Του Θανάση Πεταλά,
Στο αστικό μας δίκαιο, η ευθύνη για τη στοιχειοθέτηση της κατ’ ΑΚ 914 αδικοπραξίας είναι υποκειμενική (αλλιώς πταισματική). Αυτό σημαίνει ότι ο ζημιώσας κάποιον παράνομα θα πρέπει να βαρύνεται με πταίσμα, προκειμένου να χρεωθεί την τέλεση αδικοπραξίας και να κληθεί να αποζημιώσει το θύμα για τη ζημία που υπέστη. Στον αντίποδα, περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης, ευθύνης δηλαδή ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, εξακολουθούν και σήμερα, αν και πληθαίνουν με την πάροδο των χρόνων, να αποτελούν την εξαίρεση.
Μια εκ των εξαιρέσεων είναι η τυποποιημένη στο άρθρο 922 ΑΚ σχέση πρόστησης. Σχέση πρόστησης αναπτύσσεται όταν ένα πρόσωπο (προστήσας) αναθέτει την εκτέλεση ενός έργου ή μιας υπηρεσίας, κατά κανόνα δυνάμει κάποιας σύμβασης, σε ένα άλλο πρόσωπο (προστηθείς). Σύμφωνα με την ΑΚ 922 λοιπόν: «ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του».
Προφανώς, η επιλογή αυτή του νομοθέτη δεν είναι τυχαία. Ο προστήσας είναι πρόσωπο που εντάσσει εκούσια ένα άλλο πρόσωπο στην επαγγελματική του σφαίρα, προκειμένου να διευρύνει έτσι τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και να αποκτήσει πολλαπλάσια οφέλη. Επόμενο είναι, λοιπόν, να επωμίζεται και την ευθύνη για ζημίες που προξενούν τα πρόσωπα αυτά σε τρίτους, κατά τη διάρκεια των από εκείνον ανατεθειμένων καθηκόντων τους. Άλλωστε, ο προστήσας είναι αυτός που επιλέγει ποια πρόσωπα θα εντάξει στην επιχειρηματική του δραστηριότητα και παρέχει σε αυτά (συνήθως) οδηγίες και κατευθυντήριες για το πώς να διεκπεραιώσουν τα καθήκοντα τους.
Προϋποθέσεις γένεσης της κατ’ ΑΚ 922 ευθύνης του προστήσαντος
1) Σχέση πρόστησης θεμελιώνεται καταρχάς, όταν ένα πρόσωπο αναθέτει σε ένα άλλο την εκτέλεση μιας ορισμένης υπηρεσίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο προστηθείς εντάσσεται, όπως προειπώθηκε, στην επιχειρηματική σφαίρα του προστήσαντος. Συνήθως, η ανάθεση αυτή γίνεται επί τη βάσει κάποιας σύμβασης, ως επί το πλείστον σύμβασης έργου ή εργασίας, χωρίς να αποκλείεται και η θεμελίωσή της και εξωδικαιοπρακτικά, δυνάμει συγγενικών σχέσεων ή φιλικών πράξεων αβροφροσύνης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι και με αυτές εντάσσεται ο προστηθείς στην επιχειρηματική δραστηριότητα του προστήσαντος.
2) Δεύτερο προαπαιτούμενο για τη θεμελίωση της κατ’ ΑΚ 922 ευθύνης είναι εξάρτηση του προστηθέντος από τις οδηγίες του προστήσαντος. Η εν λόγω προϋπόθεση τίθεται ιδίως τα τελευταία χρόνια εύλογα εν αμφιβολία. Σε έργα, η διεκπεραίωση των οποίων απαιτεί εξιδιασμένες γνώσεις επιστήμης και κατοχή τεχνικών ικανοτήτων, μπορεί να υποστηριχθεί άραγε ότι υφίσταται στα αλήθεια εξάρτηση του προστηθέντος από τις εντολές του προστήσαντος; Τουναντίον, ο λόγος συνήθως που ανατίθεται ένα ιδιαίτερα τεχνικό έργο στον προστηθέντα οφείλεται ακριβώς στις ειδικές γνώσεις και ικανότητες που εκείνος διαθέτει. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η εξάρτηση του προστηθέντος από τον προστήσαντα σπάνια είναι ουσιαστική.

Προς αυτή την κατεύθυνση, νεότερη νομολογία υποστηρίζει ότι αρκεί κι απλώς χαλαρή εξάρτηση του προστηθέντος από τις εντολές του προστήσαντος, συνισταμένη σε απλές κατευθυντήριες οδηγίες και γενικές εντολές στον προστηθέντα, όσον αφορά τον χρόνο και τους λοιπούς όρους της εργασίας του. Σε κάθε περίπτωση, το επίμαχο και ιδιαίτερα κρίσιμο στοιχείο είναι η ένταξη του προστηθέντος στις επιχειρηματικές και εν γένει επαγγελματικές δραστηριότητες του προστήσαντος, χάρη στην οποία μάλιστα ο τελευταίος αποκομίζει οικονομικά οφέλη. Η διαπίστωση του γεγονότος αυτού οδηγεί ασφαλέστερα στην κατάφαση της ύπαρξης σχέσης πρόστησης και συνακόλουθα στη θεμελίωση της κατ’ άρθρο 922 ΑΚ ευθύνης του.
3) Απαραίτητη για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του προστήσαντος είναι η τέλεση αδικοπραξίας εκ μέρους του προστηθέντος. Το 922 λειτουργεί επεκτείνοντας την ευθύνη της αδικοπραξίας και στον προστήσαντα. Χρειάζεται το πρώτον, λοιπόν, αδικοπραξία στο πρόσωπο του προστηθέντος και εν συνεχεία δυνάμει της 922, αυτή χρεώνεται και στον προστήσαντα. Η ευθύνη του προστηθέντος μπορεί να θεμελιώνεται είτε στο άρθρο 914 ΑΚ, είτε σε κάποια ειδική περίπτωση ευθύνης (920-925 ΑΚ). Μπορεί λοιπόν να είναι είτε υποκειμενική (πταισματική) είτε αντικειμενική. Η ευθύνη του προστήσαντος ωστόσο είναι πάντα, όπως σημειώθηκε παραπάνω, γνήσια αντικειμενική.
4) Θα ήταν παράλογη και θα οδηγούσε σε νομικά ανεπιεική και κοινωνικά άδικα αποτελέσματα η υπερβολική διεύρυνση της ευθύνης του προστήσαντος, ώστε να καλύπτει κάθε αδικοπραξία που προστηθέντος ακόμα και άσχετη με την ανατεθειμένη στον τελευταίο υπηρεσία.
Ας υποτεθεί για παράδειγμα ότι ο οδηγός φορτηγού Α της μεταφορικής εταιρίας του Β καθυβρίζει και στη συνέχεια διαπληκτίζεται με τον οδηγό Γ, προκαλώντας του σοβαρές σωματικές βλάβες, ενώ εκτελούσε ο δρομολόγιο Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Εν προκειμένω, μεταξύ των Α και Β υπάρχει κατά πρώτον σχέση πρόστησης, ερειδόμενη στη σύμβαση εργασίας μεταξύ τους, κατά δεύτερον εξάρτηση έστω και χαλαρή, καθώς ο Β ανέθεσε στον οδηγό Α να οδηγήσει μέχρι την Αθήνα, και κατά τρίτον, νόμιμος λόγος ευθύνης, διότι ο Α προσέβαλε την προσωπικότητα του Γ και αργότερα προκάλεσε χτυπώντας τον βλάβη στην υγεία του. Με βάση όσα ειπώθηκαν λοιπόν η ευθύνη του Α θα επεκτεινόταν και στον προστήσαντα Β, όσο παράδοξο και άδικο κι αν ακούγεται.
