35.7 C
Athens
Τρίτη, 8 Ιουλίου, 2025
ΑρχικήΙστορίαΟ ελληνικός θρίαμβος στο Εσκί Σεχίρ και η «χαμένη ευκαιρία» της Μικράς...

Ο ελληνικός θρίαμβος στο Εσκί Σεχίρ και η «χαμένη ευκαιρία» της Μικράς Ασίας


Της Αναστασίας Δάβαρη,

Η Μάχη του Εσκί Σεχίρ έλαβε χώρα στις 8 Ιουλίου 1921 και αποτέλεσε μία από τις πλέον καθοριστικές και συνάμα δραματικές στιγμές της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ήταν μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού στο μέτωπο της Ανατολής, μια νίκη με μεγάλη επιχειρησιακή σημασία, που όμως δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς σε στρατηγικό και πολιτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να χαθεί μια μοναδική ευκαιρία για την τελική έκβαση του πολέμου υπέρ της Ελλάδας.

Το Εσκί Σεχίρ, γνωστό κατά τα βυζαντινά χρόνια ως Δορύλαιο, δεν ήταν απλώς ένας ακόμη στόχος. Ήταν το κέντρο του μικρασιατικού σιδηροδρομικού δικτύου και ένα κομβικό σημείο επικοινωνιών που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Άγκυρα, το Αφιόν Καραχισάρ και τα νότια μέτωπα της Μικράς Ασίας. Επιπλέον, εκεί είχε συγκεντρωθεί μεγάλος όγκος των εφοδίων και στρατιωτικών εγκαταστάσεων του στρατού του Κεμάλ Ατατούρκ. Από το τέλος του 1920, ο Ελληνικός Στρατός είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη. Ωστόσο, τον Ιούνιο του 1921, υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Αναστάσιου Παπούλα και με πολιτική εντολή της κυβέρνησης του Δημητρίου Γούναρη, σχεδιάστηκε νέα, ευρείας κλίμακας επιχείρηση με στόχο την κατάληψη της γραμμής Κιουτάχεια–Εσκί Σεχίρ–Αφιόν Καραχισάρ, μια κίνηση που αποσκοπούσε στην κατάρρευση της τουρκικής αντίστασης στο δυτικό μέτωπο.

Η ελληνική προέλαση ξεκίνησε στις 4 Ιουλίου 1921, όταν οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Κιουτάχεια, γεγονός που ανάγκασε τον κεμαλικό στρατό να υποχωρήσει και να ανασυνταχθεί στο Εσκί Σεχίρ. Ο Ισμέτ Πασά, επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων, επιχείρησε να οργανώσει ισχυρή άμυνα γύρω από την πόλη. Ήλπιζε πως με μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση θα καθυστερούσε την ελληνική προέλαση, δίνοντας χρόνο στον στρατό του να αποσύρει τον εξοπλισμό του και να οχυρωθεί στα ανατολικά.

Ελληνικός στρατός στου Εσκί Σεχίρ. Πηγή Εικόνας: wikipedia.org

Η τελική ελληνική επίθεση ξεκίνησε στις 8 Ιουλίου. Οι ελληνικές μεραρχίες (1η, 7η και 10η), υποστηριζόμενες από μονάδες ιππικού, κινήθηκαν συντονισμένα από διαφορετικές κατευθύνσεις με στόχο να περικυκλώσουν και να πλήξουν καίρια τον εχθρό. Οι μάχες ήταν σφοδρές, με φονικές συγκρούσεις σώμα με σώμα και έντονη χρήση πυροβολικού. Σε κρίσιμη φάση της μάχης, οι τουρκικές δυνάμεις εξαπέλυσαν ισχυρή αντεπίθεση με σκοπό να διασπάσουν τις ελληνικές γραμμές. Όμως, οι επιμέρους ελληνικές διοικήσεις, παρά την απουσία του γενικού στρατηγείου από την πρώτη γραμμή, επέδειξαν ψυχραιμία, οργάνωση και αποφασιστικότητα.

Το βράδυ της 9ης Ιουλίου, ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε νικηφόρα στο Εσκί Σεχίρ μετά από μία σαρωτική νίκη. Ο κεμαλικός στρατός υποχώρησε άτακτα προς την Άγκυρα, πέρα από τον ποταμό Σαγγάριο, αφήνοντας πίσω του χιλιάδες αιχμαλώτους, τραυματίες και σημαντικές ποσότητες πολεμικού υλικού. Η κατάληψη της πόλης είχε όχι μόνο στρατιωτικό αλλά και ισχυρό συμβολικό αντίκτυπο, καθώς θεωρήθηκε ότι άνοιγε τον δρόμο για την τελική κατάρρευση του κεμαλικού καθεστώτος.

