Του Ελευθέριου Χονδρού,
Η Ελβετία, μια χώρα σύμβολο σταθερότητας και οικονομικής ανθεκτικότητας στην καρδιά της Ευρώπης, βιώνει αυτές τις ημέρες έναν διπλωματικό και εμπορικό σεισμό. Η ξαφνική ανακοίνωση της κυβέρνησης Τραμπ για την επιβολή δασμών ύψους 39% στις ελβετικές εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, την υψηλότερη δασμολογική επιβάρυνση που έχει ποτέ επιβληθεί σε ευρωπαϊκή χώρα, συντάραξε όχι μόνο τη Βέρνη, αλλά και ολόκληρη την ήπειρο. Πέρα από το ελβετικό σοκ, το ζήτημα αγγίζει ευρύτερες αρχές του διεθνούς εμπορίου και την εύθραυστη φύση των διατλαντικών σχέσεων στον 21ο αιώνα.
Η απόφαση αυτή, η οποία τοποθετεί την Ελβετία στην τέταρτη θέση παγκοσμίως μεταξύ των χωρών με τους υψηλότερους αμερικανικούς δασμούς, πίσω μόνο από τη Συρία, το Λάος και τη Μιανμάρ, προκάλεσε όχι μόνο απογοήτευση αλλά και βαθιά σύγχυση. Η χρονική συγκυρία —λίγες μόνο ώρες πριν την έναρξη της ελβετικής Εθνικής Εορτής, την 1η Αυγούστου— προσέδωσε έναν σχεδόν συμβολικό χαρακτήρα στο χτύπημα. Αντί για εορτασμούς υπερηφάνειας και ανεξαρτησίας, η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια από τις πιο σκληρές εξωτερικές οικονομικές προκλήσεις στην ιστορία της.
Η ειρωνεία είναι διπλή: μόλις δύο μήνες πριν, η Ελβετή πρόεδρος Karin Keller‑Sutter είχε εκφράσει δημοσίως την αισιοδοξία της ότι μια εμπορική συμφωνία με την Ουάσινγκτον ήταν επικείμενη. Κατά τη διάρκεια μιας διπλωματικής συνάντησης στη Γενεύη —με σκοπό την αποκλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας—, η ελβετική διπλωματία είχε φροντίσει να εξασφαλίσει επαφές με τον Υπουργό Εμπορίου των ΗΠΑ, Scott Bessent. Η αίσθηση που κυριάρχησε τότε ήταν πως η Ελβετία θα ακολουθούσε το Ηνωμένο Βασίλειο ως επόμενος προνομιακός εταίρος σε μία νέα εμπορική προσέγγιση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Όμως η πραγματικότητα αποδείχθηκε δραματικά διαφορετική. Η τελική τηλεφωνική επικοινωνία της προέδρου Keller‑Sutter με τον Πρόεδρο Τραμπ δεν οδήγησε σε κανένα αποτέλεσμα. Η ανακοίνωση των δασμών ήρθε με τη βαρύτητα μιας τελεσίδικης ετυμηγορίας. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, επικαλούμενη το εμπορικό έλλειμμα με την Ελβετία —το οποίο για το 2024 υπολογίστηκε στα 47,4 δισ. δολάρια, ή στα 22 δισ. αν συνυπολογιστούν οι υπηρεσίες—, επέλεξε να προχωρήσει σε αυτό το εξοντωτικό μέτρο. Παρότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν τέτοιου είδους ελλείμματα φυσικό επακόλουθο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και όχι απαραίτητα επιβλαβή, η ιδεολογική εμμονή του Τραμπ με το εμπορικό ισοζύγιο φαίνεται πως καθόρισε την απόφαση.
Η ελβετική πλευρά δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Μηδένισε τους δασμούς για τα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα, και εταιρείες όπως η Nestlé και η Novartis δεσμεύτηκαν για δισεκατομμυριακές επενδύσεις στις ΗΠΑ. Επιπλέον, η Ελβετία συγκαταλέγεται στους έξι μεγαλύτερους ξένους επενδυτές στις Ηνωμένες Πολιτείες, με περισσότερες από 400.000 θέσεις εργασίας να αποδίδονται στις ελβετικές επιχειρήσεις. Όμως όλα αυτά φαίνεται πως δεν ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη στάση της Ουάσινγκτον.

Οι συνέπειες είναι σοβαρές και πολυεπίπεδες. Ο κλάδος της ωρολογοποιίας, μία από τις πλέον εμβληματικές βιομηχανίες της Ελβετίας, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της πίεσης. Η αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ αναμένεται να αγγίξει το 14%, κάνοντας τα ελβετικά ρολόγια λιγότερο ανταγωνιστικά σε μια από τις σημαντικότερες αγορές τους. Ούτε η εξαίρεση των φαρμακευτικών προϊόντων και του χρυσού —προς το παρόν— είναι αρκετή για να μετριάσει το πλήγμα. Επιπλέον, επικρέμαται η απειλή μιας νέας έρευνας τύπου Section 232 που ενδέχεται να οδηγήσει σε νέους δασμούς για τον φαρμακευτικό τομέα.
Η αντίδραση από την οικονομική κοινότητα της Ελβετίας υπήρξε άμεση και έντονη. Ο Jan Atteslander, εκπρόσωπος της EconomieSuisse, εξέφρασε την απογοήτευση των επιχειρήσεων για την απουσία προβλεψιμότητας και συνέπειας από την πλευρά των ΗΠΑ. Παρομοίως, η Swissmem, εκπροσωπώντας τις βιομηχανίες μηχανικής και κατασκευών, καταδίκασε τα μέτρα ως αυθαίρετα και παράλογα. Υπάρχει πλέον διάχυτη αίσθηση ότι η ελβετική οικονομία, παρά την ανθεκτικότητά της, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις χωρίς την ελάχιστη θεσμική σταθερότητα.
Στο πολιτικό πεδίο, οι εσωτερικές διαφωνίες είναι εμφανείς. Κάποιοι θεωρούν ότι η ελβετική κυβέρνηση υπήρξε υπερβολικά υποχωρητική, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν αναίτια άκαμπτη. Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται στη μέση: η Ελβετία, με πληθυσμό μόλις 9 εκατομμυρίων και έντονα διαφοροποιημένο καταναλωτικό προφίλ —μη φιλικό προς τα μεγάλα αμερικανικά αυτοκίνητα, το επεξεργασμένο τυρί ή τη σοκολάτα μαζικής παραγωγής—, απλώς δεν αποτελεί αγορά πρώτης γραμμής για τις ΗΠΑ. Έτσι, ο Τραμπ θεώρησε ότι μπορούσε να επιβάλει τις πολιτικές του χωρίς ουσιαστικό κόστος.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι τι μπορεί να κάνει η Ελβετία. Η κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της λίγες μόνο ημέρες, μέχρι την 7η Αυγούστου, προτού τεθούν σε ισχύ οι νέοι δασμοί. Ήδη εξετάζονται όλα τα ενδεχόμενα: από την αναστολή των επενδυτικών δεσμεύσεων και την επιβολή αντιποίνων μέχρι την πιο δραστική κίνηση —την ακύρωση της αγοράς των μαχητικών F-35 από τις ΗΠΑ. Αυτή η τελευταία επιλογή, γνωστή και ως «πυρηνική», θα έστελνε σαφές μήνυμα, αλλά με σημαντικό κόστος για την ίδια την ελβετική αμυντική πολιτική.
Αναμφισβήτητα, αυτή η κρίση αποκαλύπτει το νέο, απρόβλεπτο πρόσωπο του διεθνούς εμπορίου, όπου ακόμη και χώρες με μακροχρόνιες σχέσεις εμπιστοσύνης, όπως η Ελβετία, μπορούν να βρεθούν αιφνιδίως εκτεθειμένες σε μονομερείς αποφάσεις υπερδυνάμεων. Για την Ευρώπη, το παράδειγμα της Ελβετίας λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα: η ανάγκη για στρατηγική αυτονομία και ενίσχυση των ενδοευρωπαϊκών οικονομικών δεσμών δεν υπήρξε ποτέ πιο επιτακτική. Οι προσεχείς ημέρες θα κρίνουν εάν η Βέρνη θα καταφέρει να ανακτήσει τον έλεγχο ή αν θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί σε μια νέα, δυσμενή πραγματικότητα στο παγκόσμιο εμπόριο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Confusion and anger in Switzerland – hit by highest tariffs in Europe, BBC, διαθέσιμο εδώ