Της Μαρίας Σιούτα,
Ιδιωτικό δίκαιο συνιστά το σύνολο των κανόνων που διέπουν τις έννομες σχέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ πολιτών, των λεγόμενων ιδιωτών. Οι σχέσεις αυτές δημιουργούνται κι αναπτύσσονται στην εδαφική επικράτεια του εκάστοτε κράτους, ωστόσο δεν περιορίζονται στο πλαίσιο του εγχωρίου δικαίου. Εξαιρετικά συχνό φαινόμενο, χαρακτηριστικό της σύγχρονης οργανωμένης κοινωνίας, είναι να αποκτούν οι ιδιωτικές σχέσεις ένα ή παραπάνω στοιχεία που τους προσδίδουν «αλλοδαπότητα» (π.χ. να εγκαθιδρύονται μεταξύ δύο ιδιωτών που προέρχονται από δύο διαφορετικές χώρες), στοιχεία τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την αναγωγή των σχέσεων αυτών σε διεθνές επίπεδο. Το δίκαιο που καλείται να ρυθμίσει τις ιδιωτικές σχέσεις αυτές, οι οποίες διατρέχονται από στοιχεία που τις καθιστούν διεθνείς ή αλλιώς «αλλοδαπές», είναι το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο.
Συγκεκριμένα, μία από τις πιο καθοριστικές λειτουργίες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου είναι ακριβώς ο εντοπισμός του δικαίου, το οποίο θα εφαρμοστεί σε τέτοιες έννομες σχέσεις με διεθνή στοιχεία: π.χ. το δίκαιο που ρυθμίζει τον γάμο μεταξύ ενός Ιταλού και μιας Ελληνίδας. Θα είναι το ιταλικό ή το ελληνικό δίκαιο; Αυτό το ζήτημα έρχεται να επιλύσει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, χρησιμοποιώντας τους, θεσπισμένους σε κάθε έννομη τάξη, κανόνες σύγκρουσης ή σύνδεσης συνδετικά δηλαδή στοιχεία, όπως η ιθαγένεια, η κατοικία ή η συνήθης διαμονή των δύο ή παραπάνω μερών, από τα οποία προκύπτει και ποιο δίκαιο είναι το καταλληλότερο για να ρυθμίσει τη συνδεόμενη με περισσότερες από μία έννομες τάξεις έννομη σχέση τους. Παράλληλα, εκτός από τις επιμέρους ρυθμίσεις και κανόνες σύγκρουσης που καθιερώνει η εκάστοτε έννομη τάξη, κανόνες σύγκρουσης θεσπίζονται και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω των Κανονισμών. Οι Κανονισμοί αυτοί εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και καθορίζουν κανόνες σύγκρουσης οι οποίοι έχουν δεσμευτική ισχύ και εφαρμόζονται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπερισχύοντας έτσι των εθνικών διατάξεων. Οι Κανονισμοί συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση ενός ενιαίου κι αρμονικού συνόλου κανόνων, επιδιώκοντας την ομοιομορφία και τη σταθερότητα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χαρακτηριστικό ζήτημα που απασχολεί το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο τόσο σε εγχώριο όσο και σε ενωσιακό επίπεδο είναι ο θεσμός των συμβατικών ενοχικών σχέσεων, οι οποίες στη σύγχρονη εποχή αποτελούν κεντρικό σημείο στον διεθνή συναλλακτικό βίο και στην παγκόσμια αγορά. Δεδομένης της υψίστης αυτής σημασίας των συμβατικών ενοχών και της ανάγκης για ασφάλεια δικαίου και νομική σταθερότητα των διεθνών συναλλαγών, επιδιώχθηκε η ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης, με τη θέσπιση του Κανονισμού 539/2008 της ΕΕ, ή αλλιώς Κανονισμός «Ρώμη I». Ο Κανονισμός αυτός υπερισχύει των διατάξεων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών και ρυθμίζει ζητήματα του εφαρμοστέου δικαίου σε διαφορές που προκύπτουν από διεθνείς ενοχικές σχέσεις.

