Του Ελευθέριου Χονδρού,
Παρά τις αισιόδοξες προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν στις αρχές των διαπραγματεύσεων, ο Γερμανός καγκελάριος Friedrich Merz εξέφρασε την αμέσως επόμενη ημέρα μετά την επίτευξη της συμφωνίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ανοικτή δυσαρέσκεια: δεν θεωρεί το αποτέλεσμα ικανοποιητικό, αλλά ούτε και αναμενόταν κάτι καλύτερο δεδομένων των συνθηκών. Ωστόσο, όπως εξήγησε, περισσότερα απλώς δεν ήταν ρεαλιστικά προσβάσιμα. Παρά την ανακούφιση από τη μείωση των απειλών—η νέα δασμολογική επιβάρυνση ορίζεται στο 15% από τα υψηλά επίπεδα 30% που είχε απειλήσει ο Trump—θα επιφέρει σημαντική οικονομική επιβάρυνση στη Γερμανία.
Ειδικότερα, η νέα 15% επιβάρυνση αφορά την πλειονότητα των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ —όπως αυτοκίνητα και ηλεκτρονικά— και ενώ είναι σαφώς ανακούφιση μπροστά στο 30%, εξακολουθεί να απέχει πολύ από τα αρχικά ευρωπαϊκά αιτήματα για μηδενικά εισαγόμενα πάγια δασμολογικά μέτρα (“zero‑for‑zero”) .
Ο Merz τόνισε πως η νέα δασμολογική πολιτική μειώνει σχεδόν στο μισό την προηγούμενη επιβολή 27,5% για τον γερμανικό αυτοκινητοβιομηχανικό κλάδο, έναν πυλώνα της οικονομίας, ωστόσο ακόμη και αυτό το πιο χαμηλό ποσοστό παραμένει σοβαρό βάρος για μία οικονομία που εξαρτάται από τις εξαγωγές. Κατά την έκφρασή του, τα υπόλοιπα—και ειδικά το 15% έναντι του αναμενόμενου 0% για εισαγωγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση—παραμένουν μία σημαντική πρόκληση.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο Merz ευχαρίστησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας για τις επίμονες διαπραγματεύσεις, δηλώνοντας ότι προσωπικά δεν ανέμενε κάτι καλύτερο από το τελικό αποτέλεσμα—εν ολίγοις, το deal λειτουργεί περισσότερο ως τεχνική μάχη απέναντι στην πλήρη καταλήστευση που θα προκαλούσε ο 30% δασμός παρά ως νίκη οικονομικής στρατηγικής.

Από την σκοπιά της οικονομίας, το ευρωπαϊκό εμπόριο απέφυγε την πλήρη έκρηξη ενός εμπορικού πολέμου, όμως η συμφωνία παρουσιάζεται ως άνιση: η πλευρά των ΗΠΑ διασφαλίζει σταθερότητα αλλά και πρόσθετες επενδύσεις από την ΕΕ. Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε να κατευθυνθούν περίπου 600 δισ. $ από ευρωπαϊκές επενδύσεις στις ΗΠΑ, να αυξηθούν σημαντικά οι αγορές ενεργειακών προϊόντων (περί τα 750 δισ. $) και εξοπλιστικών προϊόντων κατά τη διάρκεια της θητείας του Trump. Ωστόσο, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ευρωπαϊκών χωρών ανησυχούν ότι θα φέρουν το βασικό κόστος των δασμών, ενώ οι πρόσθετες επενδυτικές δεσμεύσεις μπορεί να γίνουν σε βάρος της συναλλαγματικής και επιχειρηματικής ρευστότητας στην Ευρώπη.
Ο δείκτης του ευρώ υπέστη υποχώρηση περίπου 1,3% σε σχέση με το δολάριο στις συνεχιζόμενες συνεδριάσεις μετά την ανακοίνωση, καθώς οι αγορές αναθεώρησαν την οπτική τους: το deal μπορεί να απέτρεψε ένα εμπορικό κραχ, αλλά δεν προσφέρει θετική ώθηση στην ανάπτυξη εντός Ευρωζώνης. Η πτώση έδωσε τη θέση της σε ένα πιο ισχυρό δολάριο που ενισχύθηκε από την αντίληψη ότι η συμφωνία είναι υπέρ των ΗΠΑ.
Σε θεσμικό επίπεδο, οργανώσεις όπως η γερμανική βιομηχανική ομοσπονδία BDI καθώς και η ομοσπονδία αυτοκινητοβιομηχανιών VDA προειδοποίησαν ότι τα εναπομείναντα δασμολογικά μέτρα θα κοστίσουν δισεκατομμύρια ετησίως και θα επιβαρύνουν σημαντικά παραγωγούς που ήδη αντιμετωπίζουν τις πιέσεις της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση, της ενεργειακής κρίσης και των διεθνών ανταγωνισμών.
Στη Γαλλία, ο πρωθυπουργός Francois Bayrou χαρακτήρισε τη συμφωνία «σκοτεινή ημέρα» για την Ευρώπη, υποστηρίζοντας πως η ΕΕ ενέδωσε σε εκβιαστικά διμερή μέτρα, ενώ κρατικοί αξιωματούχοι μίλησαν για «υποταγή» έναντι των ΗΠΑ. Αντίθετα, άλλες χώρες όπως η Ιταλία, υπό την πρωθυπουργό Meloni, θεώρησαν βιώσιμη την 15% φάση, αν φυσικά δεν επιβληθεί αθροιστικά στους ήδη υπάρχοντες δασμούς και με την προϋπόθεση να συνοδεύεται από μέτρα αντιστάθμισης σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο για τους περισσότερο πλήττοντες κλάδους.
Επομένως, το οικονομικό ιδίωμα της συμφωνίας αποτυπώνει μια ρεαλιστική, αν και επώδυνη, διπλωματική επιτυχία: απέτρεψε ένα εμπορικό κραχ, εξασφάλισε σχετική σταθερότητα και προβλεψιμότητα, αλλά για την Ευρώπη—και ειδικά για την εξαγωγικά προσανατολισμένη Γερμανία—το κόστος σε δασμούς, συναλλαγματική ισχύ και υποστηρικτικές δομές μπορεί να παραμείνει υψηλό. Η οικονομική ζημία είναι εμφανής και, για τον Merz, επηρεάζει την καρδιά της παραγωγικής και εξαγωγικής ισχύος της χώρας του.
Καταλήγοντας, η νέα συμφωνία λειτουργεί μάλλον ως «ανάσα» παρά ως λύση: προφανώς κατέχει αποτροπή της πλήρους κατάρρευσης των διμερών σχέσεων, αλλά δεν αποτελεί δημοσιονομική νίκη ή μεγάλη εμπορική αναβάθμιση. Παρότι ο Merz την αποδέχθηκε ως ρεαλιστικό ταβάνι απέναντι σε υπέρμετρα μέτρα, δεν την αποθέωσε ως επιτυχία—εντός της Ευρώπης, η συζήτηση πλέον μετατοπίζεται στο πώς θα αντισταθμιστούν οι επιπτώσεις: μέσω επενδυτικών κινήτρων, ευρωπαϊκής πολιτικής υποστήριξης και αντικαταστατικών μέτρων για τους ευπαθείς τομείς της γερμανικής και ευρωπαϊκής οικονομίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Germany’s Merz says he did not expect better EU-US trade deal, German economy will suffer, reuters.com, διαθέσιμο εδώ