Της Αναστασίας Χέλη,
Η διοικητική δικαιοδοσία στη χώρα μας διακρίνεται παραδοσιακά σε δύο μεγάλες κατηγορίες διαφορών: τις ακυρωτικές διαφορές και τις διαφορές ουσίας. Η διάκριση αυτή, παρότι συχνά προφανής, εγείρει σύνθετα ερμηνευτικά ζητήματα και καθορίζει την έκταση της δικαστικής προστασίας, το εύρος του δικαστικού ελέγχου και τη δικονομική μεταχείριση της υπόθεσης. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται η ιστορική εξέλιξη της διάκρισης, τα νομολογιακά κριτήρια, η διαφοροποίηση ως προς την αρχή της νομιμότητας και την αρχή της πλήρους δικαιοδοσίας, και η δικονομική θέση του διαδίκου.
Η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων καθιέρωσε ορισμένα κριτήρια για τη διάκριση των διαφορών σε ακυρωτικές και ουσίας:
-
Στις ακυρωτικές διαφορές το δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, προβαίνοντας σε ακύρωσή της εάν διαπιστωθεί παράβαση νόμου, αναρμοδιότητα, πλημμέλεια της αιτιολογίας ή υπέρβαση ορίων διακριτικής ευχέρειας.
-
Στις διαφορές ουσίας το δικαστήριο, πέραν της νομιμότητας, εξετάζει το περιεχόμενο της υπόθεσης και μπορεί να τροποποιεί την προσβαλλόμενη πράξη (πλήρης δικαιοδοσία), διαμορφώνοντας το διοικητικό αποτέλεσμα.
Η νομολογία του ΣτΕ (π.χ. ΟλΣτΕ 1975/2014) εστίασε στο αντικείμενο της διαφοράς και στην εξουσία που απονέμει ο νόμος στο δικαστήριο για την επίλυση της υπόθεσης, ώστε να προσδιορίσει εάν μια διαφορά ανήκει στη μια ή την άλλη κατηγορία.

Αρχή της νομιμότητας vs. αρχή της πλήρους δικαιοδοσίας
Η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στις δύο κατηγορίες έγκειται στο πρότυπο ελέγχου που εφαρμόζει το δικαστήριο:
-
Στις ακυρωτικές διαφορές κυριαρχεί η αρχή της νομιμότητας: το δικαστήριο ελέγχει την εξωτερική και εσωτερική νομιμότητα της πράξης χωρίς να υποκαθίσταται στη Διοίκηση.
-
Στις διαφορές ουσίας εφαρμόζεται η αρχή της πλήρους δικαιοδοσίας: ο δικαστής εξετάζει την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να προβεί σε νέα στάθμιση, να επανεκτιμήσει αποδεικτικά στοιχεία και να διαμορφώσει οριστική διοικητική ρύθμιση της έννομης κατάστασης.
Η διάκριση αυτή αντανακλά τη δικαιοκρατική απαίτηση για έλεγχο της Διοίκησης, σε συνδυασμό με την απαίτηση για δικαστική επίλυση της διαφοράς.
Δικονομική θέση του διαδίκου
Η διαφοροποίηση των διαφορών επηρεάζει επίσης τη δικονομική θέση των διαδίκων:
-
Στις ακυρωτικές διαφορές, ο αιτών προσβάλλει συγκεκριμένη πράξη για νομικά ελαττώματα, και το δικαστήριο ακυρώνει ή απορρίπτει την προσφυγή, περιοριζόμενο στο αναγκαίο πλαίσιο της νομιμότητας.
-
Στις διαφορές ουσίας, ο αιτών αξιώνει συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη κατάσταση, και το δικαστήριο μπορεί να την αναγνωρίσει απευθείας, να διαμορφώσει τη διοικητική σχέση μεταξύ του αιτούντος και της Διοίκησης, και να επιλύσει οριστικά τη διαφορά.
Η διαφορά αυτή συνεπάγεται και διαφοροποιήσεις στη διαδικασία απόδειξης, στη δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων, αλλά και στο περιθώριο παρέμβασης τρίτων.
Παραδείγματα νομολογίας για τη διάκριση ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας
Η ελληνική νομολογία έχει επανειλημμένα ασχοληθεί με την ακριβή οριοθέτηση της δικαιοδοσίας ανάμεσα στις ακυρωτικές διαφορές και τις διαφορές ουσίας, διαμορφώνοντας σταθερά κριτήρια.
Ακυρωτικές διαφορές
-
ΣτΕ Ολ 1975/2014: Το Συμβούλιο της Επικρατείας επανέλαβε ότι στις ακυρωτικές διαφορές ο δικαστής ελέγχει αποκλειστικά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, περιοριζόμενος στο ρόλο του «αρνητικού νομοθέτη».
-
ΣτΕ Ολ 3319/2010: Διευκρίνισε ότι ο δικαστικός έλεγχος στις ακυρωτικές διαφορές αφορά την αιτιολογία της πράξης, την τήρηση της διαδικασίας, την αναρμοδιότητα και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.

Διαφορές ουσίας
-
ΣτΕ 3239/2004: Αναγνώρισε ότι στις διαφορές ουσίας το δικαστήριο υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης και μπορεί να διαμορφώσει το περιεχόμενο της έννομης σχέσης, κρίνοντας την υπόθεση κατ’ ουσίαν.
-
ΣτΕ 221/2010: Το Δικαστήριο τόνισε ότι στις διαφορές πλήρους δικαιοδοσίας ο δικαστής μπορεί να αναπροσδιορίσει την έννομη κατάσταση του αιτούντος με μεταρρυθμιστική απόφαση (π.χ. τροποποιώντας διοικητικό πρόστιμο).
Οριακές περιπτώσεις και μικτές διαφορές
-
ΣτΕ Ολ 1891/2015: Επιχείρησε να διασαφηνίσει τα κριτήρια για την αναγνώριση «μικτών» διαφορών, όπου παράλληλα με τον έλεγχο νομιμότητας απαιτείται και εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με αποτέλεσμα την υπαγωγή τους στις διαφορές ουσίας.
-
ΣτΕ Ολ 3041/2018: Επιβεβαίωσε την πάγια αρχή ότι η φύση της διαφοράς προσδιορίζεται από τον νόμο που προβλέπει το ένδικο βοήθημα και την εξουσία του δικαστηρίου, υπογραμμίζοντας ότι η εκάστοτε ρύθμιση μπορεί να επηρεάζει τη δικαιοδοσία.
Η διάκριση μεταξύ ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας είναι μια θεμελιώδης σταθερά του ελληνικού διοικητικού δικαίου, που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο παρέχεται δικαστική προστασία. Από την ιστορική της αφετηρία έως τη σύγχρονη νομολογιακή της επεξεργασία, η διάκριση υπηρετεί τη διασφάλιση της αρχής της νομιμότητας, της δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας και της αποτελεσματικής προστασίας των διοικουμένων. Η κατανόηση των βασικών διαφορών ανάμεσα στις δύο κατηγορίες είναι απαραίτητη για την ορθή νομική αντιμετώπιση κάθε διοικητικής διαφοράς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Π. Λαζαράτος , Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική βιβλιοθήκη
-
Ε. Πρεβεδούρου, Η έννομη προστασία στη Διοικητική Δικονομία, Εκδόσεις Σάκκουλα
-
Δ. Ράικος , Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα