Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Στη σύγχρονη εποχή, όπου η καινοτομία και η δημιουργικότητα αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της επιχειρηματικής επιτυχίας, η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου αναδεικνύεται σε κρίσιμο ζήτημα για κάθε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον ανταγωνιστικό κόσμο της οικονομίας. Η αξία των εμπιστευτικών πληροφοριών και της τεχνογνωσίας που παράγεται στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας επιχείρησης είναι ανεκτίμητη και συχνά καθορίζει την ανταγωνιστικότητά της. Ταυτόχρονα, το φαινόμενο της έντονης κινητικότητας του εργατικού δυναμικού – όπου οι εργαζόμενοι δεν παραμένουν για δεκαετίες στον ίδιο εργοδότη όπως παλαιότερα – αυξάνει τον κίνδυνο διαρροής ευαίσθητων πληροφοριών, είτε συνειδητά είτε ακούσια, δημιουργώντας σοβαρές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική έννομη τάξη έχει θεσπίσει ένα νομικό πλέγμα που αποσκοπεί στην προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου. Βασικό νομοθέτημα αποτελεί ο Νόμος 4605/2019, ο οποίος ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2016/943/ΕΕ, εισάγοντας ένα εξειδικευμένο πλαίσιο προστασίας των εμπορικών απορρήτων. Πριν από την εφαρμογή του νέου αυτού νόμου, η προστασία των εμπορικών μυστικών βασιζόταν κατά κύριο λόγο στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού του Ν. 146/1914. Σήμερα, σε περίπτωση συρροής των δύο νομοθετημάτων, υπερισχύει ο Ν. 4605/2019 ως “lex specialis”.
Παράλληλα, θεμελιώδη σημασία έχει η γενική αρχή της καλής πίστης που απορρέει από τον Αστικό Κώδικα και ιδίως το άρθρο 288, το οποίο επιβάλλει στον εργαζόμενο την υποχρέωση να ενεργεί με πίστη και αφοσίωση προς τα συμφέροντα του εργοδότη του. Επίσης, το άρθρο 281 ΑΚ λειτουργεί ως ανάχωμα στην καταχρηστική άσκηση δικαιωμάτων, διασφαλίζοντας την ισορροπία στη σύμβαση εργασίας.
Η προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου κατοχυρώνεται στην πράξη μέσα από τη συμβατική πρόβλεψη ρητρών εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού. Οι ρήτρες αυτές δεσμεύουν όχι μόνο τους εργαζόμενους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται με την επιχείρηση μέσω άλλων μορφών συμβατικής σχέσης, όπως η σύμβαση έργου ή η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών. Η επιχειρηματική ανάγκη για προστασία των ευαίσθητων πληροφοριών δε διαφοροποιείται αναλόγως της φύσης της έννομης σχέσης.
Ωστόσο, δεν είναι κάθε πληροφορία άξια προστασίας. Προϋπόθεση για την υπαγωγή στο καθεστώς του απορρήτου είναι η σωρευτική συνδρομή συγκεκριμένων όρων: η πληροφορία δεν πρέπει να είναι γνωστή ή εύκολα προσβάσιμη στο ευρύ κοινό, πρέπει να έχει εμπορική αξία λόγω της μυστικότητάς της και να έχουν ληφθεί εύλογα μέτρα από τον δικαιούχο για τη διατήρησή της ως απόρρητης.

Η υποχρέωση εχεμύθειας ισχύει τόσο κατά τη διάρκεια της σύμβασης όσο και, υπό προϋποθέσεις, μετά τη λήξη της. Η παραβίασή της από πρώην εργαζόμενο, ο οποίος χρησιμοποιεί ή αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες στον νέο του εργοδότη, μπορεί να επιφέρει σοβαρές νομικές συνέπειες, καθώς προσβάλλει το δικαίωμα του πρώην εργοδότη να προστατεύσει τα έννομα συμφέροντά του. Οι ρήτρες μη ανταγωνισμού, από την άλλη, λειτουργούν ως προληπτικό μέτρο. Περιορίζουν την επαγγελματική δραστηριότητα του πρώην εργαζομένου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή και σε συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητας. Η εγκυρότητά τους εξαρτάται από τη σταθμισμένη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας και της επαγγελματικής ελευθερίας του εργαζομένου, όπως κατοχυρώνονται και στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Η διάκριση μεταξύ ρήτρας εχεμύθειας και ρήτρας μη ανταγωνισμού έγκειται στο ότι η πρώτη απαγορεύει την κοινολόγηση απορρήτων σε τρίτους, ενώ η δεύτερη απαγορεύει την αξιοποίηση των απορρήτων από τον ίδιο τον εργαζόμενο για ίδιον όφελος. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο ρήτρες είναι αλληλένδετες, καθώς και οι δύο αποσκοπούν στην προστασία του ίδιου αγαθού: των επιχειρηματικών απορρήτων.
Η νομολογία και η θεωρία έχουν δεχθεί ότι η εγκυρότητα αυτών των ρητρών ελέγχεται με λιγότερη αυστηρότητα στην περίπτωση της εχεμύθειας, ενώ οι ρήτρες μη ανταγωνισμού απαιτούν ιδιαίτερη αιτιολόγηση και εύλογη ισορροπία μεταξύ της προστασίας του επιχειρηματικού συμφέροντος και της οικονομικής ελευθερίας του εργαζομένου. Η καταχρηστικότητα δεν αποκλείεται και ελέγχεται κάθε φορά υπό το φως των πραγματικών περιστατικών και της αρχής της αναλογικότητας.
Στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, όπου οι ισορροπίες μεταβάλλονται συνεχώς, η συμβατική πρόβλεψη ρητρών εμπιστευτικότητας, όταν ασκείται με μέτρο και καλή πίστη, αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, χωρίς να παραγνωρίζει τα δικαιώματα του εργαζομένου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ήλια – Δανάη Τσιγκρή, Οι ρήτρες εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια και μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2024