Της Κατερίνας Μανάδη,
Το καλοκαίρι έχει επισήμως φτάσει και μαζί με αυτό δυστυχώς, ήρθαν και οι αφόρητες ζέστες που για ακόμη μια χρονιά μας υπενθυμίζουν την τρομερή αξία του κλιματιστικού. Ωστόσο, ιδιαίτερα για όσους στηρίζονται στα μέσα μαζικής μεταφοράς, η φανταστική αυτή εφεύρεση δεν είναι πανταχού παρούσα, με αποτέλεσμα το σώμα μας να καταλήγει σε πιο… φυσικές μεθόδους προκειμένου να εξασφαλίσει τη φυσιολογική του θερμοκρασία. Ο ιδρώτας, μαζί με τη χαρακτηριστική οσφρητική πανδαισία που τον συνοδεύει, τονίζει πέρα από την αξία των μέσων ψύξης και τη σημασία της προσωπικής υγιεινής, τους θαυμαστούς μηχανισμούς που διαθέτει το σώμα μας προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή προσαρμογή του στις αντίξοες συνθήκες στις οποίες καλείται να επιβιώσει. Πάμε, λοιπόν, να ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σε αυτό το, κατά τα άλλα, συνηθισμένο στοιχείο της καθημερινότητά μας…
Καταρχάς, τι είναι ο ιδρώτας; Πρόκειται για ένα υδαρές μείγμα, αποτελούμενο κατά 99% από νερό, το οποίο εμπλουτίζεται από διάφορους ηλεκτρολύτες, όπως το κάλιο, το ασβέστιο, ο ψευδάργυρος και άλλα ιχνοστοιχεία. Το κυριότερο, βέβαια, ηλεκτρολυτικό του συστατικό είναι το χλωριούχο νάτριο (κοινώς γνωστό και ως αλάτι), το οποίο και προσδίδει στον ιδρώτα μας τη χαρακτηριστική του αλμυρή ποιότητα. Στο διάλυμα αυτό περιέχονται ακόμη βιταμίνες, πρωτεΐνες, καθώς και μικρές ποσότητες από βαρεά μέταλλα (τοξικά για τον οργανισμό), καθώς και διάφορες άλλες τοξίνες. Τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία, άλλωστε, είναι υπεύθυνα για τη χαρακτηριστική μυρωδιά που έχουμε συνδέσει το έκκριμα και την παρουσία αυτού στο δέρμα μας.

Αξίζει, φυσικά, να σημειωθεί ότι η σύσταση της σωματικής αυτής απέκκρισης διαφοροποιείται σημαντικά, κυρίως ανάλογα με τις συνθήκες της παραγωγής της. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις ταχείας εφίδρωσης, όπως όταν βρισκόμαστε σε συνθήκες καύσωνα ή όταν ασκούμαστε έντονα, θα παρατηρούσε κανείς ότι η συγκέντρωση του χλωριούχου νατρίου αυξάνεται σημαντικά, λόγω της ταχύτητας με την οποία καλείται ο οργανισμός μας να ανταποκριθεί στα έντονα αυτά ερεθίσματα, αφού έχει απωλέσει την πολυτέλεια της εκτεταμένης επεξεργασίας, στην οποία φυσιολογικά υποβάλλει την πολύτιμη αυτή έκκριση.
Όπως όλες οι σωματικές εκκρίσεις, ο ιδρώτας παράγεται στους αντίστοιχους αδένες. Εκφορητικό πόρο του, λοιπόν, αποτελούν οι λεγόμενοι ιδρωτοποιοί αδένες, οι οποίοι και προσφέρουν την κατάλληλη οδό για την παροχέτευση του διαλύματος αυτού στο δέρμα μας. Αναφορικά με τις θέσεις αυτές παραγωγής και αποβολής του ιδρώτα, θα μπορούσε κανείς να τους διακρίνει σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους εκκρινείς και τους αποκρινείς αδένες. Οι πρώτοι αποτελούν και την πλειοψηφία των διαθέσιμων αδένων, διασκορπισμένοι σε όλη την έκταση του σώματός μας. Ο ιδρώτας που παράγουν είναι χαρακτηριστικά υδαρής και λεπτόρρευστος, ενώ απεκκρίνεται απευθείας στην επιφάνεια του δέρματός μας. Αντίθετα, στην περίπτωση των αποκκρινών αδένων, έχουμε παραγωγή ενός παχύρρευστου, πλούσιου σε λιπίδια ιδρώτα, ο οποίος προκύπτει κατεξοχήν ως απόκριση σε στρεσογόνα ερεθίσματα. Το πεδίο δράσης, μάλιστα, της πηκτής αυτής έκκρισης, είναι ιδιαίτερα περιορισμένο σε ευαίσθητα κυρίως σημεία, όπως οι μασχάλες και η περιναϊκή περιοχή.
Αφού γνωρίσαμε, λοιπόν, την ακριβή σύσταση του ιδρώτα, καθώς και τα σημεία παραγωγής του, ήρθε η ώρα να διερευνήσουμε και τη χρησιμότητα της ευωδιαστής αυτής έκκρισης. Πέρα από τις ντροπιαστικές στιγμές που έχει να μας προσφέρει, το διάλυμα αυτό αποδεικνύεται πολύτιμο στη διαδικασία της θερμορρύθμισης, του ελέγχου, δηλαδή, της θερμοκρασίας του σώματός μας. Το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα, το οποίο και φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της θερμικής κατάστασης του σώματός μας, φροντίζει να ενημερώνει το αντίστοιχο θερμορρυθμιστικό κέντρο του υποθαλάμου στον εγκέφαλό μας, σε περίπτωση που ανιχνεύσει σημαντική αύξηση είτε της εξωτερικής είτε και της εσωτερικής θερμοκρασίας. Το ερέθισμα αυτό κινητοποιεί τον κατάλληλο μηχανισμό, μέσω του οποίου ο εγκέφαλός μας αποστέλλει τον νευροδιαβιβαστή ακετυλοχολίνη, ουσία-αγγελιοφόρο για τη μετάδοση σημάτων στο σώμα μας, στους αντίστοιχους ιδρωτοποιούς αδένες, προκαλώντας την επιθυμητή έκκριση.

