Της Ευαγγελίας Τσόχα,
«Η τέχνη είναι μια γραμμή γύρω από τα όνειρα» — Γκούσταφ Κλιμτ
Ο Γκούσταφ Κλιμτ υπήρξε ένας από τους πιο ανατρεπτικούς και γοητευτικούς καλλιτέχνες της Ευρώπης του 20ου αιώνα. Γεννημένος το 1862 στη Βιέννη, σε μια εποχή μετάβασης και πολιτισμικού αναβρασμού, ο Κλιμτ μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια, δείχνοντας όμως από νωρίς το εξαιρετικό ταλέντο του στο σχέδιο. Φοίτησε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Βιέννης και ξεκίνησε την καριέρα του διακοσμώντας θέατρα και δημόσια κτήρια με ακαδημαϊκές τοιχογραφίες. Ωστόσο, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο απομακρυνόταν από την παραδοσιακή τέχνη. Αντί να υπηρετεί την ακαδημαϊκή ομορφιά, ο Κλιμτ αναζήτησε νέους τρόπους έκφρασης, συνδυάζοντας την αισθητική με τον ερωτισμό, τον μυστικισμό και το συμβολισμό. Η άρνησή του να ορίσει το έργο του σύμφωνα με τα καλούπια του καθωσπρεπισμού της εποχής στάθηκε προκλητική και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, οδηγώντας σε σκληρές κριτικές, αλλά και σε έντονο θαυμασμό.
Ο επαναστατικός, λοιπόν, Γκούσταφ Κλιμτ ίδρυσε το 1897 μαζί με άλλους καλλιτέχνες την ομάδα της Απόσχισης της Βιέννης (Wiener Secession), ένα ριζοσπαστικό κίνημα που επιθυμούσε να φέρει στο προσκήνιο τη σύγχρονη τέχνη και να απελευθερώσει τους καλλιτέχνες από τις συμβάσεις των παραδοσιακών ιδρυμάτων και της ακαδημαϊκής τέχνης. Με στόχο τη δημιουργία μιας νέας αισθητικής γλώσσας, ο Κλιμτ, γνωστός πλέον για τα όμορφα και εξαιρετικά διακοσμημένα έργα του, ξεκινάει να ασχολείται με πορτρέτα, κυρίως γυναικών της βιεννέζικης αστικής τάξης, θέλοντας να απεικονίσει όχι απλώς την εξωτερική τους όψη, αλλά και τη μυστηριώδη γοητεία που τις περιέβαλλε. Σε αυτό το πλαίσιο και επηρεασμένος έντονα από το ρεύμα του Αρ Νουβό, δηλαδή της «Νέας Τέχνης» (“Art Nouveau”) που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αι., μετέφερε στον καμβά του έναν κόσμο γεμάτο σύμβολα και αισθησιασμό, διακοσμητικά στοιχεία εμπνευσμένα από τη φύση, συμμετρία, μοτίβα και την πρόθεση να ενωθεί η τέχνη με την καθημερινότητα.

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του έργου του είναι ο πίνακας Πορτρέτο της Adele Bloch—Bauer I (Adele Bloch–Bauer I), που ολοκληρώθηκε το 1907. Ο πίνακας, γνωστός και ως Η Κυρία με το Χρυσό είναι ζωγραφισμένος με λάδι σε καμβά και, έχοντας φύλλα χρυσού και ασημιού να τον κοσμούν, καθίσταται ένα εξαιρετικό παράδειγμα του κινήματος Βιεννέζικης Απόσχισης και της Αρ Νουβό. Η Adele Bloch—Bauer, σύζυγος του πλούσιου Εβραίου βιομηχάνου Ferdinand Bloch—Bauer και θερμή υποστηρίκτρια των τεχνών, άνηκε στην κοσμική ελίτ της Βιέννης και αποτελεί τη μοναδική γυναίκα που ο Κλιμτ αποφάσισε να ζωγραφίσει δύο φορές, αντλώντας έμπνευση από τα βυζαντινά ψηφιδωτά, και πιο συγκεκριμένα αυτό της βασίλισσας Θεοδώρας.
