Της Δήμητρας Ψύλλια,
Το Ιράκ, μια χώρα που το 2025 καταγράφει δεκαετίες πολέμου, κατοχής και εσωτερικών συγκρούσεων, προσπαθεί ακόμη και σήμερα να ανασυγκροτήσει το βασικότερο θεμέλιο της κοινωνίας του: την υγεία. Παρόλο που έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες εκσυγχρονισμού, το σύστημα υγείας παραμένει ανοργάνωτο, εύθραυστο, άνισο, με σημαντικά προβλήματα στην πρόσβαση, τη διαθεσιμότητα φαρμάκων και, φυσικά, την ποιότητα της φροντίδας. Ειδικότερα, ο φαρμακευτικός τομέας αντιμετωπίζει μεγάλη κρίση εμπιστοσύνης, λόγω των ελλείψεων, της κυκλοφορίας μη ασφαλών σκευασμάτων και της αδυναμίας ελέγχου. Η καθημερινότητα των πολιτών επηρεάζεται άμεσα: ξεκινώντας από τον σακχαροδιαβητικό που δεν βρίσκει την απαραίτητη για εκείνον ινσουλίνη, μέχρι και μία οικογένεια που αγοράζει αμφιβόλου προέλευσης αντιπυρετικά από τη γειτονιά. Οι καταγραφές για την αδυναμία του φαρμακευτικού συστήματος στο Ιράκ το 2025 σημειώνουν ένα τεράστιο σε μέγεθος πρόβλημα, που αναδεικνύει την αδικία του να αρρωσταίνεις μέσα σε ένα σύστημα που δεν σε στηρίζει.
Αξίζει να γίνει αναφορά στον αδύναμο έλεγχο των ιδιωτικών φαρμακευτικών εταιρειών καθώς στο Ιράκ, ο έλεγχος των φαρμάκων δεν είναι κάτι που μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Ειδικότερα, οι φαρμακευτικές εταιρείες και τα μικρότερα φαρμακεία λειτουργούν χωρίς αυστηρούς μηχανισμούς εποπτείας, επιφέροντας σοβαρές συνέπειες στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Οι διαδικασίες έγκρισης φαρμάκων καθυστερούν, είναι μη διαφανείς και επιρρεπείς στη διαφθορά, αφού πραγματοποιούνται κάτω από συνθήκες που δεν διασφαλίζουν την ποιότητα των σκευασμάτων. Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που φοβούνται να αγοράσουν ακόμα και τα βασικά φάρμακα, όπως άτομα με χρόνιο άσθμα, με σακχαρώδη διαβήτη ή καρδιοπαθείς. Υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχουν σταθεροί μηχανισμοί ελέγχου των φαρμάκων, γεγονός που αυξάνει την κυκλοφορία παραποιημένων ή υποβαθμισμένων προϊόντων. Γίνεται λοιπόν ανατριχιαστικά κατανοητό ότι, όταν ένας γονιός δεν ξέρει αν το σιρόπι που δίνει στο παιδί του είναι ασφαλές και πράγματι αυτό που γράφει η συσκευασία, τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο ιατρικό αλλά και βαθιά κοινωνικό.

Στο Ιράκ ακόμη, είναι σημαντικό το γεγονός ότι η έννοια της αυτάρκειας στα φάρμακα μοιάζει με μακρινό όνειρο. Οι περισσότεροι ασθενείς βασίζονται σε φάρμακα που εισάγονται από το εξωτερικό, χωρίς να υπάρχει εγχώρια παραγωγή ικανή να καλύψει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε οικονομική ή πολιτική κρίση, στο εσωτερικό ή διεθνώς, μπορεί να διακόψει την προμήθεια ζωτικής σημασίας φαρμάκων. Όταν ένα φαρμακείο αδειάζει, οι άνθρωποι αναγκάζονται να στραφούν σε εναλλακτικές λύσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα υποκατάστατα άγνωστης προέλευσης, την αγορά φαρμακευτικών σκευασμάτων από μη έγκυρες και πιστοποιημένες φαρμακευτικές εταιρείες, τύπου μαύρη αγορά ή ακόμα και στην αποφυγή θεραπεία. Δεν πρόκειται απλώς για ελλείψεις σε ράφια, αλλά για απώλεια εμπιστοσύνης, ασφάλειας και —πολλές φορές— ζωών.
