Της Ραφαηλίας Γρόσιου,
Η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας συνιστά έναν ακρογωνιαίο λίθο για τη σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς εκφράζει τη βαθύτερη πολιτική και θεσμική ολοκλήρωση των κρατών-μελών. Εισήχθη επισήμως με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και αποτελεί σήμερα θεμελιώδη διάσταση της συμμετοχής των πολιτών στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Βάσει του άρθρου 20 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), κάθε πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια ενός κράτους μέλους αναγνωρίζεται αυτομάτως και ως πολίτης της Ένωσης. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν υποκαθιστά την εθνική, αλλά λειτουργεί συμπληρωματικά και παράλληλα, διαμορφώνοντας ένα διευρυμένο σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για τα άτομα.
Η απόκτηση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας δεν απαιτεί ξεχωριστή διαδικασία ή αίτηση· είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδιότητα του πολίτη κράτους μέλους της Ένωσης. Συνεπώς, ο χαρακτήρας της είναι παρακολούθημα της εθνικής ιθαγένειας, γεγονός που αναδεικνύει τη στενή συνάρτηση μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου. Η κατοχύρωση των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα θεμελιώνεται σε σειρά άρθρων των ευρωπαϊκών συνθηκών, τα οποία προσδίδουν συγκεκριμένες αρμοδιότητες και δυνατότητες στους πολίτες.
Μεταξύ των σημαντικότερων δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια περιλαμβάνονται, κατ’ αρχάς, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Το δικαίωμα αυτό επιτρέπει στους πολίτες να ζουν, να εργάζονται, να σπουδάζουν ή να αναζητούν ευκαιρίες σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, υπό ίσους όρους. Επιπλέον, το άρθρο 22 ΣΛΕΕ κατοχυρώνει το δικαίωμα συμμετοχής στις δημοτικές εκλογές και στις ευρωεκλογές στο κράτος μέλος διαμονής, υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους.
Άλλο θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεί η προστασία μέσω των διπλωματικών και προξενικών αρχών άλλων κρατών μελών, σε περίπτωση που το κράτος του πολίτη δεν εκπροσωπείται σε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 23 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και να υποβάλλουν αιτήματα ή αναφορές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 24 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 15 ΣΛΕΕ θεσπίζει, τέλος, το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ενισχύοντας τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.

Η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία απέκτησε δεσμευτική νομική ισχύ με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, συμπληρώνει το παραπάνω ρυθμιστικό πλαίσιο. Κατοχυρώνει θεμελιώδεις αρχές, όπως η αρχή της ίσης μεταχείρισης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, η ελευθερία της έκφρασης και της θρησκευτικής πίστης, αλλά και κοινωνικά δικαιώματα, συμβάλλοντας στην εδραίωση ενός ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Παρά ταύτα, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν αναγνωρίζεται ως αυτόνομη νομική προσωπικότητα ανεξάρτητα από την εθνική ιθαγένεια. Η διατήρηση ή η απώλειά της εξαρτάται από την ύπαρξη ή απώλεια της εθνικής ιθαγένειας. Εξαιτίας αυτής της εξάρτησης, τα κράτη μέλη διατηρούν την κυριαρχία τους όσον αφορά τις προϋποθέσεις απόκτησης ή στέρησης της ιθαγένειας, γεγονός που αναδεικνύει τη διαρκή ανάγκη για εναρμόνιση και συντονισμό εντός του ενωσιακού πλαισίου.
Επιπλέον, η ισχύς των κοινωνικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι απόλυτη, καθώς υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, κυρίως με στόχο την αποφυγή κατάχρησης των εθνικών συστημάτων πρόνοιας. Το ενωσιακό δίκαιο δεν επιδιώκει την πλήρη εναρμόνιση των κοινωνικών συστημάτων, αλλά προωθεί την αλληλεγγύη και την κινητικότητα των πολιτών με υπευθυνότητα.
Συνοψίζοντας, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια αποτελεί έναν ζωντανό και δυναμικό θεσμό που προάγει την ενότητα, τη συμμετοχή και την κινητικότητα εντός της Ένωσης. Ενισχύει τη συλλογική ευρωπαϊκή ταυτότητα, χωρίς να αναιρεί την εθνική, και προσφέρει ένα συνεκτικό πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η διαρκής αναβάθμιση της έννοιας αυτής συνιστά απαραίτητο βήμα για την εμβάθυνση της πολιτικής, κοινωνικής και θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης.
Η ύπαρξη της ευρωπαϊκής ιθαγένειας συμβάλλει επίσης στην εδραίωση της ευρωπαϊκής συνείδησης, ενισχύοντας το αίσθημα του ανήκειν σε μία κοινότητα αξιών και δικαιωμάτων. Οι πολίτες δεν είναι πλέον απλοί υπήκοοι των κρατών τους, αλλά ενεργά μέλη μιας υπερεθνικής οντότητας, με δυνατότητα παρέμβασης και λόγου στη διαμόρφωση της ενωσιακής πολιτικής. Το γεγονός ότι οι πολίτες της Ένωσης μπορούν να απευθυνθούν απευθείας στα ευρωπαϊκά όργανα ή να κινηθούν νομικά κατά της παραβίασης των δικαιωμάτων τους καταδεικνύει τη σημασία της ιθαγένειας ως εργαλείου συμμετοχής και προστασίας.
Επιπλέον, η ευρωπαϊκή ιθαγένεια έχει εκπαιδευτική διάσταση. Μέσα από προγράμματα όπως το Erasmus+, ενισχύεται η ανταλλαγή φοιτητών και εκπαιδευτικών, προωθώντας τη διαπολιτισμική κατανόηση και την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Οι νέοι πολίτες αποκτούν εμπειρίες πέρα από τα σύνορα των κρατών τους, γεγονός που ενισχύει την αλληλεγγύη και την ανεκτικότητα.
Τέλος, η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για τη βελτίωση των εθνικών συστημάτων και θεσμών. Η ύπαρξη κοινών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προωθεί την υιοθέτηση καλύτερων πρακτικών σε τομείς όπως η δικαιοσύνη, η διαφάνεια και η διοικητική αποτελεσματικότητα. Η ευρωπαϊκή διάσταση της ιθαγένειας δεν αναιρεί την εθνική κυριαρχία αλλά προσθέτει υπερεθνική αξία, προωθώντας ένα κοινό όραμα για ένα ειρηνικό, δημοκρατικό και βιώσιμο μέλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου (2021), Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκουλα