Του Δημήτρη Νικολάου,
Το κεντρικό σημείο, το οποίο αυτό το άρθρο έχει σκοπό να αναδείξει, είναι οι πρακτικές του φαγητού μέσα από την ιδιαίτερη εμπειρία του Λιουτπράνδου στη βυζαντινή αυλή. Είναι γεγονός πως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εκτείνεται χρονικά σε μία χιλιετία και χωρικά σε τρεις ηπείρους (τουλάχιστόν στο απόγειό της) και, ως εκ τούτου, περιλάμβανε πολλούς λαούς στην επικράτειά της. Με αυτόν τον τρόπο, η κουζίνα της ήταν μια αντανάκλαση των διαφορετικών πολιτισμικών και γεωγραφικών επιρροών της, συνδυάζοντας τις γαστρονομικές παραδόσεις της Μέσης Ανατολής, του σλαβικού κόσμου και ιδιαίτερα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Η βυζαντινή διατροφή ήταν έτσι ένας δυναμικός συνδυασμός ποικίλων συστατικών, μεθόδων παρασκευής και εθίμων φαγητού, που μας προσφέρουν μια μοναδική ματιά στην καθημερινή ζωή και τις κοινωνικές δομές στην αυτοκρατορία.

H βυζαντινή διατροφή βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη «μεσογειακή τριάδα»: σιτάρι, ελαιόλαδο και κρασί. Το ψωμί ήταν μια βασική τροφή, που καταναλώνονταν συχνά σε διάφορες μορφές, από απλά ψωμάκια μέχρι πιο περίτεχνα καρβέλια εμπλουτισμένα με γάλα και αυγά. Το σιτάρι χρησιμοποιήθηκε επίσης για την παρασκευή χυλού και άλλων πιάτων με βάση τα δημητριακά. Το ελαιόλαδο δεν ήταν μόνο ένα μαγειρικό μέσο, αλλά και ένα σημαντικό καρύκευμα, ενώ το κρασί ήταν ένα πανταχού παρόν ποτό, που συχνά καταναλώνονταν και αραιωμένο με νερό. Το κρέας καταναλώνονταν λιγότερο συχνά σε σχέση με τις δυτικές δίαιτες, κυρίως λόγω του κόστους του. Τα ψάρια και τα θαλασσινά, ωστόσο, ήταν πιο κοινά, δεδομένης της εκτεταμένης ακτογραμμής του Βυζαντίου και της ακμάζουσας αλίευσης.
O Λιουτπράνδος, όμως, είναι συνδεμένος με τη Λομβαρδία, μια περιοχή κοντά στη Βόρεια Ιταλία. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, η Λομβαρδία ήταν μέρος του Βασιλείου της Ιταλίας εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Δυτική Ευρώπη, και, όπως είναι κατανοητό, η ζωή του ήταν στενά συνδεδεμένη με τη γερμανική αυλή, ιδιαίτερα υπό τον Όθωνα Α’. Σύμφωνα με τον Koder, την εποχή του Ιουστινιανού οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας απολάμβαναν τα ίδια λιτά φαγητά, αλλά με το τέλος του 6ου αιώνα εμφανίζεται σταδιακά ένας διαχωρισμός, καθώς η κουζίνα της Ανατολικής Μεσογείου εμφανίζεται όλο και πιο αποκρουστική τόσο στην Κεντρική όσο και στη Δυτική Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο, το άρθρο θεωρεί πως η συνάντηση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών ρίχνει φως στις διαφορετικές γαστρονομικές παραδόσεις και προτιμήσεις που επικρατούν σε κάθε κοινωνία. Στην περίπτωση του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας, η επίσκεψή του στη βυζαντινή αυλή προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για τις αντικρουόμενες διατροφικές πρακτικές της Λατινικής Δύσης και της Βυζαντινής Ανατολής.