Ο καλλιτέχνης δούλεψε πάνω από τρία χρόνια για να ολοκληρώσει τον πίνακα (1904—1907), με το αποτέλεσμα όμως να τον δικαιώνει. Η καθηλωτική Adele, με τα χέρια ενωμένα μπροστά της, χωρίς να είναι σαφές αν στέκεται όρθια ή αν κάθεται σε μια πολυθρόνα, μοιάζει σχεδόν ιερή, μορφή που αποδίδεται σε αυτήν μέσω του αισθησιασμού και της λεπτότητας. Το υπόλοιπο σώμα της, χαμένο μέσα σε ένα περίτεχνο —και αφηρημένο θα λέγαμε— μοτίβο από φύλλα χρυσού, γεμάτο μυκηναϊκά σύμβολα, τρίγωνα και σχήματα εμπνευσμένα από τη φύση, θυμίζει περισσότερο μία εικόνα παρά ένα κλασικό πορτρέτο. Ο χρυσός κυριαρχεί και δεν είναι απλώς φόντο, αλλά ένα υλικό που αναδεικνύει την ιερότητα και την αθανασία της γυναικείας μορφής, ορίζοντας τον συγκεκριμένο πίνακα ως το αποκορύφωμα της «χρυσής περιόδου» του Κλιμτ.

Το συγκεκριμένο πορτρέτο του ζωγράφου εμπλέκεται σε μία από τις πιο γνωστές υποθέσεις επιστροφής έργων τέχνης που είχαν κλαπεί από τους Ναζί. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Bloch—Bauer και κατ’ συνέπεια ο πίνακας, κατασχέθηκαν από τους Ναζί και κατέληξαν στο Μουσείο Belvedere της Βιέννης. Μετά από μάταιες προσπάθειες να ανακτήσει την περιουσία του, ο Ferdinand δήλωσε στη διαθήκη του ότι επιθυμούσε να κληροδοτήσει ολόκληρη την περιουσία του, συμπεριλαμβανομένων πέντε έργων του Κλιμτ, στα τρία ανίψια του, μία εκ των οποίων ήταν η Maria Altmann. Η Maria Altmann αγωνίστηκε για δεκαετίες ώστε να ανακτήσει τον πίνακα, με τις προσπάθειες της όμως να δικαιώνονται τελικά το 2005, όταν έπειτα από δικαστική απόφαση στις ΗΠΑ, αυτός της επιστράφηκε. Ο πίνακας πωλήθηκε τότε έναντι 135 εκατομμυρίων δολαρίων στον Ronald Lauder, πρόεδρο και συνιδρυτή της Neue Galerie, όπου μέχρι και σήμερα εκτίθεται εκεί, αποτελώντας το κεντρικό έκθεμα της συλλογής και ένα από τα ακριβά έργα τέχνης που έχει πουληθεί ποτέ.
Τι κάνει, όμως, το συγκεκριμένο πορτρέτο τόσο σπουδαίο και τόσο επίκαιρο, ακόμα και σήμερα; Πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, ο πίνακας αυτός λειτουργεί ως ενθύμηση πως η τέχνη μπορεί να μεταμορφώσει την εικόνα της καθημερινότητας σε κάτι διαχρονικό. Ο Κλιμτ μέσα από την τέχνη του όχι μόνο μας προκαλεί να σκεφτούμε, αλλά και να δούμε τον κόσμο αλλιώς. Ίσως γι’ αυτό και οι πίνακές του μοιάζουν σήμερα τόσο σύγχρονοι, γιατί συνεχίζουν να συνομιλούν με τον θεατή, με τις αγωνίες και τις επιθυμίες του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Woman in Gold, neuegalerie.org, διαθέσιμο εδώ
- Γκούσταφ Κλιμτ: Δέκα αριστουργήματα του πιο ερωτικού ζωγράφου, monopoli.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η ιστορία του διάσημου πίνακα του Klimt που έκλεψαν οι Nαζί. Η Αυστρία αναγκάστηκε να τον επιστρέψει μετά από 68 χρόνια και πουλήθηκε για 135 εκ. δολάρια, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