Του Σταύρου Πραβή,
«Μιλά για πόλεμο, αλλά φοβάται τον θάνατο. Υποδύεται τον ήρωα, αλλά μόνο μπροστά στον καθρέφτη».
-Ημερολόγιο της Clara Petacci, ερωμένης του Μουσολίνι.
Ποιο βλέμμα εθνικού μεγαλείου προβάλλει πίσω από τις κάννες του ιταλικού πυροβολικού στην Κέρκυρα το 1923; Είναι το όραμα μιας αναγεννημένης Ρώμης ή η θεατρική σκηνή ενός πολιτικού αυταπατημένου από τη λάμψη της ίδιας του της εικόνας; Η ιταλική κατοχή της Κέρκυρας δεν ήταν απλώς μια διπλωματική κρίση ή ένα επεισόδιο ενόπλου εκβιασμού. Ήταν ένα βαθύτερο πρελούδιο μιας ενιαίας παρουσίασης της φασιστικής Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι ως μια αναδυόμενη ηγεμονία του μεσογειακού χώρου, της πολιτικής του Mare Nostrum, της επεκτατικής πολιτικής που ήθελε να μετατρέψει την θάλασσα της Μεσογείου σε μια «ιταλική λίμνη», γεγονός που υποδείκνυε ευθέως τον βίαιο ηθελημένο ιμπεριαλισμό που θα οδηγούσε σε βέβαιο πόλεμο.

Ένα πρελούδιο (ένα προοίμιο δηλαδή), στην πολιτική και ιστορική του έννοια, δεν είναι απλώς το πρώτο βήμα μιας σειράς γεγονότων. Είναι η θεμελίωση του τόνου, της μεθόδου, της ιδεολογίας που θα ακολουθήσει. Όπως στην όπερα ή στη συμφωνία, το πρελούδιο δίνει την αίσθηση του κόσμου που θα εκτυλιχθεί. Έτσι και η κατοχή της Κέρκυρας αποτέλεσε προοίμιο – και μάλιστα ξεκάθαρο – του φασιστικού επεκτατισμού που η Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι θα εφαρμόσει σε πλήρη κλίμακα λίγα χρόνια αργότερα, με αιχμή του δόρατος την καταστροφική της επίθεση στην Ελλάδα το 1940.
Το επεισόδιο της Κέρκυρας εκδηλώθηκε στις 31 Αυγούστου 1923, όταν ιταλικά πολεμικά πλοία βομβάρδισαν το νησί και ιταλικός στρατός το κατέλαβε ως αντίποινα για τη δολοφονία Ιταλών μελών επιτροπής οριοθέτησης των ελληνοαλβανικών συνόρων, καθώς μαζί με τον στρατηγό Enrico Tellini στις 27 Αυγούστου. Στις 29 Αυγούστου η Ιταλία παρουσίασε τις απαιτήσεις της στην ελληνική κυβέρνηση και έπειτα ακολούθησαν τα προαναφερθέντα γεγονότα. Όμως, πίσω από την επίσημη αιτιολόγηση, διαγραφόταν ένα σαφώς ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό σχέδιο. Η Ιταλία του Μουσολίνι επιχειρούσε να επιβάλει τη κυριαρχία της σε μια περιοχή που ήθελε να εγκαθιδρύσει την δική της σφαίρα επιρροής.
Η φασιστική ιδεολογία του Μουσολίνι δεν περιοριζόταν σε εσωτερικές μεταρρυθμίσεις ή καταστολή. Ήταν ένα δόγμα δράσης, δύναμης και θεάματος. Ο φασισμός πίστευε στον δυναμισμό ως πολιτικό εργαλείο και στον ηρωισμό ως υπαρξιακή ανάγκη του έθνους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εξωτερική πολιτική δεν ήταν προϊόν ψυχρής στρατηγικής, αλλά επέκταση του ίδιου του φασιστικού μύθου. Η Ιταλία έπρεπε να δείξει ότι δεν υπήρχε δύναμη ή προσβολή που θα έμενε αναπάντητη.
Η Κέρκυρα προσφερόταν ως ιδανικό «θεατρικό πεδίο» για αυτήν τη φαντασιακή πολιτική. Η στρατιωτική επιχείρηση οργανώθηκε και προβλήθηκε, όχι μόνο ως αντίποινα, αλλά ως ένδειξη της αναγεννημένης εθνικής υπερηφάνειας. Το γεγονός ότι επρόκειτο για επιθετική ενέργεια σε «καιρό ειρήνης», εναντίον ενός μικρότερου συμμάχου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ουδόλως εμπόδισε τη φασιστική αφήγηση, αντιθέτως, τροφοδότησε τη δημαγωγία, αποδίδοντας στην Ιταλία ρόλο τιμωρού και ηγεμόνα.
Η εργαλειοποίηση της Κέρκυρας παρουσιάζεται και ως σκηνικό επιβεβαίωσης της προσωπικής εικόνας του Μουσολίνι. Το πολιτικό του κεφάλαιο στηρίχθηκε εξαρχής στην εικόνα του «άνδρα της δράσης», του ηγέτη που δεν περιμένει, δεν διαπραγματεύεται, αλλά χτυπά. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη ρητορεία, η πραγματικότητα ήταν πιο σύνθετη και, συχνά, αμήχανη. Η Ιταλία αναγκάστηκε να αποσυρθεί υπό την πίεση της Κοινωνίας των Εθνών και της Μεγάλης Βρετανίας. Η Κέρκυρα παρέμεινε ελληνική, και η ιταλική κατοχή έληξε μόλις σε λίγες εβδομάδες.
