Του Ελευθέριου Χονδρού,
Η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια νέα φάση γεωοικονομικής ανακατάταξης, καθώς η στρατηγική των κυρώσεων αποκτά και πάλι κυρίαρχο ρόλο στην αναχαίτιση του ρωσικού πολεμικού μηχανισμού. Η πρόσφατη πρόταση του Ουκρανού συμβούλου Αντρίι Γερμάκ για την επιβολή δευτερογενών κυρώσεων κατά των εμπορικών εταίρων της Ρωσίας συνιστά μια οικονομική παρέμβαση με πιθανές παγκόσμιες αναταράξεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες καλούνται πλέον όχι μόνο να ενισχύσουν τις υφιστάμενες κυρώσεις, αλλά και να αναδομήσουν το δίκτυο των παγκόσμιων εμπορικών ροών, ενόψει μιας νέας φάσης αποσύνδεσης από τη ρωσική ενεργειακή εξάρτηση.
Σύμφωνα με τον Γερμάκ, η ρωσική οικονομία έχει καταστεί υπερβολικά εξαρτημένη από τις εξαγωγές ενέργειας, κυρίως προς την Κίνα και την Ινδία. Οι αναφορές σε κατάρρευση της σιδηροδρομικής ικανότητας εντός Ρωσίας ενισχύουν την εικόνα μιας οικονομίας υπό πίεση, η οποία δεν έχει πλέον τους εσωτερικούς μηχανισμούς να ανακάμψει. Η απομείωση της εσωτερικής μεταφορικής δυναμικής συνδέεται άμεσα με μειωμένη βιομηχανική παραγωγή, διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και αύξηση του κόστους για τις ρωσικές επιχειρήσεις. Όλα αυτά συνθέτουν μια σκηνή βαθειάς νομισματικής αποσταθεροποίησης.
Η επιβολή δευτερογενών κυρώσεων, δηλαδή μέτρων κατά τρίτων χωρών που συνεργάζονται οικονομικά με τη Ρωσία, αποτελεί την επόμενη φάση οικονομικής απομόνωσης. Οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες σήμερα συγκαταλέγονται στους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κυρώσεις που αφορούν πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, διατραπεζικές υπηρεσίες (SWIFT) και δολαριακές συναλλαγές. Οι εν δυνάμει συνέπειες είναι τεράστιες: ανακατεύθυνση του παγκόσμιου εμπορίου ενέργειας, ανατίμηση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου και πιέσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναδυόμενων αγορών.
Το γεωοικονομικό σκηνικό περιπλέκεται περαιτέρω από την προσωρινή διακοπή λειτουργίας κρίσιμων ρωσικών και ουκρανικών αεροδρομίων λόγω drone strikes. Οι συνέπειες δεν είναι μόνο στρατιωτικής φύσης: η αστάθεια δημιουργεί αυξημένα ασφάλιστρα για τις μεταφορές, περιορισμό του διασυνοριακού εμπορίου και διαταραχή στα logistics μεγάλων εταιρειών. Επιπλέον, οι επαναλαμβανόμενες επιθέσεις σε εγκαταστάσεις, όπως το πετρελαϊκό αποθετήριο στο Σότσι, δημιουργούν επιπρόσθετο ρίσκο στις τιμές του πετρελαίου, καθιστώντας τη Ρωσία ακόμη πιο επισφαλή εμπορικό εταίρο για τις ασιατικές αγορές.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, η ενεργοποίηση της πυρηνικής στρατηγικής, μέσω της μετακίνησης υποβρυχίων, εντείνει τις γεωπολιτικές εντάσεις και ενισχύει το λεγόμενο “risk-off” κλίμα στις αγορές. Η τάση αυτή οδηγεί σε αναζήτηση ασφαλών καταφυγίων, όπως τα κρατικά ομόλογα ΗΠΑ, πιέζοντας τις αποδόσεις προς τα κάτω, αλλά ενισχύοντας ταυτόχρονα το δολάριο. Αυτή η ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος ασκεί επιπλέον πίεση στις αναδυόμενες αγορές που έχουν εκτεταμένες υποχρεώσεις σε δολάρια.
