Toυ Νίκου Πέτροβα,
Η ανάδειξη του Θεόδωρου Πάγκαλου στο αξίωμα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας την 1η Αυγούστου 1926, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής ρευστότητας και των θεσμικών προβλημάτων που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο. Η άνοδός του στην κορυφή του πολιτειακού οικοδομήματος δεν προέκυψε από ελεύθερες εκλογές, αλλά ως συνέχεια μιας αυταρχικής περιόδου που είχε ξεκινήσει με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1925.
Η δεκαετία του 1920, βρίσκει την Ελλάδα βαθιά πληγωμένη από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η οποία προκάλεσε μαζική προσφυγική κρίση, εθνικό διχασμό και κατάρρευση του βασιλικού καθεστώτος. Η εκτέλεση των υπευθύνων της ήττας και η εγκαθίδρυση της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1924, αν και φάνηκαν να σηματοδοτούν μια νέα εποχή, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν σταθερότητα. Οι συνεχείς κυβερνητικές αλλαγές και η διαρκής παρέμβαση των στρατιωτικών υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Μέσα σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας και απογοήτευσης, αναδύθηκε η φιγούρα του Θεόδωρου Πάγκαλου, ενός ανώτατου αξιωματικού του στρατού, με έντονη συμμετοχή στους πολέμους των αρχών του 20ού αιώνα και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Παρόλο που αρχικά ήταν υπερασπιστής της δημοκρατίας, ο Πάγκαλος με τον καιρό απέκτησε αυταρχική νοοτροπία και φιλοδοξίες απόλυτης εξουσίας.

Στις 24 Ιουνίου 1925, εκμεταλλευόμενος τη διάχυτη πολιτική αποσταθεροποίηση, ο Πάγκαλος προχώρησε σε πραξικόπημα και εγκαθίδρυσε προσωποπαγές καθεστώς, αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία. Σύντομα επέβαλε αυστηρό έλεγχο στον Τύπο, περιόρισε τις πολιτικές ελευθερίες και ενίσχυσε τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, με στόχο την απόλυτη κυριαρχία του στον δημόσιο βίο. Το επόμενο βήμα του ήταν να αποκτήσει τη θεσμική κατοχύρωση της εξουσίας του, καταλαμβάνοντας και το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η επιλογή αυτή αποσκοπούσε στο να προσδώσει νομιμοφάνεια στο καθεστώς του, μέσω μιας εκλογικής διαδικασίας που στην πράξη ελεγχόταν πλήρως από τον ίδιο.
Η προεδρική εκλογή διεξήχθη στις 4 Απριλίου 1926, χωρίς ουσιαστικό ανταγωνισμό. Ο μοναδικός αντίπαλός του, Κωνσταντίνος Δεμερτζής, αποχώρησε από την αναμέτρηση, επικαλούμενος την αδιαφάνεια της διαδικασίας και την έλλειψη ελευθερίας στην προεκλογική περίοδο. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η αποχώρησή του προήλθε είτε από πολιτική πίεση είτε από φόβο για την ασφάλειά του. Καθώς η υποψηφιότητα του Πάγκαλου ήταν ουσιαστικά η μόνη ενεργή, η «εκλογή» του κατέληξε σε ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό: Περίπου 93% των ψήφων. Το αποτέλεσμα, αν και επίσημα καταγεγραμμένο, στερούνταν πραγματικής δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η ανάληψη των καθηκόντων του πραγματοποιήθηκε την 1η Αυγούστου 1926, επισφραγίζοντας την κορύφωση της αυταρχικής του διακυβέρνησης.
Παρά την απόκτηση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος, ο Πάγκαλος δεν κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στις 22 Αυγούστου 1926, μόλις τρεις εβδομάδες μετά την ανάληψη της Προεδρίας, εκδηλώθηκε «αντιπραξικόπημα» υπό τον στρατηγό Γεώργιο Κονδύλη, ο οποίος είχε διατελέσει προηγουμένως σύμμαχός του. Η ανατροπή του καθεστώτος έγινε με σχετική ευκολία, αποδεικνύοντας την απουσία λαϊκής στήριξης και την αποδυνάμωση του κύκλου εξουσίας του Πάγκαλου. Ο ίδιος συνελήφθη και οδηγήθηκε σε κράτηση για σύντομο χρονικό διάστημα. Αν και αργότερα επεδίωξε επανειλημμένως να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή, ουδέποτε επανέκτησε σοβαρή επιρροή. Πέθανε το 1952, αφήνοντας πίσω του μια αμφιλεγόμενη πολιτική παρακαταθήκη.

Η περίπτωση του Πάγκαλου αποτελεί σαφές παράδειγμα εκτροπής από την δημοκρατική ομαλότητα. Η διαδικασία εκλογής του στην Προεδρία είχε περισσότερο χαρακτήρα επικύρωσης ενός ήδη αυταρχικού καθεστώτος, παρά ουσιαστική λαϊκή εντολή. Η προσπάθεια θεσμικής κατοχύρωσης της εξουσίας μέσω της Προεδρίας απέτυχε, εν μέρει λόγω της απουσίας νομιμοποίησης και εν μέρει λόγω της εσωτερικής φθοράς του καθεστώτος.
Η σύντομη αλλά έντονη πολιτική του διαδρομή υπογραμμίζει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι δημοκρατικοί θεσμοί όταν περιθωριοποιούνται υπέρ της στρατιωτικής ισχύος ή της προσωποπαγούς εξουσίας. Η Ελλάδα της δεκαετίας του 1920, υπήρξε ένα πεδίο σύγκρουσης μεταξύ φιλελεύθερων αρχών και αυταρχικών τάσεων, και η περίπτωση Πάγκαλου αναδεικνύεται ως κεντρικό επεισόδιο αυτής της σύγκρουσης.
Συμπερασματικά, η 1η Αυγούστου 1926, ημέρα ορκωμοσίας του Θεόδωρου Πάγκαλου στην Προεδρία, δεν αποτελεί ημέρα θριάμβου για τη δημοκρατία, αλλά μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ως μία στιγμή που φανερώνει τα όριά της όταν δεν συνοδεύεται από θεσμική προστασία και κοινωνική συναίνεση. Η ιστορική εμπειρία της σύντομης και αυταρχικής διακυβέρνησής του παραμένει χρήσιμο μάθημα για την αξία του πολιτικού πλουραλισμού και του σεβασμού των δημοκρατικών διαδικασιών.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιαννακόπουλος Κώστας (1998), «Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία και η Πολιτική της Μεταβατική Φάση (1924-1935)», Αθήνα
- Κασιμάτης Βασίλης (2003), «Η Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας 1920-1940», Αθήνα
- Θεόδωρος Πάγκαλος, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