Της Βερονίκης Κούτσικου,
Στις παρυφές της Ευρώπης, η Ελλάδα βρέθηκε τα τελευταία χρόνια στην πρώτη γραμμή μιας από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών της σύγχρονης ιστορίας. Χιλιάδες άνθρωποι, εκτοπισμένοι από πολέμους, διώξεις ή ακραία φτώχεια, διέσχισαν θάλασσες και σύνορα με την ελπίδα μιας ασφαλούς και αξιοπρεπούς ζωής. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν σε νησιά, άλλοι σε αστικά κέντρα, φέρνοντας μαζί τους όχι μόνο τις αποσκευές της ανάγκης, αλλά και την επιθυμία να ξαναχτίσουν τη ζωή τους.
Η ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία. Δεν περιορίζεται στη στέγαση ή την παροχή ασύλου. Περιλαμβάνει την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την αγορά εργασίας, την υγειονομική περίθαλψη, αλλά και την κοινωνική συμμετοχή. Πάνω απ’ όλα, είναι μια καθημερινή εμπειρία συμβίωσης, διαλόγου και μετασχηματισμού —και για τις δύο πλευρές: και για τους νεοεισερχόμενους και για την τοπική κοινωνία.
Στα ελληνικά σχολεία, το έργο της εκπαίδευσης μαθητών με προσφυγικό υπόβαθρο αποτελεί πρόκληση αλλά και ευκαιρία. Οι τάξεις υποδοχής, τα μαθήματα ενίσχυσης της ελληνικής γλώσσας, καθώς και τα επιμορφωτικά προγράμματα για εκπαιδευτικούς, επιδιώκουν να διαμορφώσουν περιβάλλοντα ασφάλειας, κατανόησης και συμπερίληψης. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου μαθητές πρόσφυγες βιώνουν απομόνωση, έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας ή δυσκολίες προσαρμογής. Η επιτυχής ένταξη προϋποθέτει διαπολιτισμική ευαισθησία, υπομονή και έμπρακτη υποστήριξη —όχι μόνο θεσμική, αλλά και ανθρώπινη.

Στο πεδίο της εργασίας, τα δεδομένα είναι σύνθετα. Παρά τις υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις για την πρόσβαση των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων στην αγορά εργασίας, στην πράξη παραμένουν σοβαρά εμπόδια. Η έλλειψη αναγνώρισης προσόντων, η άτυπη εργασία, η εκμετάλλευση και οι γλωσσικοί φραγμοί καθιστούν δύσκολη την επαγγελματική αποκατάσταση. Πολλοί απασχολούνται περιστασιακά σε αγροτικές ή οικοδομικές εργασίες, χωρίς συμβάσεις ή ασφάλιση, γεγονός που τους καθιστά ευάλωτους σε παραβιάσεις των εργασιακών τους δικαιωμάτων.
Οι γυναίκες πρόσφυγες αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις. Συχνά βιώνουν πολλαπλές μορφές αποκλεισμού, τόσο λόγω του φύλου τους όσο και λόγω πολιτισμικών ή κοινωνικών παραγόντων. Η πρόσβασή τους σε εκπαίδευση ενηλίκων, σε κατάρτιση ή σε υποστηρικτικές υπηρεσίες, παρεμποδίζεται από την έλλειψη παιδικής φροντίδας, τις γλωσσικές δυσκολίες ή και την εμπειρία τραύματος. Παρ’ όλα αυτά, σε πολλές περιπτώσεις, οι ίδιες αποτελούν τον πυρήνα αλλαγής μέσα στην κοινότητα, ενισχύοντας τη συνοχή και τη συμμετοχή μέσω πρωτοβουλιών χειροτεχνίας, αλληλοϋποστήριξης και κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Η τοπική κοινωνία, από την πλευρά της, παρουσιάζει ένα μωσαϊκό στάσεων. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν πολίτες, εκπαιδευτικοί, επαγγελματίες υγείας και δημοτικές αρχές που εργάζονται καθημερινά για την προώθηση της ισότητας και της ενσωμάτωσης. Δράσεις διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, προγράμματα δημιουργικής απασχόλησης, ομάδες γονέων, και συνεργασίες σχολείων με κοινωνικές δομές αποδεικνύουν, ότι η ένταξη δεν είναι μόνο ευθύνη του κράτους, αλλά και προϊόν τοπικής πρωτοβουλίας. Από την άλλη πλευρά, παραμένουν εντάσεις, φοβίες και προκαταλήψεις, ιδίως όταν η πολιτεία δεν εξηγεί έγκαιρα τις διαδικασίες ή όταν η υποστήριξη είναι αποσπασματική και ανεπαρκής.

