Της Ευγενίας Ζαφείρη,
Η νέα δασμολογική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, που επιβάλλει δασμούς έως και 41% σε εισαγόμενα προϊόντα από δεκάδες χώρες, μεταξύ αυτών η Κίνα, ο Καναδάς, το Μεξικό αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει ήδη αρχίσει να επιδρά σημαντικά στην καθημερινή ζωή των Αμερικανών. Οι επιπτώσεις δεν αποτυπώνονται πλέον μόνο σε γραφήματα και στατιστικές, αλλά γίνονται ορατές στα ράφια των σούπερ-μάρκετ, στα τιμολόγια ενέργειας και στην αγορά εργασίας. Η αύξηση του κόστους ζωής και η επιβράδυνση της αγοράς εργασίας συνθέτουν ένα δυσμενές σκηνικό που απειλεί την οικονομική σταθερότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η επιβολή νέων δασμών από την κυβέρνηση Τραμπ αρχίζει να επηρεάζει τις τιμές βασικών εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών. Τα είδη ένδυσης, παπούτσια και τα υφάσματα ενδέχεται να αυξηθούν κατά έως 38–40 %, ενώ ηλεκτρονικά και μεταλλικά προϊόντα επηρεάζονται με αυξήσεις έως 43 %. Για είδη διατροφής, όπως φρούτα και λαχανικά, η αύξηση εκτιμάται σε περίπου 6–7 %. Η αύξηση αυτή οφείλεται όχι μόνο στους απευθείας δασμούς, αλλά και στο εκτινασσόμενο κόστος μεταφοράς, πρώτων υλών και εξαρτημάτων, που επιβαρύνουν το συνολικό κόστος, τόσο της παραγωγής όσο και της διανομής. Η εφοδιαστική αλυσίδα, ήδη πιεσμένη από τις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας, επιβαρύνεται περαιτέρω με τους δασμούς. Οι επιχειρήσεις, για να αποφύγουν την έκθεση σε υψηλούς δασμούς από εισαγόμενα προϊόντα, αναζητούν εγχώριους προμηθευτές. Ωστόσο, όπως τονίζουν αναλυτές το να αντικαταστήσεις έναν φτηνό προμηθευτή από την Ασία με κάποιον στην εγχώρια αμερικανική αγορά σημαίνει σχεδόν πάντα αύξηση του κόστους παραγωγής του εκάστοτε προϊόντος. Έτσι, το βάρος μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή, με τις τιμές να αυξάνονται οριζόντια.
Παρά το γεγονός ότι τα καύσιμα, όπως βενζίνη και φυσικό αέριο, δεν υπόκεινται άμεσα σε δασμούς, ο εμπορικός πόλεμος έχει πυροδοτήσει δευτερογενείς αυξήσεις κόστους. Τα αυξανόμενα μεταφορικά, τα ανταλλακτικά εξαρτήματα, που υπόκεινται σε υψηλούς δασμούς (όπως σε αλουμίνιο, χάλυβα, μπαταρίες και ηλεκτρονικά), προκαλούν άνοδο στο συνολικό λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων αλλά ακόμη και των νοικοκυριών. Κατά εκτιμήσεις, οι δασμοί μπορούν να αυξήσουν τις τιμές λιανικής βενζίνης κατά 0.30–0.70 $ ανά γαλόνι, ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Για τις μικρές επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, οι λειτουργικές δαπάνες αυξάνονται κατά 6–15%, ειδικά όσες βασίζονται σε εισαγόμενα ανταλλακτικά και πρώτες ύλες. Δεν έχουν το περιθώριο να απορροφήσουν τα επιπλέον κόστη και συχνά τα μετακυλούν στους καταναλωτές, με αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών.
Η αβεβαιότητα που προκαλείται από δασμούς σε εξαρτήματα ενέργειας και υλικά όπως μπαταρίες και ηλιακά panels ωθεί πολλούς κατασκευαστές ενέργειας σε αναβολή ή ακύρωση προγραμμάτων. Ο κλάδος της ηλιακής ενέργειας πλήττεται σοβαρά, καθώς οι εισαγωγές από την Κίνα, που ελέγχει πάνω από το 80% της παραγωγής φωτοβολταϊκών συστημάτων, υπόκεινται σε δασμούς που αυξάνουν το κόστος, οδηγώντας σε μεγάλη καθυστέρηση στις εγκαταστάσεις και ακόμα και στον δισταγμό πελατών. Οι αναλυτές προειδοποιούν, ότι οι διαταραχές στον κλάδο της καθαρής ενέργειας, μπορούν να ανακόψουν την πρόοδο στην ενεργειακή μετάβαση των ΗΠΑ και να αυξήσουν τη χρήση φυσικού αερίου και άλλων ορυκτών καυσίμων μακροπρόθεσμα. Οι δασμοί έχουν δημιουργήσει ένα έδαφος αβεβαιότητας, παγώνοντας νέες επενδύσεις, καθυστερώντας έργα και αυξάνοντας τις τιμές όλων των τύπων ενέργειας και για καταναλωτές και για βιομηχανίες.
