Της Αλεξάνδρας Βαλληνδρά,
Έντονος διάλογος έχει γίνει τους τελευταίους μήνες αναφορικά με το ζήτημα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, ήτοι των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Ελληνικών Δικαστηρίων (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου). Η σχετική συζήτηση δεν είναι καινούργια, καθώς έχει απασχολήσει ανά τους χρόνους μεγάλο αριθμό νομικών, ενώ παρουσιάζει προεκτάσεις και στο χώρο της πολιτικής. Επανήλθε δε στο προσκήνιο πρόσφατα, κατόπιν της ψήφισης του Ν. 5123/2024, που εισάγει καινοτομίες στον παραδοσιακό τρόπο επιλογής των δικαστών που θα καλύψουν τις εν λόγω θέσεις, όπως αυτός κατοχυρώνεται στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 90 του ελληνικού Συντάγματος.
Αφορμή, μάλιστα, για να ενταθούν ακόμη περισσότερο οι συναφείς συγκρούσεις και οι διαφωνίες, υπήρξε ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων επί του ζητήματος, η οποία δεν έμεινε χωρίς απάντηση, αφού ο Υπ. Δικαιοσύνης κ. Φλωρίδης δεν δίστασε να έρθει σε ευθεία αντίθεση με τους προβληματισμούς που εξέθεσαν οι δικαστές. Κρίσιμο θα ήταν, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου να επιχειρηθεί μία συνοπτική κατά το δυνατόν θεώρηση του ισχύοντος συστήματος επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, τα πορίσματα της οποίας θα μπορούσαν ενδεχομένως να δώσουν λύση στις προαναφερθείσες διαφωνίες.
Θαρρώ πως είναι ορθότερο μεθοδολογικά η ανάλυσή μας να ξεκινήσει από τη συνοπτική παρουσίαση των συνταγματικών διατάξεων που ορίζουν τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης (δηλαδή όπως είπαμε των Προέδρων και Αντιπροέδρων των ανωτάτων ελληνικών δικαστηρίων) απολαύει συνταγματικής κατοχύρωσης και συγκεκριμένα περιγράφεται αναλυτικά στο άρθρο 90 παράγραφοι 5 και 6 του Συντάγματος. Ειδικότερα, η παράγραφος 5 ορίζει ότι η προαγωγή στη θέση του Προέδρου και Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου γίνεται μέσω της έκδοσης προεδρικού διατάγματος (δηλαδή κανονιστικής διοικητικής πράξης), κατόπιν σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Επομένως, το ίδιο το Σύνταγμα δίνει στην εκάστοτε Κυβέρνηση την εξουσία να επιλέγει κατά διακριτική ευχέρεια τα πρόσωπα που θα προάγονται στις υπό εξέταση θέσεις. Μάλιστα, όπως ρητώς αναφέρει η επόμενη παράγραφος του ίδιου άρθρου, η όποια απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η ratio της εν λόγω διάταξης είναι μάλλον η αντιμετώπιση της δυσπιστίας απέναντι στο σώμα των δικαστών που έχει εκφρασθεί από πολλούς θεωρητικούς, το οποίο, όπως υποστηρίζουν, στερείται λαϊκής νομιμοποίησης (μνημονεύω εδώ τη γνωστή έκφραση ‘’Les juges ne sont que la bouche qui prononce les paroles de la loi’’ που αποδίδεται στον Montesquieu).
Εδώ, βεβαίως, γεννώνται πολλά ερωτήματα, όπως το αν πράγματι οι δικαστές στερούνται λαϊκής νομιμοποίησης και ιδίως το αν, μήπως, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα του λειτουργήματός τους η έλλειψη της λαϊκής νομιμοποίησης, όπως αυτοί την νοούν είναι απαραίτητο και αναγκαίο τίμημα προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία τους, αίτημα θεμελιώδες για την εξυπηρέτηση τόσο της αρχής του κράτους δικαίου όσο και της ίδιας της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας (νοούμενης όχι ως κυριαρχίας αυθαίρετων πλειοψηφιών, αλλά ως ουσιαστικής δημοκρατίας στο πλαίσιο της οποίας καθένας ανεξαρτήτως προϋποθέσεων έχει εξασφαλισμένα δικαιώματα, τα οποία μπορεί να προστατεύσει προσφεύγοντας στη δικαιοσύνη).
