Του Αργύρη Χατζηδιάκου,
Ο πόλεμος, όντας ένα ζήτημα «ζωής ή θανάτου» όπως είναι πρακτικά κατανοητό επηρεάζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Το θέμα της ηθικής του όμως συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα. Μπορεί κανείς να θυμηθεί: 1ος Παγκόσμιος πόλεμος, 2ος Παγκόσμιος πόλεμος, πόλεμοι στη Μέση Ανατολή και στην Κίνα. Ήταν σωστές όλες αυτές οι πολεμικές συγκρούσεις; Ήταν σωστός, παραδείγματος χάριν ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ το 1999; Αρκετά ερωτήματα!
Στον πόλεμο στις μέρες μας, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν αφορούν μόνο τους στρατιώτες, αλλά επηρεάζουν νομοτελειακά και τους άμαχους πολίτες όπως και τις διάφορες κοινωνικές υποδομές, κάτι που σύμφωνα με τη θεωρία που θα εξηγηθεί παρακάτω, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψιν στις ερμηνείες του τι σημαίνει ο «δίκαιος πόλεμος». Το ζήτημα περί της θεωρίας του δίκαιου πολέμου, πρέπει να αφομοιώσει τις ιστορικές εξελίξεις της θεωρίας του πολέμου, καθώς και τις επιπτώσεις του στους άμαχους ανθρώπους. Εκτός του ότι τα προβλήματα αυτά αγγίζουν και τις μέρες μας και μάλιστα πολύ έντονα, το ζήτημα για το αν είναι δίκαιος ένας πόλεμος είναι πολύ παλιό.
Τα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι μη χριστιανοί πίστεψαν πως η σταδιακή εξασθένιση και παρακμή της Ρώμης σχετιζόταν σε ένα βαθμό, με την έλλειψη προθυμίας των χριστιανών να πολεμήσουν. Λόγω του ότι εκείνη την εποχή ο αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν χριστιανός όπως και ένα μεγάλο μέρος των ακολούθων, θεωρούνταν πως ο πόλεμος για την υπεράσπιση της αυτοκρατορίας φαινόταν πιο λογικός και ορθός. Ωστόσο, ο Αυγουστίνος στρεφόμενος στην Παλαιά διαθήκη, με μεγάλη ευκολία βρήκε διάφορα αποσπάσματα προκειμένου να υποστηρίξει τον πόλεμο. Αρχικά, τα γραπτά της Παλαιάς Διαθήκης υποστήριζαν ότι, αν ο Θεός δώσει εντολή να γίνει πόλεμος, τούτη η απόφαση είναι ορθή και ο πόλεμος καθίσταται νομιμοποιημένος και δίκαιος. Ταυτόχρονα, θεωρούνταν ότι και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας είχε δεχτεί το θεϊκό χρίσμα και άρα λάμβανε τις σωστές αποφάσεις.

Ο Αυγουστίνος έθεσε δύο όρους ως προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο πόλεμος θεωρείται δίκαιος. Η πρώτη προϋπόθεση έλεγε πως ο πόλεμος είναι αναγκαίο να είναι νομιμοποιημένος από μια αυθεντία και δεύτερον πρέπει να διεξάγεται για κάποιον δίκαιο σκοπό. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ο σκοπός του πολέμου είναι η επιβολή της ειρήνης και η τιμωρία του κακού. Θεωρούσε πως επιτρέπεται κάποιος να πολεμά και να σκοτώνει ακόμα και αθώους με στόχο να επιβάλλει την ειρήνη. Σημείωσε ωστόσο, πως δεν επιτρέπεται να διεξάγεται χάριν της βίας, της αγριότητας και της εχθρότητας. Τον 12ο αιώνα, επίσης, ο Θωμάς Ακινάτης έθεσε και μια τρίτη προϋπόθεση που πρότεινε ο Αύγουστος, το ότι πρέπει να υπάρχει σωστή πρόθεση.
Γίνεται κατανοητό, ωστόσο, πως τα τρία αυτά κριτήρια δεν είναι αρκετά. Πρέπει να σημειωθεί πως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι κατείχε την νομιμοποίηση και είχε ορθό σκοπό και πρόθεση για να ξεκινήσει πόλεμο. Οι Συμμαχικές δυνάμεις είχαν «γονατίσει» την οικονομία της μετά τον πόλεμο με τη βοήθεια των ρυθμίσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών και είχαν οδηγήσει το κράτος σε φτώχεια, δημιουργώντας καταστροφική βλάβη στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τον τεράστιο πληθωρισμό του 1920. Το τέλος του 1ου παγκοσμίου πολέμου συνιστά μια κομβική στιγμή για τη θεωρία του δίκαιου πολέμου, διότι τότε δημιουργήθηκε η Κοινωνία των Εθνών και η Συμφωνίες της Γενεύης.