Θεμελιώδης, κι αρκετά προοδευτική, είναι η θέσπιση από τον Κανονισμό της αρχής της αυτονομίας των συμβαλλομένων. Η αρχή αυτή σημαίνει ότι τα μέρη μιας διεθνούς συμβατικής σχέσης έχουν την απόλυτη ελευθερία να επιλέξουν το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβασή τους, χωρίς να χρειάζεται το δίκαιο αυτό να τους υποδεικνύεται από κάποιο συγκεκριμένο κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Πρόκειται για έκφραση της ελευθερίας βούλησης και του αυτοπροσδιορισμού των συμβαλλομένων, οι οποίοι μπορούν να συμφωνήσουν ρητά ή σιωπηρά ποιου κράτους το δίκαιο θα εφαρμοστεί στη σύμβασή τους (lex voluntatis). Η επιλογή αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι απολύτως ελεύθερη κι απεριόριστη, δίνοντας τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα μέρη να επιλέξουν δίκαιο που θεωρούν ουδέτερο ή πιο κατάλληλο σε σχέση με τη σύμβαση που καταρτίζουν. Η ελευθερία αυτή, επομένως, συνάδει με τη γενικότερη φύση και την αρχή της ελεύθερης βούλησης στις συμβατικές ενοχές κι ενισχύει σημαντικά την προβλεψιμότητα και την ασφάλεια δικαίου στις διεθνείς συναλλαγές. Υπόκειται μόνο σε περιορισμούς που πηγάζουν από τις αναγκαστικές διατάξεις του ενωσιακού και του εγχωρίου δικαίου, που θα ήταν «κανονικά εφαρμοστέο» —το δίκαιο δηλαδή χώρας, το οποίο δεν επελέγη από τους συμβαλλομένους, αλλά είναι το στενότερα συνδεδεμένο με τη σύμβαση κι όλα της τα δεδομένα εντοπίζονται στη χώρα αυτή.
Ωστόσο, πολύ συχνά τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προβαίνουν σε επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, με ρητή ή σιωπηρή δήλωσή τους. Ο Κανονισμός έρχεται να αντιμετωπίσει αυτό το «κενό» και να διασφαλίσει την ομοιομορφία με τη θέσπιση επικουρικών κανόνων σύγκρουσης, στο άρθρο 4 επ. του Κανονισμού. Ελλείψει δηλαδή επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, θεσπίζονται αρχικά με το άρθρο 4 παράγραφος 1 ειδικοί κανόνες σύγκρουσης για συγκεκριμένες κατηγορίες συμβάσεων, όπως είναι η σύμβαση πώλησης αγαθών, η σύμβαση παροχής υπηρεσιών, η σύμβαση δικαιόχρησης (franchising) κλπ. Όσες συμβάσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές ρυθμίζονται με το γενικό τεκμήριο της «χαρακτηριστικής παροχής» της παραγράφου 2, ενώ αν δε βρεθεί το εφαρμοστέο δίκαιο ούτε με το τεκμήριο αυτό, ο Κανονισμός θεσπίζει και το γενικό κανόνα εφαρμογής του δικαίου με το οποίο συνδέεται στενότερα η σύμβαση, με την παράγραφο 4 του άρθρου.
Παράλληλα, ο Κανονισμός εμπεριέχει και ειδικότερες ρυθμίσεις, για τέσσερις συγκεκριμένες κατηγορίες συμβάσεων, για τις οποίες το εφαρμοστέο δίκαιο, ελλείψει επιλογής του από τους συμβαλλομένους, θα ρυθμιστεί όχι από τους κανόνες του άρθρου 4 αλλά από τις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 5 έως 8. Συγκεκριμένα, επιλέγει τέσσερα είδη συμβάσεων, για τα οποία καθορίζει χωριστούς κανόνες συνδέσεως: τις συμβάσεις μεταφοράς —εμπορευμάτων κι επιβατών—, τις καταναλωτικές συμβάσεις, τις συμβάσεις ασφάλισης και τις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Ο ενωσιακός νομοθέτης, με τη θέσπιση των ειδικών αυτών κανόνων σύγκρουσης, που εφαρμόζοντα ελλείψει επιλογής εφαρμοστέου δικαίου, και την επιλογή των συγκεκριμένων κατηγοριών συμβάσεων, εκτός από την ανάγκη για προβλεψιμότητα κι ασφάλεια δικαίου, επιδιώκει και την προστασία των ασθενέστερων μελών της συναλλαγής. Με άλλα λόγια, οι συμβάσεις αυτές, λόγω της ειδικότερης φύσης τους, χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, με εγκαθίδρυση κανόνων συνδέσεως που ευνοούν την προστασία των «αδύναμων» μερών στις συμβάσεις αυτές, όπως είναι ο εργαζόμενος στις συμβάσεις εργασίας ή ο καταναλωτής στις καταναλωτικές.

Συνοψίζοντας, ο Κανονισμός «Ρώμη I» συνιστά έναν από τους σπουδαιότερους κανονισμούς στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επιτυγχάνει, με ειδικές διατάξεις, την προστασία των «ασθενέστερων» μερών σε μία σύμβαση, τα οποία ειδάλλως δύνανται να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς. Ταυτόχρονα, εξασφαλίζει την ομοιομορφία, την προβλεψιμότητα και την ασφάλεια δικαίου στη ρύθμιση των διεθνών συμβατικών ενοχών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την καθιέρωση, αφενός της απόλυτης αυτονομίας των συμβαλλόμενων μερών στην επιλογή του δικαίου, κι αφετέρου τη θέσπιση κανόνων γενικών και ειδικών ελλείψει τέτοιας επιλογής τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Γραμματικάκη-Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Ε. Βασιλακάκης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 6η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017