Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Θυμάστε πώς ήταν η παιδική σας ηλικία; Ίσως αμυδρά. Η εφηβική σας ηλικία; Μάλλον αυτό είναι πιο πιθανό. Άλλοι από εμάς μόλις την άφησαν πίσω τους με νωπές ακόμη τις αναμνήσεις, άλλοι την κρατούν καλά φυλαγμένη στο μυαλό και την καρδιά τους και άλλοι, βρίσκονται μέσα σε αυτή. Βέβαια, η κάθε γενιά έχει τις δικές της εμπειρίες, με διαφορετικά και ποικίλα γεγονότα να σημαδεύουν αυτά τα εύθραυστα και ταραχώδη χρόνια.
Όλο και πιο συχνά, παρατηρούμε νέους, κυρίως στο φάσμα των 15-18 ετών, να βιάζονται να μεγαλώσουν. Μπορεί να μην το λένε με λόγια, οι πράξεις τους, όμως, είναι υπερ-αρκετές για να το φανερώσουν. Θα λέγαμε πως το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται κυρίως σε μεγαλουπόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, ωστόσο τα τελευταία χρόνια μάλλον η μάστιγα εξαπλώνεται από το να περιορίζεται.
Μία από τις αιτίες και ίσως και η σημαντικότερη, αποτελεί η ραγδαία ανάπτυξη και εξάπλωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, καθώς και η επιρροή από τηλεοπτικό και κινηματογραφικό υλικό. Σε πλατφόρμες, όπου κύριο μέλημα —ακόμη και αυτοσκοπός— είναι η έκθεση, οι νεαροί μας φίλοι όχι μόνο επηρεάζονται από το περιεχόμενο που λαίμαργα και άκριτα καταναλώνουν, αλλά δρουν και αυτοί ενεργά στην ενίσχυσή του. Σε μία καταιγιστική πληθώρα νέων κοριτσιών και αγοριών που προσπαθούν να δείξουν ολοένα και περισσότερο είτε την εμφάνισή τους είτε την «επικίνδυνη» ζωή τους, πνίγεται όποια αξιοπρέπεια πρόλαβε να ανθίσει σε μία τόσο τρυφερή και ευαίσθητη ηλικία. Ακόμη, τα μουσικά ακούσματα, που απευθύνονται ή απλώς καταναλώνονται από τους σημερινούς εφήβους, δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα ξεφεύγει κάποιος. Οι χυδαίοι αυτοί στίχοι, επενδύοντας μία εξίσου αδύναμη μελωδία, κατορθώνουν να «μαγεύουν» και να «θωπεύουν» το νεανικό ακροατήριο, δίνοντας την εντύπωση πως μόνο μέσα από αυτή τη μουσική μπορεί να θεωρηθεί κανείς “in” και δημοφιλής.
Βέβαια, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης βαραίνει έναν άλλον παράγοντα της ζυγαριάς, και αυτός δεν είναι άλλος από τους γονείς και κηδεμόνες. Πιο συγκεκριμένα, οι ασθενείς οικογενειακοί δεσμοί. Όσο κι αν μία αυστηρή οικογενειακή «πολιτική» ακούγεται το λιγότερο τρομακτική, μία ανασφαλής και υποτονική μπορεί να αποβεί το ίδιο καταστροφική. Ακόμα κι αν οι ίδιοι οι γονείς διαθέτουν την πυγμή που απαιτείται για να επιβληθούν στο ή στα παιδιά τους, ορισμένες φορές το αποφεύγουν με τον φόβο μην «ξυπνήσουν το θηρίο» των μικρών τους παιδιών.

Η περιγραφή του προφίλ μάλλον είναι περιττή, αλλά θα αποτυπωθεί για παν ενδεχόμενο. Στα κορίτσια επικρατεί μία τάση για υπερ-μεγέθυνση και προβολή, με τα αποκαλυπτικά ρούχα και τα μεγάλα νύχια να πρωταγωνιστούν, ενώ σε εφαρμογές όπως το Tik Tok ο αλγόριθμος βομβαρδίζει το κοινό που ενδιαφέρεται με βιντεάκια νέων κοριτσιών, τραγουδώντας κομμάτια τράπερ με χυδαίους και σεξιστικούς στίχους.
Ως προς τη διασκέδαση που επιλέγουν, αυτή συνήθως περιλαμβάνει μπαρ και κλαμπ ήδη από τα 16 τους χρόνια, καπνίζοντας, πίνοντας υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ και θέτοντας τον εαυτό τους σε κίνδυνο. Ακόμη, παρατηρείται άλλο ένα είδος εθισμού: ο τζόγος, ο οποίος ξεκινά με τα «αθώα» φρουτάκια, κάνοντας ψεύτικους λογαριασμούς για να δικαιολογήσουν την ηλικία. Και προτού καν το καταλάβουν πέφτουν στην παγίδα από την οποία πολλοί, ενήλικες, άνθρωποι προσπαθούν μανιωδώς να δραπετεύσουν. Επιπρόσθετα, φαίνεται να σεξιουαλικοποιείται αρκετά το γυναικείο φύλο, είτε κάνοντάς το σκόπιμα για να κερδίσουν την προσοχή είτε εκ μέρους των αρσενικών για να εκπληρώσουν τις ορμονικές τους επιθυμίες.
Ποια είναι η ηθική σκοπιά του εν λόγω ζητήματος; Το σχολείο πια δεν αποτελεί ένας χώρος εκμάθησης και μόρφωσης αλλά μία πασαρέλα, ένα καζίνο, και ένας χώρος ισχύος ανάμεσα σε εφηβικούς εφήμερους ανταγωνισμούς, καβγάδες, και φυσικά, ερωτικά δράματα. Τα στατιστικά και οι αξιολογήσεις που γίνονται τακτικά στα ελληνικά εκπαιδευτικά κέντρα, αποκαλύπτουν μία ολοένα και μικρότερη ικανότητα κατανόησης κειμένων και μαθητικής απόδοσης, γεγονός που μας καθιστά λιπόψυχους στους κινδύνους της ζοφερής κατάστασης.
Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κάποιος πώς θα μεγαλώσουν αυτά τα παιδιά, έχοντας ήδη ενηλικιωθεί απότομα. Θα συνεχίσουν, άραγε, τον αγώνα δρόμου της έκθεσης; Σε ποια κοινωνία βαδίζουμε λοιπόν; Και για να έχουμε καλύτερο ερώτημα, βαδίζουμε ή τρέχουμε να πιάσουμε ένα μέλλον που εν τέλει μας κρατάει στάσιμους; Η απάντηση θα μας αποκαλυφθεί εν καιρώ…