Της Καλλιόπης Αυγουστοπούλου,
Στον ιερό χώρο της Επιδαύρου, η εμβληματική τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, στην πρώτη συνεργασία του διεθνώς καταξιωμένου Έλληνα σκηνοθέτη και δασκάλου με το Εθνικό Θέατρο, αποτέλεσε από τις σπουδαιότερες στιγμές στην πρόσφατη ιστορία του (ελληνικού) θεάτρου. Η Ορέστεια του Τερζόπουλου συνιστά ένα έργο διανοητικού και φιλοσοφικού βάθους, που κατορθώνει με τη συνταρακτική του ενέργεια να διευρύνει τα όρια της τέχνης, αφηγούμενο, την ιστορία της ίδιας της ανθρωπότητας.
Ως πράξη αδιαμφισβήτητα πολιτική και εμπειρία πολυδιάστατα πνευματική, η παράσταση έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής τόσο από τους χιλιάδες θεατές που την παρακολούθησαν όσο και από τα εγχώρια και διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μετά την πρεμιέρα της στην Επίδαυρο το 2024, την περιοδεία στην Ελλάδα και την Κύπρο και την παρουσίασή της στη Βιτσέντσα της Ιταλίας, όπου άνοιξε τον 77ο Κύκλο Κλασικών παραστάσεων στο ιστορικό θέατρο Olimpico, η μοναδική αυτή παράσταση επιστρέφει στην Επίδαυρο προκειμένου να αγκαλιάσει και να συναρπάσει για ακόμη μία φορά το κοινό της.
Η παράσταση αυτή αποτελεί κορυφαία εφαρμογή της καινοτόμας μεθόδου του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ονόματι «Η επιστροφή του Διονύσου». Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος περιγράφει στην «Επιστροφή του Διόνυσου» τις θεωρητικές βάσεις του παγκοσμίου φήμης θεάτρου του: την αναγέννηση του σύγχρονου θεάτρου μέσα από το κορυφαίο εργαλείο που διαθέτει ο άνθρωπος, το ίδιο του το σώμα. Επίκεντρο της μοναδικής αυτής μεθόδου διδασκαλίας ηθοποιών, που ο Τερζόπουλος ανέπτυξε και τελειοποίησε τα τελευταία 30 χρόνια, αποτελούν βασικές έννοιες όπως η ανάσα, η ενέργεια ή ο χρόνος και η σχέση τους με τη σωματικότητα και τη σκηνική παρουσία του ηθοποιού. «Πρέπει να ξανασκεφτούμε το θέατρο μέσα από την τέχνη του ηθοποιού», γράφει ο Θεόδωρος Τερζόπουλος υπενθυμίζοντάς μας πως σε μια εποχή που τόσο οι ηθοποιοί όσο και τα σώματά μας βρίσκονται σε καθεστώς επισφάλειας, «Η επιστροφή του Διονύσου» έρχεται να δικαιώσει τη σημασία και των δύο.

Ο κόσμος έχει αλλάξει και ο ηθοποιός οφείλει να καλλιεργεί γόνιμη κριτική απέναντι στα πράγματα και διαρκώς να εκφράζει την αγωνία του για την εξέλιξη του θεάτρου. Το θέατρο είναι κάτι άλλο από αυτό που μέχρι σήμερα νομίζαμε, κάπου αλλού πρέπει να στοχεύει. Ίσως πρέπει να ξαναδούμε το θέατρο συνολικά μέσα από την τέχνη του ηθοποιού. Αυτός είναι ο δρόμος του Θεάτρου στον 21ο αιώνα, αιώνα πολλών επαναπροσδιορισμών. Λείπει ο Διόνυσος, είναι εξόριστος, η ιδέα του συγκρουσιακού ανθρώπου χάθηκε και ο δρόμος προς το μέτρο, την αρμονία, την Ιθάκη, εξαφανίστηκε. Όμως, η τελευταία λέξη του θεάτρου δεν θα ειπωθεί ποτέ, και γι΄ αυτό περιμένουμε την επιστροφή του Διονύσου.