Ένα ακόμη φλέγον ζήτημα θεωρείται και η ελλιπής εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας. Ένα σημαντικό ποσοστό των φαρμακοποιών και των επαγγελματιών υγείας στο Ιράκ δεν διαθέτει επαρκή εκπαίδευση για τη σωστή διαχείριση φαρμάκων, την αναγνώριση ψευδεπίγραφων σκευασμάτων ή την εφαρμογή των αρχών της φαρμακοεπαγρύπνησης. Στο φαρμακείο, πίσω από τον πάγκο, δεν βρίσκεται πάντα ένας επαγγελματίας με την κατάλληλη εκπαίδευση και ενημέρωση. Πολλοί φαρμακοποιοί στο Ιράκ προσπαθούν να ανταπεξέλθουν σε ένα σύστημα χωρίς υποστήριξη, χωρίς συνεχιζόμενη επιμόρφωση και, συχνά, χωρίς πρόσβαση σε επίσημες πληροφορίες για τα σκευάσματα που διαθέτουν. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι θέμα κακής πρόθεσης, αλλά μπορεί να αποτελεί απλώς έναν τρόπο επιβίωσης μέσα σε ένα κατακερματισμένο σύστημα. Όταν ένας επαγγελματίας υγείας δεν έχει τα μέσα να ελέγξει αν ένα φάρμακο είναι πλαστό, τότε η γραμμή ανάμεσα στη θεραπεία και στον κίνδυνο γίνεται επικίνδυνα λεπτή.
Όσον αφορά τώρα το ίδιο το φαρμακευτικό σύστημα στο Ιράκ, αυτό βασίζεται σε ασύνδετες βάσεις δεδομένων, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η ηλεκτρονική ιχνηλάτηση φαρμάκων. Δεν υπάρχει δηλαδή, ένα σύστημα τύπου barcode/track & trace που να διασφαλίζει την αυθεντικότητα των προϊόντων. Πόσα φάρμακα, άραγε, φτάνουν στα χέρια των ασθενών χωρίς να έχει καταγραφεί ούτε ένα ίχνος της πορείας τους; Στο Ιράκ, πολλά δεδομένα υγείας καταγράφονται ακόμα χειρόγραφα, σε τετράδια ή χαρτιά που προφανώς χάνονται εύκολα και δεν ταιριάζουν με τον αιώνα που διανύουμε. Δεν υπάρχει ένα ενιαίο ψηφιακό σύστημα παρακολούθησης των φαρμάκων, ούτε μηχανισμός ιχνηλάτησης που να εγγυάται ότι ένα φάρμακο είναι αυθεντικό. Αυτό αφήνει ανοικτή την πόρτα για νοθευμένα ή παραποιημένα σκευάσματα. Η τεχνολογία, που αλλού προστατεύει ζωές, εδώ απουσιάζει — και μαζί της, απουσιάζει και η εμπιστοσύνη.

Ολοκληρώνοντας, όλοι θεωρητικά γνωρίζουν και συμφωνούν ότι η υγεία δεν είναι μία πολυτέλεια. Είναι το πιο θεμελιώδες αγαθό, και, όμως, για πολλούς ανθρώπους στο Ιράκ παραμένει μια διαρκής αναζήτηση. Το δικαίωμα στη θεραπεία, στην ασφάλεια και στην εμπιστοσύνη προς το σύστημα υγείας δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από τη γεωγραφία ή την πολιτική συγκυρία. Όταν ένας ασθενής αναγκάζεται να διαλέξει ανάμεσα σε ένα αμφίβολης ποιότητας φάρμακο και στη μη λήψη οποιασδήποτε αγωγής, τότε δεν μιλάμε πια για υγειονομικό πρόβλημα. Μιλάμε για μία κοινωνική αδικία.
Προφανώς δεν επαρκεί μόνο η αναφορά των ελλείψεων. Αυτό που χρειάζεται είναι να ακουστεί η ανθρώπινη πλευρά της κρίσης του πολέμου: εκείνη που ζει στις σκιές των φαρμακείων, στις αγωνίες των γονιών για την υγεία των παιδιών τους, στα κενά των ραφιών. Γιατί τελικά, ένα σύστημα υγείας δεν μετριέται μόνο με αριθμούς και φάρμακα, αλλά με την ικανότητά του να στέκεται δίπλα στους ανθρώπους του ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζονται περισσότερο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Substandard and Falsified Medications in Iraq, Uppsala Reports, διαθέσιμο εδώ
- Overview of the Iraqi Pharmaceutical System, AccSciencePublishing, διαθέσιμο εδώ