Ο νομοθέτης μερίμνησε γι’ αυτό περιλαμβάνοντας τη φράση «κατά την υπηρεσία του» στο γράμμα της 922 ΑΚ. Χρειάζεται κοινώς η ζημιογόνος πράξη του προστηθέντος να είναι συναφής προς την ανατεθειμένη σε αυτόν υπηρεσία, να υπάρχει δηλαδή μεταξύ αυτών εσωτερικός αιτιώδης σύνδεσμος, ώστε η πρώτη να μην μπορεί να έχει συμβεί δίχως την τελευταία. Το πότε ωστόσο υπάρχει συνάφεια μεταξύ μιας αδικοπραξίας και της ανατεθειμένης στον αδικοπρακτήσαντα – προστηθέντα υπηρεσίας, στα πλαίσια της οποίας η πρώτη έλαβε χώρα, είναι νεφελώδες και αόριστο. Συχνά γίνεται λόγος για πράξη τελεσθείσα «εξ αφορμής» ή «επ’ ευκαιρία» της υπηρεσίας και ζητούμενο είναι η εξεύρεση αυτής της αόριστης εσωτερικής αιτιώδους σχέσης μεταξύ υπηρεσίας και αδικοπραξίας. Σταθερή και ομοιόμορφη νομολογία πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχει.
Η θεωρία λοιπόν προτάσσει ένα άλλο κριτήριο για τη δικαιότερη και ολιστικότερη επίλυση του ανοικτού αυτού ζητήματος, εισάγοντας το κριτήριο των τυπικών κινδύνων. Σχεδόν σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα ελλοχεύει ο κίνδυνος πρόκλησης ζημιών σε έννομα αγαθά τρίτων. Ο προστήσας επωμίζεται την ευθύνη για ζημία που προκλήθηκε από τον προστηθέντα σε τρίτο στα πλαίσια της πρόστησης, μόνον όταν η ζημία οφείλεται στην πραγμάτωση ενός συνηθισμένου (τυπικού) κινδύνου, ο οποίος συνδέεται στενά με τη δραστηριότητα που ανατέθηκε στον προστηθέντα.
Έτσι λοιπόν στο ανωτέρω παράδειγμα που ο οδηγός Α εξύβρισε και χειροδίκησε σε βάρος του τρίτου οδηγού Γ, την αδικοπρακτική ευθύνη θα χρεωθεί μόνον ο Α, καθώς η προσβολή προσωπικότητας και η χειροδικία δεν εμπίπτουν στον κύκλο των χαρακτηριστικών (τυπικών) κινδύνων που συνδέονται με την οδήγηση, ώστε η ευθύνη να επεκταθεί και στον προστήσαντα Β.

Δεν θα ίσχυε όμως το ίδιο, εάν για παράδειγμα ο οδηγός Α παρέκκλινε εκούσια από την πορεία του και ενόσω ταξίδευε προς Αθήνα, ξαφνικά αποφάσισε να επισκεφτεί έναν φίλο του στον Βόλο και εκεί προκάλεσε από λάθος του αυτοκινητικό ατύχημα, διότι το ενδεχόμενο πρόκλησης αυτοκινητικού ατυχήματος είναι ίσως ο συχνότερος κίνδυνος γύρω από την οδήγηση, οπότε κατά τη θεωρία των τυπικών κινδύνων την ευθύνη επωμίζεται και ο προστήσας Β.
Συνέπειες των παραπάνω
Εφόσον σε συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν συντρέχουν σωρευτικά οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, γεννάται ευθύνη του προστήσαντος κατ’ ΑΚ 922 να αποζημιώσει τον τρίτο ζημιωθέντα αποκαθιστώντας κάθε περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία του τελευταίου. Και ο προστηθείς, όμως, δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης του ζημιωθέντος για την αδικοπραξία σε βάρος του, αφού η AK 922 λειτουργεί επεκτείνοντας και όχι μετακυλίοντας την ευθύνη από τον προστηθέντα στον προστήσαντα. Και οι δυο επομένως θα ευθύνονται παράλληλα και εις ολόκληρον απέναντι στον τρίτο, ο οποίος μπορεί να ικανοποιηθεί για όλο το ποσόν της αποζημίωσης από καθέναν από τους δυο μόνο μια φορά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Πάνος Κ. Κορνηλάκης (2023), Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης (2015), Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, εκδ. Σάκκουλα