Με την παρουσία του ιδρώτα στο δέρμα μας, αυτό ψύχεται, αποφεύγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τεχνηέντως την υπερθέρμανσή του. Μετά το πέρας της αποστολής του, το πολύτιμο αυτό υγρό εξατμίζεται, ασκώντας περαιτέρω δράση ψύξης, τόσο του δέρματος, όσο και των υποκείμενων ιστών. Συμπληρωματικά, στοιχεία του ιδρώτα, όπως αμινοξέα των πρωτεϊνών ενισχύουν την ενυδάτωση της δερματικής επιφάνειας, ενώ παράλληλα φέρουν επιπλέον αντιμικροβιακή, προστατευτική δράση. Πέρα, όμως, από μια ανεπιθύμητη αύξηση στη θερμοκρασία, ο ιδρώτας μπορεί να αποτελεί απόκριση και σε διάφορα συναισθηματικά ερεθίσματα, κυρίως σε καταστάσεις συνδεδεμένες με το άγχος. Στην περίπτωση αυτή, βέβαια, η έκκρισή του περιορίζεται σε προς κακήν μας τύχη σχετικά ορατές περιοχές, όπως οι μασχάλες μας, η ράχη και τα πέλματα των ποδιών μας, όπως άλλωστε θα έχει αποδείξει και η μέχρι τώρα εμπειρία μας. Στην πιο συναισθηματική αυτή οδό του ιδρώτα να σημειώσουμε ότι τη θέση της ακετυλοχολίνης αναλαμβάνει η νορεπινεφρίνη, η οποία συνδέεται κατά κόρον με την απόκριση σε στρεσογόνες καταστάσεις.
Πέρα από τον πρωταρχικό του σκοπό της θερμορρύθμισης, ο ιδρώτας καταδεικνύει την πολλαπλή χρησιμότητά του και ως διαγνωστικό εργαλείο. Στην περίπτωση της κυστικής ίνωσης, η συγκέντρωση του χλωριούχου νατρίου στον ιδρώτα μας είναι χαρακτηριστικά αυξημένη, λόγω της δυσλειτουργίας της αντλίας της μεταφοράς αυτού, η οποία και αποτελεί το γενουσιουργό αίτιο της παθολογικής αυτής κατάστασης. Μια δοκιμασία ιδρώτα, με την οποία και ελέγχεται η συγκέντρωση του χλωρίου στον ιδρώτα του ατόμου, θα είναι σε θέση να αποκλείσει ή να επιβεβαιώσει τις υποψίες του θεράποντα ιατρού.
Εκτός από την περίπτωση της γενετικής αυτής ασθένειας, ο ιδρώτας εμπλέκεται και σε πιο άμεσες απειλές κατά της υγείας μας. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η εφίδρωση μπορεί να αποτελεί προειδοποιητικό σημάδι καρδιακής προσβολής, ώρες ή ακόμη και μέρες πριν από την εμφάνιση πιο «κλασικών» συμπτωμάτων, όπως στηθάγχη. Ο ιδρώτας, μάλιστα, φαίνεται να προτιμά το γυναικείο φύλο, καθώς, σε συνδυασμό με την ναυτία, μπορεί να διαμορφώσει αυτή την άτυπη προειδοποιητική εικόνα στις γυναίκες, προϊδεάζοντάς τες για τον επερχόμενο κίνδυνο. Η ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ των δύο αποδεικνύεται ακόμη και στην περίπτωση της εμμηνόπαυσης, καθώς οι έντονες νυχτερινές εφιδρώσεις αποτελούν χαρακτηριστικό προάγγελο της μεταβατικής αυτής περιόδου.

Σε γενικές γραμμές, βλέπουμε, λοιπόν, πως ο ιδρώτας —αν εξαιρέσει κανείς την τρομερή «ευωδία» που τον συνοδεύει— μόνο οφέλη έχει να προσφέρει στον οργανισμό μας. Μέσω αυτού, μάλιστα, καταλήγουμε να θαυμάζουμε για ακόμη μια φορά την πολυπλοκότητα του οργανισμού μας, ο οποίος και έχει φροντίσει να αναπτύξει τους κατάλληλους προστατευτικούς μηχανισμούς, εξασφαλίζοντας μας την επιβίωση ανεξαρτήτων των συνθηκών. Γι’ αυτό, λοιπόν, εμείς με τη σειρά μας, οφείλουμε να φροντίζουμε το σώμα μας, δίνοντας σημασία στα προειδοποιητικά σημάδια που αυτός έχει να μας προσφέρει, λαμβάνοντας, φυσικά, πάντα υπόψη και το γενικότερο περιβάλλον μας. Με ένα απλό αποσμητικό, συχνά ντους —πόσο μάλλον μέσα στο καλοκαίρι— και ένα γενικότερο αίσθημα ενσυναίσθησης ως προς τον περίγυρό μας, ας αφήσουμε τον ιδρώτα να φέρει εις πέρας την αποστολή του, όσο εμείς απολαμβάνουμε, χωρίς να μας περιβάλλει η χαρακτηριστική του μυρωδιά, τους καρπούς των κόπων του…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