Έχοντας αναφέρει αυτά, είναι ενδιαφέρον το άρθρο να παρατηρήσει αυτήν την διαπολιτισμική συνάντηση συγκεκριμένα μέσα από τον λόγο του Λιουτπράνδου. Τα γραπτά του Λιουτπράνδου αντικατοπτρίζουν την περιφρόνησή του για το βυζαντινό φαγητό, το οποίο βρήκε δυσάρεστο σε σύγκριση με την κουζίνα της γενέτειράς του Λομβαρδίας και της γερμανικής αυλής. Παραπονέθηκε γενικά για τη μη γνώριμη και χαμηλή ποιότητα του φαγητού που του σερβίρεται, περιγράφοντάς το με υποτιμητικούς όρους, γεγονός που το άρθρο αξίζει να εξετάσει αναλυτικότερα. Σαν γενική παραδοχή όμως, είναι θεμιτό να σημειωθεί πως οι επικρίσεις του πιθανότατα επηρεάστηκαν από τη γενική αρνητική αντίληψή του για τη βυζαντινή αυλή και τον πολιτισμό της.
Ειδικότερα, o Λιουτπράνδος βρήκε τις γεύσεις και τα συστατικά της βυζαντινής κουζίνας περίεργες και μη ελκυστικές. Η έντονη χρήση μπαχαρικών και σαλτσών, που ήταν χαρακτηριστικά της βυζαντινής μαγειρικής, δεν ταίριαζε στις προτιμήσεις του. Συγκεκριμένα, περιγράφει ένα δείπνο που παρευρίσκεται με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο, παρουσιάζοντάς το ως αποκρουστικό λόγω του τρόπου με τον οποίο διεξάγεται. Αναφέρει την παρουσία σάλτσας γάρου και τη συντριπτική χρήση σκόρδου, κρεμμυδιού και πράσου στα πιάτα που σερβίρονταν, τονίζοντας τον δυσάρεστο χαρακτήρα του γεύματος. Ο ουρανίσκος του, συνηθισμένος στις διαφορετικές γεύσεις της δυτικής ευρωπαϊκής κουζίνας, έβρισκε τα βυζαντινά πιάτα υπερβολικά, περίπλοκα και ξένα. Ένα από τα συγκεκριμένα παράπονα του Λιουτπράνδου αφορούσε τα πιάτα που περιέχουν ψάρι, τα οποία ήταν βασικό στοιχείο στη βυζαντινή διατροφή λόγω της παράκτιας γεωγραφίας της αυτοκρατορίας. Βρήκε τις μεθόδους παρασκευής του ψαριού και τις συνοδευτικές σάλτσες μη γευστικές. Οι περιγραφές του φέρουν έναν τόνο αηδίας, αντανακλώντας την έλλειψη εξοικείωσης με, και την προκατάληψη του για τη μεσογειακή θαλασσινή κουζίνα.

Στο ίδιο πλαίσιο, ο επίσκοπος Λιουτπράνδος παρέχει πληροφορίες για τις πρακτικές φαγητού των βυζαντινών αξιωματούχων, σχολιάζοντας τη λιτή συμπεριφορά και τα απλά γεύματά τους. Σημειώνει ότι σερβίρουν μόνοι τους ψωμί, ρουφούν νερό μπάνιου από μικροσκοπικά ποτήρια και καταναλώνουν δείπνα που τελειώνουν με μαρούλι, αντανακλώντας μια μέτρια και λιτή προσέγγιση στο φαγητό. Οι παρατηρήσεις του για τις διατροφικές συνήθειες των βυζαντινών επισκόπων προσφέρουν μια ιδιαίτερη οπτική πάνω στα γαστρονομικά έθιμα που επικρατούν, αλλά σίγουρα πρέπει να τα λάβουμε με επιφύλαξη λόγω των προκαταλήψεων του.