Το ζήτημα που προκύπτει, ωστόσο, είναι το ότι και οι δύο μεριές σε έναν πόλεμο στηρίζουν πως είναι νομιμοποιημένες και έχουν σωστή πρόθεση. Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών προβλημάτων έγινε ακόμη πιο εμφανής στη Δίκη της Νυρεμβέργης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί τέθηκαν δύο σημαντικά ζητήματα: το πότε είναι σωστό να ξεκινά κανείς πόλεμο, γνωστό και ως “Jus ad Bellum” και το πώς πρέπει να διεξάγεται ο πόλεμος, “Jus in Bello”. Το 1983 οι καθολικοί επίσκοποι της Αμερικής έθεσαν τις πιο συγκροτημένες θέσεις για τους όρους του δίκαιου πολέμου, στην οποία λαμβάνουν υπόψιν τους τούτη τη διάκριση.

Jus ad Bellum
Η πρώτη προϋπόθεση που εισάγεται είναι το ότι κρίνεται αναγκαίο να υπάρχει δίκαιος σκοπός. Οι καθολικοί επίσκοποι επισήμαναν ότι «ο πόλεμος επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπιστεί ένας πραγματικό βέβαιος κίνδυνος…για να προστατευτεί η ζωή αθώων και για να διατηρηθούν οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και για να διασφαλιστούν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα». Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ο πόλεμος να κηρύσσεται από μια νόμιμη και επίσημη αρχή. Κάθε μια αρχή που κηρύσσει έναν πόλεμο πρέπει τα επιμέρους άτομα να έχουν το δικαίωμα αυτό. Ο τρίτος όρος σχετίζεται με τη συγκριτική δικαιοσύνη και εισάγει το ότι πρέπει να συγκρίνεται το δίκαιο των ισχυρισμών κάθε πλευράς. Μια προϋπόθεση που φαίνεται ανεπαρκής, μιας και τις περισσότερες φορές οι αντιμαχόμενοι έχουν σε έναν βαθμό δίκιο. Επίσης, ο τέταρτος όρος ορίζει ότι πρέπει να υπάρχει σωστή πρόθεση, ενώ ο πέμπτος αναφέρει τον πόλεμο ως έσχατο μέσο διότι πρέπει να εξαντλούνται όλες οι ενναλακτικές λύσεις πριν την καταφυγή σε αυτόν. Ο έκτος και ο έβδομος αναφέρουν με τη σειρά ότι πρέπει να διακρίνεται από την κάθε πλευρά μια πιθανότητα επιτυχίας και να υπάρχει αναλογικότητα, δηλαδή η καταστροφή που προκαλείται στα δύο μέρη, να είναι ανάλογη προς το προσδοκώμενο όφελος.
Jus in Bello
To jus in bello σχετίζεται με τους κανόνες διεξαγωγής ενός πολέμου. Στο εσωτερικό μιας εγκυκλίου του Βατικανού με τίτλο “Gaudium et Spes” διατυπώνεται το εξής επιχείρημα: «[…] οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια στοχεύει αδιακρίτως στην καταστροφή ολόκληρων πόλεων ή μεγάλων εκτάσεων μαζί με τον πληθυσμό που κατοικεί σε αυτές είναι έγκλημα κατά του Θεού και του ανθρώπου. Της αρμόζει απερίφραστη και απόλυτη καταδίκη (άρθρο 80)». Εκτός αυτού, στις δίκες της Νυρεμβέργης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατέστη αναγκαία η διάκριση των λόγων που σχετίζονται με την απόφαση για τη διεξαγωγή ενός πολέμου και τον τρόπο του. Οι δύο αρχές αναφορικά με τις οποίες ορίζονται τα όρια στη διεξαγωγή ενός πολέμου είναι πρώτον η αναλογικότητα και η διάκριση ανάμεσα στον φόνο αμάχων και όσων βρίσκονται ενεργά εντός της σύρραξης, καθώς επίσης και τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου.
Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του δίκαιου πολέμου επιχειρεί να θέσει ηθικά και νομικά όρια στη βία των ένοπλων συγκρούσεων, αναζητώντας μια ισορροπία ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ηθική. Ωστόσο, όσο αναγκαία κι αν είναι η ύπαρξη τέτοιων θεωριών σε έναν ατελή κόσμο, δεν παύει να προκαλεί προβληματισμό το γεγονός ότι δημιουργούνται πλαίσια που προσπαθούν να νομιμοποιήσουν —έστω υπό όρους— την καταστροφή, τον θάνατο και τον ανθρώπινο πόνο.
Ίσως, η πιο δίκαιη συνθήκη δεν είναι να ορίζουμε πότε επιτρέπεται ένας πόλεμος, αλλά να αγωνιζόμαστε για μια πραγματικότητα όπου ο πόλεμος δεν είναι απαραίτητος και η ειρήνη δε θα χρειάζεται θεωρίες για να υπερασπιστεί την ηθική της ανωτερότητα. Σε μια τέτοια πραγματικότητα, η θεωρία του δίκαιου πολέμου δε θα ήταν παρά μια υπενθύμιση του ότι κάποτε ανεχτήκαμε ως ανθρώπινη κοινότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Peter Vardy & Paul Grosch(1999.), Το Αίνιγμα της Ηθικής, μετάφραση Θοδωρής Δρίτσας, Εκδόσεις: Αρσενίδης