορικά, όπως επί Κυβέρνησης Nixon το 1971.
Ο βασικός κίνδυνος για τους επενδυτές είναι ότι η κλίμακα των δασμών του Trump είναι, ενδεχομένως, πιο παρόμοια με τις αυξήσεις των δασμών που παρατηρήθηκαν στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Δεδομένα δείχνουν ότι οι μόνες δύο περιπτώσεις που τα κέρδη μειώθηκαν τόσο πολύ όσο μειώθηκαν κατά τη Μεγάλη Οικονομική Κρίση ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και του 1930.
Οι δασμοί Smoot-Hawley του 1930 και ο ρόλος τους στην πρόκληση της ύφεσης των ΗΠΑ έχουν συζητηθεί εκτενώς. Λιγότερο γνωστοί είναι ο Νόμος περί Δασμών Έκτακτης Ανάγκης του 1921 (αύξηση των δασμών στα γεωργικά προϊόντα) και οι Δασμοί Fordney-McCumber του 1922 (οι οποίοι επηρέασαν ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων). Ως αποτέλεσμα αυτών των μέτρων, ο μέσος δασμός στα δασμολογητέα αγαθά ήταν 38%. Ενώ οποιαδήποτε αιτιότητα είναι δύσκολο να αποδειχθεί, τα κέρδη του S&P μειώθηκαν κατά 61% το 1921 και οι αμερικανικές μετοχές μειώθηκαν κατά 44% από το peak τους στα τέλη του 1919.
Αυτό που είναι επίσης αξιοσημείωτο από τα δασμολογικά μέτρα της δεκαετίας του 1920 και του 1930 είναι ότι οι παγκόσμιες εξαγωγές ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ μειώθηκαν απότομα κατά σχεδόν 3 ποσοστιαίες μονάδες στις αρχές της δεκαετίας του 1920 και περισσότερο από 5% στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ενώ η δομή της οικονομίας των ΗΠΑ έχει σαφώς αλλάξει από τις αρχές του 20ού αιώνα, το παγκόσμιο εμπόριο και η αύξηση των κερδών είναι στενά συνδεδεμένα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Investopedia, The Basics of Tariffs and Trade Barriers, By Brent Radcliffe, διαθέσιμο εδώ