Έτσι, η Ορέστεια του Αισχύλου βαδίζει σε ακριβώς αυτό το μοτίβο της εύρεσης του Διονύσου, μέσω της σωματικότητας και της σκηνικής παρουσίας των ηθοποιών, οι οποίοι δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι τελούν έναν τρίωρο τελετουργικό και παράλληλα θεατρικό άθλο κατά την παρουσίαση. Αν και οι πρωταγωνιστικές φιγούρες όπως η Κλυταιμνήστρα, ο Αγαμέμνωνας και ο Ορέστης δεν χάνουν εντελώς την αίγλη τους, ο χορός, μια μεικτή ομάδα είκοσι ενός νεαρών ηθοποιών, φαίνεται να είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής, πάντοτε παρόν και κινούμενος. Ο Χορός ήταν η ψυχή και η ουσία της παράστασης, ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκαν τα τρία έργα, ο κύριος φορέας της σκηνοθεσίας. Από την άλλη, η απόδοση των δραματικών προσώπων εμφανίστηκε σε σημεία προβληματική, καθώς ό,τι στον Χορό έδειξε να προκύπτει ως οργανική ανάγκη, στα πρόσωπα εκδηλώθηκε ως εξωτερική φόρμα. Ο στιλιζαρισμένος τρόπος είχε αποτέλεσμα ένα πομπώδες ύφος και το αρχετυπικό, μνημειακό, αποστασιοποιημένο, απαλλαγμένο από ψυχολογικά χαρακτηριστικά θέατρο του Τερζόπουλου παρουσιάστηκε σχεδόν σαν παλιό θέατρο, φέρνοντας μνήμες από ξεπερασμένες μεθόδους υποκριτικής ερμηνείας.
Αν, όμως, στα δύο πρώτα έργα, είδαμε το θέατρο του Τερζόπουλου, το οποίο κινείται στα όρια του χρόνου και των μύθων, που είναι άχρονο —και γι’ αυτό σύγχρονο και διαχρονικό— αλλά όχι στενά επικαιρικό και σίγουρα όχι καυστικό, στις «Ευμενίδες» ξαφνιάζει το πολιτικό σχόλιο, που δεν ήταν υπόγειο ή έμμεσο όπως σε άλλες δουλειές του, αλλά συγχρονισμένο και, πρωτίστως, κυριολεκτικό. Ο Τερζόπουλος δεν διάβασε όπως γίνεται συνήθως, με θετικό πρόσημο, τη μεταστροφή των Ερινυών σε Ευμενίδες και τη θέσπιση της αστικής δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του Άρειου Πάγου, αλλά ως αφορμή για να καταδείξει την ηθική παρακμή και τα εγκλήματα της «δημοκρατικής» Δύσης.

Καθώς η Ορέστεια θεωρείται ένας από τις βάσεις του δυτικού πολιτισμού —μια που περιγράφει τη μετάβαση από την περιοχή του μεταφυσικού και άγραφου νόμου σε εκείνη του θεσμοθετημένου—, ο σκηνοθέτης πήρε την αφορμή να ασκήσει κριτική στις αστικές δημοκρατίες της Δύσης˙ έτσι, ισχυρό υπονοούμενο αποκαλύφθηκε, όταν η Αθηνά ζήτησε τη συναίνεση των Ερινυών (με έμμεσο καταναγκασμό) ενώ μετά τη συνθηκολόγησή τους, το μήνυμα έγινε ακόμη πιο σαφές, συγχρονισμένο και κυριολεκτικό: ο νέος κόσμος που τους υποσχέθηκε η Αθηνά είναι ο δικός μας, τωρινός κόσμος, με την παράσταση να κάνει ένα μεγάλο αισθητικό άλμα για να φτάσει στους αριθμούς των νεκρών αμάχων που μετρούν η Γάζα, η Ουκρανία και τα ναυάγια της Μεσογείου, ενώ η ίδια ηχογραφημένη φωνή αντιπαρέβαλλε αυτούς τους αριθμούς με τους χρηματιστηριακούς δείκτες των σύγχρονων μεγάλων οικονομιών των πανίσχυρων κρατών. Έτσι, ο θεατρικός αυτός άθλος ολοκληρώνεται ανατρεπτικά, αφήνοντας ξεκάθαρες αιχμές για το σήμερα και τη διαχρονική τραγικότητά του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Η επιστροφή του Διόνυσου, diablog.eu, διαθέσιμο εδώ
- Ορέστεια, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η επιστροφή του Διόνυσου, attistheatre.com, διαθέσιμο εδώ
- «Η Επιστροφή του Διόνυσου», onassis.org, διαθέσιμο εδώ