29.1 C
Athens
Πέμπτη, 7 Αυγούστου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΑναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων στην Ελλάδα: Πότε τα δικαστήρια αρνούνται την...

Αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων στην Ελλάδα: Πότε τα δικαστήρια αρνούνται την εκτέλεση


Της Αντωνίας Χόνδρου, 

Η διαιτησία, ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών, έχει παγιωθεί διεθνώς ως ένα εργαλείο που συνδυάζει την ταχύτητα, την ευελιξία. Στην πράξη, όμως, η αποτελεσματικότητα μιας διαιτητικής απόφασης εξαρτάται κυρίως από το αν μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί στο κράτος όπου ο αντίδικος διατηρεί περιουσία. Επομένως, το ζήτημα της εκτελεστότητας καθίσταται κρίσιμο, ιδιαίτερα όταν η απόφαση έχει εκδοθεί σε άλλη χώρα.

Στην Ελλάδα, το βασικό νομικό πλαίσιο για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων είναι η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 2735/1999. Πρόκειται για μία από τις πιο ευρέως αποδεκτές διεθνείς συμβάσεις στον χώρο της ιδιωτικής διεθνούς διαιτησίας. Επιπλέον, το εσωτερικό δίκαιο ρυθμίζει συναφή ζητήματα μέσω του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ειδικά στα άρθρα 903 και επόμενα, καθώς και μέσω του πρόσφατου Νόμου 5016/2023 που αναδιαρθρώνει την ελληνική νομοθεσία περί διαιτησίας.

Η διαδικασία που προβλέπεται στην Ελλάδα για την αναγνώριση και εκτέλεση μιας τέτοιας απόφασης είναι σχετικά απλή, αν και απαιτεί προσοχή στα τυπικά στοιχεία. Ο ενδιαφερόμενος καταθέτει αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται η περιουσία του καθ’ ου ή όπου επιθυμεί να γίνει η εκτέλεση. Η αίτηση συνοδεύεται από το κείμενο της διαιτητικής απόφασης, τη διαιτητική συμφωνία και τις αντίστοιχες μεταφράσεις στα ελληνικά. Παρόλο που η Ελλάδα γενικά σέβεται τις διαιτητικές αποφάσεις, τα δικαστήρια έχουν τη δυνατότητα να αρνηθούν την εκτέλεση σε ορισμένες, περιοριστικά καθορισμένες περιπτώσεις. Αυτοί οι λόγοι προβλέπονται στο άρθρο V της Σύμβασης της Νέας Υόρκης και είναι ενσωματωμένοι στη νομολογία και τη θεωρία του ελληνικού δικαίου.

Πηγή Εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Tingey Injury Law Firm

Ένας από τους πιο συχνά επικαλούμενους λόγους άρνησης είναι η απουσία έγκυρης διαιτητικής συμφωνίας. Αν για παράδειγμα, το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε η απόφαση δεν είχε συναινέσει στη διαιτησία ή η συμφωνία δεν πληρούσε τους απαιτούμενους τύπους (π.χ. δεν ήταν έγγραφη), τότε η απόφαση δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στο αν το πρόσωπο είχε πράγματι τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη διαδικασία και αν κλήθηκε νόμιμα. Ένας δεύτερος λόγος απόρριψης σχετίζεται με την προσβολή της δίκαιης διαδικασίας. Αν η διαδικασία ήταν μονομερής, χωρίς ουσιαστική δυνατότητα υπεράσπισης, ή αν το διάδικο μέρος δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για τη διαδικασία, τότε υπάρχει κίνδυνος να κριθεί ότι η απόφαση αντιβαίνει στις θεμελιώδεις αρχές της δίκαιης δίκης και επομένως να μην εκτελεστεί.

Σημαντική, επίσης, είναι η περίπτωση όπου η διαιτησία υπερέβη την εντολή που της είχε δοθεί. Αν οι διαιτητές έκριναν επί ζητημάτων που δεν είχαν περιληφθεί στη διαιτητική συμφωνία, το ελληνικό δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι πρόκειται για μερική ή ολική υπέρβαση εξουσίας και να αρνηθεί την εκτέλεση. Δεν είναι σπάνιο να εμφανιστεί και το ζήτημα της ακύρωσης της απόφασης στη χώρα προέλευσης. Αν η απόφαση έχει ήδη ακυρωθεί από τα δικαστήρια της χώρας στην οποία εκδόθηκε ή δεν έχει ακόμη καταστεί εκτελεστή εκεί, αυτό μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο και για την εκτέλεσή της στην Ελλάδα.

Ωστόσο, ο πιο ευρύς —και συχνά πιο «ανοιχτός» στην ερμηνεία— λόγος άρνησης είναι η αντίθεση της απόφασης προς τη δημόσια τάξη. Αν το ελληνικό δικαστήριο κρίνει ότι το περιεχόμενο της απόφασης έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις αρχές του ελληνικού δικαίου, μπορεί να απορρίψει την αίτηση. Αυτό μπορεί να αφορά, για παράδειγμα, απόφαση που παραβιάζει συνταγματικά δικαιώματα, που προβλέπει εξοντωτικές ρήτρες ή που στηρίζεται σε αδιαφανείς διαδικασίες.

Η ελληνική νομολογία δείχνει πάντως μία μάλλον ευνοϊκή στάση απέναντι στις διαιτητικές αποφάσεις, τιμώντας τη βούληση των μερών και την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής επίλυσης διαφορών. Υπάρχει μια εμφανής προσπάθεια να περιοριστεί ο έλεγχος μόνο στους τύπους και στα θεμελιώδη δικαιώματα, χωρίς ουσιαστική επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, η επιτυχής εκτέλεση μιας αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης εξαρτάται από την επιμέλεια που έχουν επιδείξει τα μέρη ήδη από τη διατύπωση της διαιτητικής ρήτρας, αλλά και κατά την εξέλιξη της διαδικασίας. Εάν έχουν τηρηθεί οι τύποι, έχει διασφαλιστεί η ακρόαση των μερών και η απόφαση δεν αντιβαίνει στο δημόσιο συμφέρον, τότε κατά κανόνα το ελληνικό δικαστήριο θα τη δεχθεί και θα την εκτελέσει.

Συμπερασματικά, η Ελλάδα είναι γενικά φιλική προς τη διαιτησία, ωστόσο δεν απουσιάζουν οι μηχανισμοί προστασίας από αποφάσεις που εκδόθηκαν με τρόπο που θίγει θεμελιώδεις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Ο νομικός σχεδιασμός, επομένως, έχει ιδιαίτερη σημασία από την αρχή της συμφωνίας έως και το τέλος της εκτέλεσης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Παμπούκης Χ., Διαιτησία, Νομική Βιβλιοθήκη, 2024

  • Νόμος 2735/1999: Κύρωση της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “Για την Αναγνώριση και Εκτέλεση Ξένων Διαιτητικών Αποφάσεων


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αντωνία Χόνδρου
Αντωνία Χόνδρου
Είναι ασκούμενη δικηγόρος και απόφοιτη της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ενασχόληση με το αστικό και εμπορικό δίκαιο. Της αρέσει να συμμετέχει σε συνέδρια νομικού αντικειμένου και να ενημερώνεται για τις τρέχουσες εξελίξεις. Στον ελεύθερο χρόνο της απολαμβάνει τα ταξίδια.