Ο Λιουτπράνδος εκφράζει την αποστροφή του για το κρασί που σερβίρεται στην Κωνσταντινούπολη, σημειώνοντας ότι δεν μπορεί να το πιει λόγω των συστατικών που χρησιμοποιούνται, όπως πίσσα, χυμός πεύκου και γύψος. Η πολιτισμική και κοινωνική σημασία του κρασιού στο Βυζάντιο ήταν πολύπλευρη, καθώς περιλαμβάνεται σε θρησκευτικές τελετουργίες, στην καθημερινή κατανάλωση, στις κοινωνικές πρακτικές και στα διπλωματικά έθιμα. Η σημασία του αντανακλάται στις θρησκευτικές τελετές, στις κοινωνικές συγκεντρώσεις και στις ιατρικές παραδόσεις, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του κρασιού ως ζωτικής σημασίας συστατικό της βυζαντινής ζωής. Η κριτική του Λιουτπράνδου για την ποιότητα του κρασιού σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να λειτουργήσει σε συμβολικό επίπεδο ως απόρριψη ενός φαινομενικά απλού στοιχείου της βυζαντινής καθημερινότητας, που όμως έχει σημασία, καθώς συνδέεται έμμεσα με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές πτυχές του Βυζαντίου.

Οι αρνητικές απόψεις του Λιουτπράνδου για το βυζαντινό φαγητό δεν βασίζονταν αποκλειστικά σε γαστρονομικές διαφορές. Οι κριτικές του πρέπει να γίνουν κατανοητές μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτικών και πολιτισμικών του προκαταλήψεων. Ως απεσταλμένος του αυτοκράτορα Όθωνα Α’, ο Λιουτπράνδος βρισκόταν συχνά σε αμφιλεγόμενη και ανταγωνιστική σχέση με τη βυζαντινή αυλή. Τα γραπτά του προορίζονταν για το δυτικό κοινό, και έτσι τόνιζαν την υπεροχή των δυτικών εθίμων και κουζίνας έναντι αυτών των Βυζαντινών. Συνεπώς, η περιφρόνηση του Λιουτπράνδου για το βυζαντινό φαγητό μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της ευρύτερης κριτικής του για τον βυζαντινό πολιτισμό και την πολιτική. Οι περιγραφές αυτές χρησίμευσαν για να ενισχύσουν την ιδέα της βυζαντινής παρακμής και της διαφθοράς, σε αντίθεση με αυτά που θεωρούσε ως τα πιο ενάρετα και απλά έθιμα της γερμανικής αυλής του Όθωνα.
Συνεπώς, η επίσκεψη του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας στη βυζαντινή αυλή προσφέρει μια συναρπαστική ματιά στις πολιτιστικές και γαστρονομικές αντιθέσεις μεταξύ του δυτικού και του βυζαντινού κόσμου τον 10ο αιώνα. Η περιφρόνησή του για το βυζαντινό φαγητό, βαθιά ριζωμένη στις δικές του διατροφικές προτιμήσεις, που διαμορφώθηκαν από τις λομβαρδικές και γερμανικές παραδόσεις, υπογραμμίζει τις σημαντικές διαφορές στη γεύση, τα συστατικά και τα γαστρονομικά έθιμα μεταξύ των περιοχών. Η κριτική οπτική του Λιουτπράνδου για τη βυζαντινή κουζίνα, χαρακτηρίζεται από έλλειψη εξοικείωσης και προκατάληψη, υπογραμμίζοντας τις ευρύτερες πολιτιστικές και πολιτικές προκαταλήψεις της εποχής του. Οι περιγραφές του όχι μόνο αποκαλύπτουν την προσωπική του δυσαρέσκεια, αλλά αντικατοπτρίζουν επίσης το ευρύτερο πλαίσιο των μεσαιωνικών διπλωματικών σχέσεων, όπου οι πρακτικές τροφίμων χρησίμευαν ως συμβολικό πεδίο μάχης για την πολιτισμική ταυτότητα και ανωτερότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ε. Γραμματικοπούλου (Eπ) (2006), Οίνος: Πολιτισμός και κοινωνία, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
- Andrew Dalby – Johannes Koder – Ηλίας Αναγνωστάκης – Μαρία Λεοντσίνη – Χρυσή Μπούρμπου (2013), Flavors & Delights Tastes & Pleasures of Ancient & Byzantine Cuisine, Αθήνα: εκδ. Αρμός
- The Complete Works of Liudprand of Cremona, dokumen.pub, διαθέσιμο εδώ