Η γραφειοκρατία αποτελεί, επίσης, σημαντικό εμπόδιο. Οι καθυστερήσεις στην έκδοση νομιμοποιητικών εγγράφων, οι πολύπλοκες διαδικασίες για την πρόσβαση σε υπηρεσίες και η έλλειψη διερμηνείας συχνά οδηγούν σε απογοήτευση και αποστασιοποίηση. Η αναμονή μπορεί να διαρκεί μήνες ή και χρόνια. Ειδικά για τις οικογένειες με παιδιά, οι αβεβαιότητες αυτές εντείνουν την ανασφάλεια και εμποδίζουν τον σχεδιασμό ενός σταθερού μέλλοντος.
Παρά τις δυσκολίες, υπάρχουν παραδείγματα επιτυχούς ένταξης που αναδεικνύουν τι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κατάλληλες συνθήκες υπάρχουν. Περιπτώσεις ανθρώπων που έμαθαν τη γλώσσα, ολοκλήρωσαν την εκπαίδευσή τους, απέκτησαν εργασία και συνεισφέρουν στην κοινωνία με δεξιότητες, ιδέες και νέες προοπτικές. Οι ιστορίες αυτές δεν είναι μεμονωμένες. Είναι αποτελέσματα συλλογικής προσπάθειας, εμπιστοσύνης και συνεχούς αλληλεπίδρασης.
Η ένταξη δεν είναι ούτε γραμμική ούτε αυτόματη διαδικασία. Απαιτεί συνεχή φροντίδα, συνεργασία και πολιτική συνέπεια. Η επιτυχία της εξαρτάται από το αν η κοινωνία υποδοχής επιλέγει να βλέπει τους πρόσφυγες όχι ως προσωρινό πρόβλημα, αλλά ως ισότιμα μέλη με δικαιώματα, ανάγκες και δυνατότητες. Το εκπαιδευτικό σύστημα, οι δημόσιες υπηρεσίες, οι φορείς κοινωνικής πολιτικής και οι πολίτες έχουν όλοι ρόλο στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας ανοιχτής, δίκαιης και συμπεριληπτικής.

Η Ελλάδα έχει το πλεονέκτημα —και την πρόκληση— να αποτελεί γέφυρα μεταξύ ηπείρων, πολιτισμών και εμπειριών. Η πραγματική ένταξη δεν αφορά μόνο όσους έρχονται. Αφορά και εμάς τους ίδιους. Αφορά το ποιοι θέλουμε να είμαστε ως κοινωνία, ποια πρότυπα συνοχής προωθούμε, και αν επιλέγουμε τον αποκλεισμό ή τη συμβίωση.
Η ελπίδα είναι παρούσα —όταν ένα παιδί που μιλάει άλλη γλώσσα γράφει ποίηση στα ελληνικά, όταν μια μητέρα μαθαίνει τη λέξη «ελπίδα» και τη χρησιμοποιεί καθημερινά, όταν οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να επικοινωνήσουν χωρίς να μιλούν την ίδια γλώσσα. Στις σιωπές, στις πράξεις και στις λέξεις που αποκτούμε μαζί, χτίζεται σταδιακά η κοινωνία της συμπερίληψης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην προσπάθεια ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία, alterthess.gr, διαθέσιμο εδώ