Οι καταναλωτές βιώνουν όλες αυτές τις οικονομικές πιέσεις στην τσέπη τους. Η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών έχει κλονιστεί, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα μειώνεται και η πρόσβαση σε βασικά αγαθά καθίσταται ολοένα δυσκολότερη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, το καταναλωτικό κλίμα παρουσιάζει έντονη πτώση, αντανακλώντας την αυξανόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον και τη γενικευμένη αίσθηση οικονομικής ανασφάλειας που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η μέση οικογένεια στις ΗΠΑ αναμένεται να χάσει 2.400 δολάρια ετησίως λόγω της συνολικής επίδρασης των δασμών, κυρίως από αυξήσεις τιμών σε βασικά αγαθά. Οι απόψεις των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική τους κατάσταση έπεσαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009, τότε που η αμερικανική οικονομία βρισκόταν σε βαθιά ύφεση λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων.

Παράλληλα με την ακρίβεια, η αμερικανική αγορά εργασίας στέλνει επίσης προειδοποιητικά μηνύματα. Τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ για τον Ιούλιο του 2025 δείχνουν πως δημιουργήθηκαν μόλις 73.000 νέες θέσεις εργασίας, πολύ κάτω από τις προβλεπόμενες που είναι περίπου στις 130.000 με 160.000. Εντονότερο είναι το ανησυχητικό εύρημα της αναθεώρησης των στοιχείων των δύο προηγούμενων μηνών, τα οποία δείχνουν την αφαίρεση συνολικά 258.000 θέσεων εργασίας, γεγονός που αποκαλύπτει μια ήδη επιβραδυνόμενη αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε στο 4,2% από 4,0%, διακόπτοντας την περίοδο σχετικής σταθερότητας που είχε διαρκέσει σχεδόν έναν χρόνο. Οι τομείς που πλήττονται περισσότερο είναι όσοι εξαρτώνται από εισαγόμενες πρώτες ύλες, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και τα ηλεκτρονικά είδη. Οι εργοδότες αναφέρουν, πως το αυξημένο κόστος λόγω των δασμών έχει μειώσει τα περιθώρια κέρδους, περιορίζοντας την προθυμία τους για νέες προσλήψεις. Πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις έχουν «παγώσει» τις προσλήψεις, μειώνουν τις υπερωρίες ή ακόμη προχωρούν σε απολύσεις. Μεγάλες εταιρείες όπως η General Motors ανακοινώνουν επανεξέταση των επενδυτικών τους πλάνων, ενώ η Walmart έχει ήδη μειώσει προσωπικό σε αποθήκες με μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενα αγαθά. Ο τεχνολογικός τομέας, αντιμετωπίζει πλέον αρκετά σημαντικά προβλήματα, καθώς τα εξαρτήματα από χώρες όπως η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα υπόκεινται σε υψηλότερους δασμούς κάτι που αυξάνει δραματικά το κόστος κατασκευής των προϊόντων.
Η πίεση στην αγορά εργασίας και η αύξηση του κόστους ζωής δεν λειτουργούν ανεξάρτητα. Οι εργαζόμενοι, αντιμετωπίζοντας αβεβαιότητα για το μέλλον και λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα, περιορίζουν τις καταναλωτικές τους δαπάνες. Αυτό επηρεάζει αλυσιδωτά το λιανεμπόριο, την εστίαση, τις υπηρεσίες αναψυχής και άλλους τομείς που βασίζονται στη ζήτηση καταναλωτών. Η Washington Post περιγράφει αυτή την κατάσταση ως «φαύλο κύκλο καταναλωτικής κόπωσης και εργοδοτικής επιφύλαξης», όπου η δυσπιστία και η οικονομική ανασφάλεια τροφοδοτούν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα περαιτέρω επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υπερασπίζεται τους δασμούς ως αναγκαίο εργαλείο για την επαναφορά της βιομηχανικής κυριαρχίας των ΗΠΑ. Ωστόσο, η άμεση πραγματικότητα για πολλούς εκατομμύρια εργαζόμενους και νοικοκυριά είναι διαφορετική: υψηλότερες τιμές σε βασικά αγαθά, αυξημένο ενεργειακό κόστος, περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης και ένα αβέβαιο μέλλον. Ο λογαριασμός των δασμών πληρώνεται καθημερινά από τους καταναλωτές και τους εργαζόμενους, δημιουργώντας προκλήσεις που θα απαιτήσουν προσεκτικό σχεδιασμό και πολιτικές προσαρμογής για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- US employers slash hiring as Trump advances a punishing trade agenda, The Associated Press, διαθέσιμο εδώ
- Potential impact of Trump tariffs on jobs, inflation sends US consumer sentiment plunging, KUTV CBS 2, διαθέσιμο εδώ
- ΗΠΑ: Κοντά σε ιστορικό χαμηλό το καταναλωτικό κλίμα τον Μάιο, Reporter.gr, διαθέσιμο εδώ
- China dominates solar. Trump tariffs target China. For US solar industry, that means higher costs, The Associated Press, διαθέσιμο εδώ
- How New Tariffs Could Reshape U.S. Energy Costs and Reliability, Stanwich Energy, διαθέσιμο εδώ
- What consumers can expect from import taxes as the US sets new tariff rates, The Associated Press, διαθέσιμο εδώ
- Trump’s New Tariffs Could Cost Households $2,400 This Year, Analysis Finds, Forbes, διαθέσιμο εδώ
- Trump’s tariff deadline: Six experts weigh in, The Washington Post, διαθέσιμο εδώ