Οι ελληνικές απώλειες, ωστόσο, ήταν σημαντικές με περίπου 1.500 νεκροί, πάνω από 6.000 τραυματίες και περισσότερους από 100 αγνοούμενους. Οι τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν τις ελληνικές, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υλικό. Η ελληνική κοινή γνώμη ενθουσιάστηκε, ενώ ο διεθνής Τύπος εξήρε την επιχειρησιακή αρτιότητα των ελληνικών στρατευμάτων. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ χαρακτήρισε τον ελληνικό στρατό «άξιο θαυμασμού» και έδειξε να ελπίζει σε μια πλήρη ελληνική επικράτηση στη Μικρά Ασία.

Παρ’ όλα αυτά, η στρατιωτική αυτή επιτυχία δεν κεφαλαιοποιήθηκε, όπως θα μπορούσε. Η ελληνική διοίκηση, αντί να καταδιώξει άμεσα τον εχθρό και να προελάσει προς την Άγκυρα όπου ο κεμαλικός στρατός ήταν ακόμα ευάλωτος, δίστασε. Το Β’ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Ανδρέα Βλαχόπουλο, δεν κινήθηκε με την απαιτούμενη ταχύτητα και αποφασιστικότητα, γεγονός που προκάλεσε πολιτικές και στρατιωτικές αντιδράσεις. Η απομάκρυνση του Βλαχόπουλου από τη διοίκηση ήρθε ως συνέπεια αυτής της ολιγωρίας.

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας “Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” στις 8 Ιουλίου 1921. Πηγή Εικόνας: kathimerini.gr

Οι αιτίες αυτής της κρίσιμης καθυστέρησης ήταν πολλαπλές· η κόπωση των στρατιωτικών μονάδων, η ανάγκη ανεφοδιασμού, οι αμφιταλαντεύσεις στο εσωτερικό της ελληνικής κυβέρνησης και η ελπίδα ότι οι κεμαλικοί, ύστερα από το σοβαρό πλήγμα, θα προσέρχονταν σε διαπραγματεύσεις. Όμως, ο Μουσταφά Κεμάλ χρησιμοποίησε ακριβώς αυτόν τον χρόνο για να ανασυγκροτήσει τον στρατό του, να μεταφέρει ενισχύσεις από την Ανατολία και να οργανώσει μια νέα, συμπαγή αμυντική γραμμή κοντά στον ποταμό Σαγγάριο.

Η Μάχη του Εσκί Σεχίρ αποδεικνύει πως ακόμη και η πιο εντυπωσιακή στρατιωτική νίκη μπορεί να αποδειχθεί στρατηγικά ανεπαρκής, αν δεν συνοδευτεί από αποφασιστικές πολιτικές και επιχειρησιακές ενέργειες. Η νίκη αυτή, αν και φαινομενικά άνοιγε τον δρόμο προς την Άγκυρα και την οριστική συντριβή του κεμαλικού στρατού, τελικά εξελίχθηκε σε σταθμό μιας πολεμικής προσπάθειας που σύντομα θα κατέληγε σε αδιέξοδο.

Η μάχη του Εσκί Σεχίρ, με την ένταση, την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό που τη χαρακτήρισαν, παραμένει μέχρι σήμερα ένα φωτεινό αλλά και διδακτικό κεφάλαιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ήταν απόδειξη της αξίας, της αντοχής και του φρονήματος του Ελληνικού Στρατού, αλλά και μια σκληρή υπενθύμιση ότι οι πόλεμοι δεν κρίνονται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στις αίθουσες λήψης αποφάσεων. Ο ελληνικός θρίαμβος στο Εσκί Σεχίρ, αντί να οδηγήσει σε λύση του Μικρασιατικού Ζητήματος, μετατράπηκε όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων σε σημείο καμπής που προανήγγειλε την τραγική κατάληξη του Αυγούστου 1922.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Γεδεών Δημήτριος – Παπαδημητρίου Θ. Κωνσταντίνος – Τάγκας Λάμπρος (2012), Η μάχη του Εσκί Σεχίρ – Ιούλιος 1921 Η μεγαλύτερη νίκη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, εκδ. Γνώμων Εκδοτική
  • Πολυζώης Κωνσταντίνος (Υπγος) (1998), Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821 – 1997, εκδ. ΔΙΣ/ΓΕΣ
  • Συλλογικό Έργο (2008), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Τόμος ΙΕ’) – Νεώτερος Ελληνισμός από 1913 έως 1941, εκδ. Εκδοτική Αθηνών

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αναστασία Δάβαρη, Β΄ Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Αναστασία Δάβαρη, Β΄ Αρχισυντάκτρια Ιστορίας
Γεννήθηκε το 2004 στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Έχει ιδιαίτερη αγάπη για τη Nεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, τόσο της Ελλάδας όσο και του υπόλοιπου κόσμου. Ασχολείται με τον αθλητισμό, ενώ, ακόμα, της αρέσουν οι καλές τέχνες, όπως ο χορός, η μουσική και το θέατρο, με τα οποία έχει, επίσης, ασχοληθεί. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, ποίηση και να περνάει χρόνο με τους φίλους της.