Αυτό, όμως, δεν υπονόμευσε τον συμβολικό χαρακτήρα του επεισοδίου. Αντιθέτως, καλλιέργησε την ψευδαίσθηση εσωτερικής επιτυχίας. Ο φασισμός του Μουσολίνι δεν ήθελε την ουσία της νίκης, ήθελε την εικόνα της. Ήθελε να φαίνεται πως η Ιταλία εκδικήθηκε, πειθάρχησε, επέβαλε. Το αν αυτό ήταν όντως βιώσιμο σε γεωπολιτικό επίπεδο ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ο φασισμός ήταν, σε μεγάλο μέρος, ένα πολιτικό θέατρο βίας, παρά μία οργανική γεωστρατηγική θεωρία.
Η υπόθεση της Κέρκυρας αποκαλύπτει το βάθος του πολιτικού ναρκισσισμού που χαρακτήριζε τον Μουσολίνι, προτιμούσε να φαίνεται πως ελέγχει τα γεγονότα παρά να τα ελέγχει πραγματικά. Οι θεατρικές πράξεις βίας αντικαθιστούσαν την διπλωματική αποτελεσματικότητα. Ο Μουσολίνι αναζητούσε διαρκώς σκηνές δόξας, ακόμη και εάν οι σκηνές αυτές ήταν βραχύβιες ή κενές περιεχομένου. Η Κέρκυρα αποτέλεσε ένα από τα πρώτα παραδείγματα αυτής της στρατηγικής εικόνας.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο φασισμός είχε ανάγκη από εξωτερικούς εχθρούς και εντυπωσιακές κινήσεις. Η πολιτική βίας προσέδιδε μια αύρα «ρωμαϊκού» μεγαλείου στο φαντασιακό του ιταλικού λαού. Η κατοχή της Κέρκυρας προβλήθηκε εσωτερικά ως πράξη αποκατάστασης εθνικής αξιοπρέπειας, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια του καθεστώτος να εδραιώσει την εξουσία του μέσω της πρόκλησης και της ρητορικής ισχύος, ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πόσο γρήγορη ήταν η απάντηση της Ρώμης αμέσως μετά τα θερμά επεισόδια στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ως προς την ναυτική και στρατιωτική προετοιμασία, την οργάνωση του ανθρωπίνου δυναμικού, των οχημάτων, τον έλεγχο των καυσίμων, την ορθή εκτέλεση και προετοιμασία μιας στρατιωτικής επιχείρησης, ακριβώς σαν αυτή. Όλα «φαίνονταν» έτοιμα.
Αυτή η αντίφαση όμως – ανάμεσα στον θορυβώδη δυναμισμό και την απουσία μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας – θα χαρακτηρίσει ολόκληρη την εξωτερική πολιτική του Μουσολίνι. Το ίδιο μοτίβο θα επαναληφθεί με τραγικότερα για εκείνον αποτελέσματα το 1940, όταν η Ιταλία, πιστή στον φασιστικό της μύθο, θα επιχειρήσει την εισβολή στην Ελλάδα. Εκεί, το πρελούδιο της Κέρκυρας θα φτάσει στην κλιμάκωσή του, όχι ως επιτυχημένη εκστρατεία, αλλά ως αποκαλυπτική κατάρρευση μιας ψευδαίσθησης.
Η κατοχή της Κέρκυρας δεν ήταν απλώς ένα περιφερειακό επεισόδιο. Ήταν η πρώτη δημόσια δοκιμή της φασιστικής ρητορικής σε διεθνές επίπεδο. Ήταν το εργαστήριο όπου η Ιταλία δοκίμασε τα όρια της εικόνας της, και ο Μουσολίνι τα όρια του ίδιου του μύθου του. Σίγουρα, υποδήλωνε μεγαλύτερα σχέδια ιμπεριαλισμού και περισσότερες ευκαιρίες «δόξας» και «ηρωισμού», όπως εκείνη της Αβησσυνίας (Αιθιοπίας) δέκα περίπου χρόνια αργότερα. Επίσης σίγουρα υποδήλωνε την επερχόμενη τροχιά προς μια μελλοντική παγκόσμια σύρραξη, καθώς τα άκρα που προέκυψαν μέσα από τις λάσπες τις οικονομικής αστάθειας, της εθνικής οικονομίας, της αυτάρκειας και της πολεμικής βιομηχανίας, τα οποία πρέσβευε το ιταλικό καθώς και το γερμανικό καθεστώς στην συνέχεια (του οποίου μάλιστα η άνοδος λέγεται πως χρηματοδοτήθηκε από το φασιστικό ιταλικό καθεστώς) έκαναν με την αδιάλλακτή τους στάση την αποφυγή του πολέμου ακατόρθωτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- P.M.H Bell (2012), Τα αίτια του Δευτέρου Παγκοσμίου στην Ευρώπη, εκδ. Πατάκη
- Ian Kershaw (2016), Στην Κόλαση των Δύο Πολέμων Ευρώπη, 1914-1949, εκδ. Αλεξάνδρεια
- Eric Hobsbawm (2010), Η Εποχή των Άκρων: Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, εκδ. Θεμέλιο
- Κέρκυρα, Αύγουστος 1923: Προσέγγιση και απομυθοποίηση, corfuhistory.eu, διαθέσιμο εδώ