Η διαφαινόμενη στρατηγική του Ντόναλντ Τραμπ για κυρώσεις συνοδεύεται από μια χρονικά οριοθετημένη απειλή: δίνεται διορία 10 ημερών προς τη Ρωσία να αποδεχθεί κατάπαυση του πυρός. Εφόσον αυτή η απειλή υλοποιηθεί, ενδέχεται να προκαλέσει συστημικό σοκ στις παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων. Οι ρωσικές εξαγωγές ενέργειας, πρώτων υλών και μετάλλων θα μπορούσαν να περιοριστούν περαιτέρω, επηρεάζοντας αρνητικά τις βιομηχανίες υψηλής ενεργειακής έντασης, ειδικά στην Ασία.
Από την πλευρά της, η Ουκρανία εξακολουθεί να υφίσταται υλικές καταστροφές που συνεπάγονται βαρύ οικονομικό κόστος: καταστροφή κατοικιών, δημόσιων υποδομών, ενεργειακού δικτύου. Οι ανάγκες για ανοικοδόμηση μεσοπρόθεσμα υπολογίζονται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, με την παροχή διεθνούς χρηματοδότησης να παραμένει κρίσιμος παράγοντας για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση της ουκρανικής οικονομίας.
Η συνεχιζόμενη εμπόλεμη κατάσταση επιφέρει αστάθεια και στον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ρωσίας. Το ρούβλι βρίσκεται υπό συνεχή πίεση, η εκροή κεφαλαίων συνεχίζεται και η πρόσβαση σε διεθνή κεφάλαια έχει σχεδόν αποκλειστεί. Η κρατική χρηματοδότηση του πολέμου επιβαρύνει το δημόσιο χρέος, ενώ η ανάγκη για διατήρηση κοινωνικών δαπανών οδηγεί σε πληθωριστικές πιέσεις. Αυτό το περιβάλλον περιορίζει τις προοπτικές για ιδιωτικές επενδύσεις και επιταχύνει τη μαζική αποεπένδυση.
Η ρωσική οικονομία, σύμφωνα με διεθνείς εκτιμήσεις, παρουσιάζει συμπτώματα στασιμότητας, με το πραγματικό ΑΕΠ να διατηρείται τεχνητά μέσω κρατικών δαπανών. Οι κυρώσεις έχουν μετατοπίσει τον εξωτερικό προσανατολισμό της οικονομίας, καθιστώντας την περισσότερο εξαρτημένη από την Ασία. Ωστόσο, οι ενδεχόμενες δευτερογενείς κυρώσεις θα μπορούσαν να απομονώσουν τη Μόσχα και από αυτή την αναπροσαρμοσμένη εμπορική σφαίρα, επιφέροντας ριζική αλλαγή στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.
Η διεθνής επενδυτική κοινότητα παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις. Το ενδεχόμενο διεύρυνσης των κυρώσεων δημιουργεί προβληματισμό σε εταιρείες logistics, ασφαλιστικούς ομίλους, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις που αναζητούν εναλλακτικές πηγές πρώτων υλών. Ήδη καταγράφεται αυξημένη δραστηριότητα στο LNG και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ως μέρος της στρατηγικής απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια.
Σε μια εποχή που οι πόλεμοι κερδίζονται και χάνονται στις αγορές, η σύγκρουση στην Ουκρανία αποκτά ολοένα και περισσότερο χαρακτηριστικά οικονομικής αντιπαράθεσης. Είτε μέσω δευτερογενών κυρώσεων, είτε μέσω στρατηγικών περιορισμού της ρευστότητας της Ρωσίας, η οικονομία αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα της σύρραξης. Το τίμημα αυτής της πολιτικής επιλογής θα καθορίσει, όχι μόνο το μέλλον της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά και τις νέες ισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ukraine urges Trump admin to ‘strangle’ Russian economy amid nuclear tensions, ABC News, διαθέσιμο εδώ