Η επίμαχη διάταξη, όπως είναι φυσικό, έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις κατά καιρούς, ιδίως από τους συνταγματολόγους, αλλά και τους ίδιους τους δικαστές, με το βασικό και ορθό, κατά τη γνώμη μου, επιχείρημα ότι παρέχοντας στην εκτελεστική εξουσία απόλυτη διακριτική ευχέρεια στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης επιτρέπει μία απαράδεκτη διασταύρωση των εξουσιών και μία υπέρμετρη επέμβαση των κυβερνήσεων (που αποτελεί κοινό τόπο ότι δρουν πάντοτε προς εξυπηρέτηση συμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων του κοινωνικού συνόλου). Όλα τα παραπάνω βεβαίως, συνοδεύονται από ένα μεγάλο κόστος: Προϋποθέτουν και ταυτόχρονα οδηγούν σε μεγάλα πλήγματα στην ανεξαρτησία των δικαστών, που όπως εκθέσαμε προηγουμένως αποτελεί βασική και αυτονόητη προϋπόθεση του κράτους δικαίου.
Ευλόγως, λοιπόν, μπορεί να υποτεθεί ότι ένας ανώτατος δικαστής (ο οποίος ασφαλώς και επιθυμεί την προαγωγή του) έχοντας πάντοτε κατά νου ότι η τελευταία εξαρτάται από την απόφαση της κυβέρνησης, θα προσπαθήσει κατά το δυνατόν οι αποφάσεις του, αν όχι να δικαιώνουν καταφανώς την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, έστω να λειτουργούν εμμέσως προς το συμφέρον της. Βεβαίως, εδώ θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ένας δικαστής, ο οποίος δεν είναι αδέκαστος και εμπρός στο δέλεαρ μίας προαγωγής είναι διατεθειμένος να αγνοήσει βασικούς κανόνες του λειτουργήματός του δεν αποτελεί πρότυπο δικαστή.
Ωστόσο, η απάντηση σε αυτό το επιχείρημα είναι ότι μία ρεαλιστική και πραγματιστική θεώρηση της συμπεριφοράς των δικαστών επιτρέπει ευχερώς να διαπιστωθεί ότι, δυστυχώς, οι δικαστές αυτής της κατηγορίας είναι ένα είδος που δεν εκλείπει ποτέ, αλλά και ότι το ζήτημα που εξετάζουμε είναι πάντοτε επίκαιρο.

Οι έντονες αντιρρήσεις που προβλήθηκαν σχετικά με το σύστημα επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης που υιοθετείται από το Σύνταγμα, αλλά και οι εναλλακτικές που προτάθηκαν οδήγησαν σε συζητήσεις για την αλλαγή του επίμαχου άρθρου ενόψει της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε (ή ίσως υποτίθεται ότι έγινε) ένα πρώτο βήμα με την ψήφιση του Ν.5123/2024 (ύστερα από ευρωπαϊκές παροτρύνσεις), που κατ’ ουσίαν εξασφαλίζει στις Ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων γνωμοδοτικό ρόλο ως προς την αρχική επιλογή των προσώπων που οι ίδιοι οι δικαστές επιθυμούν να αναλάβουν τις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του εκάστοτε δικαστηρίου.
Εν συνεχεία, η επιλογή των προσώπων, που γίνεται με μυστική ψηφοφορία, κατατίθεται ως πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο βεβαίως εξακολουθεί να έχει τον τελευταίο λόγο, χωρίς να δεσμεύεται από τη γνώμη που διατυπώθηκε από τις Ολομέλειες των δικαστηρίων. Φαίνεται, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως ότι η διάταξη επιχειρεί να θεσμοθετήσει τη συμμετοχή των ίδιων των δικαστών στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης με στόχο την ενίσχυση της θεσμικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Αυτονόητο, βεβαίως, είναι ότι δεν δίνει τελικά καμία ουσιαστική λύση στο πρόβλημα, το οποίο εξακολουθεί να υφίσταται καθότι η προαγωγή των δικαστών στις υπό εξέταση θέσεις εξακολουθεί να εξαρτάται αποκλειστικά από την απόφαση της κυβέρνησης, ενώ ο ρόλος των δικαστών είναι μάλλον καθαρά επικουρικός.
Θα μπορούσε, βέβαια ίσως, να υποστηριχθεί ότι η εξασφάλιση γνωμοδοτικής αρμοδιότητας στους δικαστές δύναται να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης στην κυβέρνηση, η οποία θα οδηγηθεί σε μία επιλογή που κατά το δυνατόν θα εναρμονίζεται προς τις υποδείξεις τους. Εντούτοις, στην πραγματικότητα παρατηρείται το ακριβώς αντίθετο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρόσφατης επικαιρότητας είναι εκείνο στο οποίο στάθηκε και η ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων αιτούμενη να γίνεται σεβαστή από το Υπουργικό Συμβούλιο η απόφαση της Ολομέλειας του εκάστοτε ανωτάτου δικαστηρίου, εις τρόπον ώστε να αποκτήσει ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο η νομοθετική διάταξη που επιτρέπει για πρώτη φορά την έκφραση της βούλησης του ίδιου του Δικαστικού Σώματος στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Αφορμή για την εν λόγω ανακοίνωση στάθηκε η πλήρης περιφρόνηση από την κυβέρνηση της πρότασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τα πρόσωπα που θα αναλάβουν τις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων του ανωτάτου δικαστηρίου, καθώς εν τέλει δεν επελέγη από το Υπουργικό Συμβούλιο κανείς από τους προταθέντες.
Όπως δε τονίζεται με ενάργεια στην ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων, Αρεοπαγίτες εγνωσμένου κύρους και ήθους που χαίρουν εκτίμησης από όλον τον νομικό κόσμο, με άρτια νομική κατάρτιση, πρωτεύσαντες στην εκλογική διαδικασία μεταξύ των μελών του δικαστηρίου, δεν κρίθηκαν ικανοί να καταλάβουν καμία από τις 8 θέσεις Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου που κενώθηκαν.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα χρόνιο θεσμικό πρόβλημα, το οποίο βεβαίως δεν μπορεί να λυθεί με τη θέσπιση ανούσιων διατάξεων, οι οποίες θεωρητικά μόνο περιορίζουν την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, αφού το τελευταίο έχει και πάλι τη δυνατότητα να απόσχει από την οποιαδήποτε γνωμοδότηση και να αποφασίσει κατά βούληση.
Ο δε Υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, αντέδρασε έντονα στην ανακοίνωση της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι: Δεν θα πάμε από κράτος συντεταγμένης Πολιτείας σε κράτος δικαστών, προσθέτοντας ότι η αυτονόμηση της δικαστικής εξουσίας οδηγεί σε καθεστώς που δεν έχει καμία σχέση με τη δημοκρατία. Η άποψη αυτή, ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει μία διαστρεβλωμένη εικόνα της επιτρεπτής διασταύρωσης των εξουσιών και δεν αντιλαμβάνεται τη βασική παραδοχή ότι η αυτονόμηση και ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας όχι μόνο έχει σχέση με τη δημοκρατία, αλλά συνιστά θεμελιώδη και αυτονόητη προϋπόθεση της.
Καταλήγω, τονίζοντας στο πνεύμα της ανακοίνωσης της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών, ότι η θέσπιση νομοθετικών διατάξεων που αξιοποιούνται ανάλογα με το αν το αποτέλεσμα συμβαδίζει με τις κυβερνητικές επιλογές δεν μπορεί να δώσει καμία λύση στο πρόβλημα. Αντιθέτως, το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ώριμα και προσεκτικά. Αυτό συνεπάγεται αυτοπεριορισμό της εκτελεστικής εξουσίας, δεσμευτικότητα (έστω μερική) των γνωμοδοτήσεων των Ολομελειών και εξασφάλιση με κάθε τρόπο της ανεξαρτησίας των δικαστών στο μέγιστο δυνατό βαθμό, που θα οδηγήσουν σε μία πραγματική και όχι κατ’ επίφαση δημοκρατία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων προς κυβέρνηση: «Να γίνει σεβαστή η εκλογή των δικαστών για την ηγεσία του Αρείου Πάγου», kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Σύγκρουση Φλωρίδη — Ενωσης Δικαστών για την εκλογή ηγεσίας στα ανώτατα δικαστήρια, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, huffingtonpost.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης: αλυσιτελείς νομοθετικές παρεμβάσεις και η αναθεωρητική προοπτική, nomarchia.gr, διαθέσιμο εδώ