Του Ραφαήλ Ιωαννίδη,
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1936-1939) έχει θεωρηθεί από πολλούς ότι αποτέλεσε τη «γενική πρόβα» για την πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση που ακολούθησε, αμέσως μετά το τέλος του (Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, 1939-1945). Η εν λόγω άποψη εδράζεται στο γεγονός ότι αυτός υπήρξε ένας πόλεμος στον οποίο συμμετείχαν και την έκβαση του οποίου καθόρισαν μερικές από τις μεγάλες δυνάμεις που στη συνέχεια θα συγκρούονταν μεταξύ τους σε εκείνον που επρόκειτο να είναι, μέχρι και σήμερα, ο μεγαλύτερος και πιο καταστροφικός πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Η έκρηξη του ισπανικού εμφυλίου
Το γεγονός που αποτέλεσε την απαρχή του ισπανικού εμφυλίου πολέμου υπήρξε ένα πραξικόπημα που είχε οργανώσει μία ομάδα αξιωματικών του ισπανικού στρατού και το οποίο στρεφόταν εναντίον της τότε δημοκρατικής κυβέρνησης του «Λαϊκού Μετώπου». Πιο συγκεκριμένα, το πραξικόπημα εκδηλώθηκε όταν, στις 17 Ιουλίου του 1936, αξιωματικοί κατέλαβαν με τη βία τον έλεγχο της φρουράς των ισπανικών κτήσεων στο Μαρόκο. Η ενέργεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα οι στασιαστές να επιτύχουν την έκρηξη ενός εμφυλίου πολέμου, που επρόκειτο να διαρκέσει περίπου 3 χρόνια και που στόχο είχε την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας.
Ενδεικτικής σημασίας είναι ότι η εκδήλωση του εν λόγω πραξικοπήματος οδήγησε άμεσα το στράτευμα σε διχασμό, ανάμεσα σε εκείνους που τάσσονταν στο πλευρό των στασιαστών και σε εκείνους που επιθυμούσαν να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία. Τα αντίπαλα στρατόπεδα, λοιπόν, στον πόλεμο αυτό ήταν οι δημοκρατικοί και οι εθνικιστές, όπως αυτοαποκαλούνταν οι πραξικοπηματίες. Επιπρόσθετα στον συγκεκριμένο πόλεμο, συγκρούστηκαν για πρώτη φορά και οι μεγάλες πολιτικές ιδεολογίες του 20ου αιώνα, δηλαδή ο φιλελευθερισμός, ο φασισμός και ο κομμουνισμός. Μάλιστα, χαρακτηριστικό είναι πως οι κομμουνιστές και οι φιλελεύθεροι συνεργάστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κοινός εχθρός τους, δηλαδή ο φασισμός και ο μιλιταρισμός, που εκπροσωπούσαν οι εθνικιστές.

Ο πραγματικός ενορχηστρωτής του πραξικοπήματος της 17ης Ιουλίου θεωρείται ο στρατηγός Jose Sanjurjo, ο οποίος τη στιγμή της εκδήλωσης αυτού βρισκόταν στην Πορτογαλία (όπου είχε καταφύγει μετά την αποτυχία ενός άλλου πραξικοπήματος που είχε σχεδιάσει, το 1932), ενώ ο πρωτεργάτης στην οργάνωση αυτού εντός της Ισπανίας ήταν ο στρατηγός Emilio Mola. Ωστόσο, εκείνος ο οποίος, σύντομα μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή των εθνικιστών δεν ήταν άλλος από τον Africanista στρατηγό Francisco Franco, διοικητή της στρατιάς της Αφρικής, κλάδου του ισπανικού στρατού στο Μαρόκο. Αρχικά, βέβαια, υπήρχε πρόβλημα ηγεσίας και αυτό διότι ο στρατηγός Sanjurjo, ο οποίος είχε επιλεγεί ως αρχηγός, σκοτώθηκε, όταν το αεροπλάνο που τον μετέφερε από την Πορτογαλία στην Ισπανία συνετρίβη. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1936, όμως, ο Franco ορίστηκε τελικά «Αρχηγός των Επιτελαρχών» (Caudillo) και συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπο του. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απόλυτη κυριαρχία των στρατιωτικών εντός του εθνικιστικού στρατοπέδου, το οποίο ως εκ τούτου χαρακτηριζόταν από μεγάλη συνοχή και ομοιογένεια.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο εθνικιστικό στρατόπεδο, στο δημοκρατικό υπήρχαν σημαντικά εσωτερικά προβλήματα. Αρχικά, το πραξικόπημα της 17ης Ιουλίου πυροδότησε μία επανάσταση των άναρχο-συνδικαλιστών στην Ισπανία (CNT-FAI). Καμία, όμως, πολιτική δύναμη δεν επιχείρησε να καθοδηγήσει αυτό το επαναστατικό κίνημα που αναδύθηκε και αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην αντικρατική ιδεολογία του αναρχικού κινήματος, που δεν ευνοούσε συνεργασίες. Οι αναρχικοί οραματίζονταν μία συνομοσπονδία από ελεύθερες κομούνες και στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, προωθούσαν την κολεκτιβοποίηση. Το παράδοξο, ωστόσο, είναι πως οι Ισπανοί κομμουνιστές (PCE), από την άλλη πλευρά, εμφανίζονταν αρνητικοί στην κολεκτιβοποίηση (αν και προσέβλεπαν στη Σοβιετική Ένωση, όπου είχε κατεξοχήν το μοντέλο αυτό εφαρμοστεί), αλλά και στην ιδέα της επανάστασης, την οποία προσπάθησαν με όλες τους τις δυνάμεις να περιορίσουν. Πίστευαν ότι αρχικά έπρεπε να έρθει η νίκη στον πόλεμο κι έπειτα να γίνει κοινωνική επανάσταση. Το γεγονός αυτό, ενδεικτικό των αντιφάσεων που εκδηλώνονταν γενικότερα εντός του δημοκρατικού στρατοπέδου, εξέθρεψε μία αντιπαλότητα που οδήγησε τελικά μέχρι και σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των λεγόμενων «δημοκρατικών δυνάμεων», πράγμα που αυτόματα υπονόμευσε την προσπάθεια αυτών για επικράτηση έναντι των εθνικιστών.

Η διεθνής διάσταση του πολέμου
Από την αρχή, ακόμη, του ισπανικού εμφυλίου κατέστη εμφανές πως ο πόλεμος αυτός θα ήταν κάτι περισσότερο από μία ακόμη εμφύλια σύγκρουση στο εσωτερικό ενός κράτους και αυτό επειδή έλαβε εξ’ αρχής διεθνείς διαστάσεις, με την εμπλοκή ξένων κρατών. Η ανάμειξη αυτή υπήρξε καταλυτική, τόσο για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στην Ισπανία, όσο και για τις ίδιες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις (για παράδειγμα, η ιταλική οικονομία αποδυναμώθηκε, λόγω της ιταλικής παρέμβασης στον πόλεμο, ενώ από την άλλη, ο ισπανικός εμφύλιος οδήγησε στη συγκρότηση του Άξονα Ρώμης-Βερολίνου, που αποτέλεσε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου). Ποιο, όμως, ήταν το μέγεθος της διεθνούς ανάμειξης στον ισπανικό εμφύλιο;
Κατ’ αρχάς, από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος στην Ισπανία, είναι γεγονός πως η δημοκρατική κυβέρνηση αδυνατούσε να οργανώσει αποτελεσματική αντίσταση και έτσι ήλπιζε ότι θα λάμβανε βοήθεια από το εξωτερικό, εκμεταλλευόμενη τη διεθνή νομιμότητα της (σε αντίθεση με τους αντιπάλους της, που φυσικά δεν απολάμβαναν διεθνούς αναγνώρισης). Συγκεκριμένα, οι δημοκρατικοί πίστευαν ότι θα λάμβαναν βοήθεια από τις δύο ισχυρότερες δημοκρατικές δυνάμεις της Ευρώπης, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Ωστόσο, οι δύο αυτές δυνάμεις φοβούνταν ότι ενδεχόμενη παροχή βοήθειας στη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας θα διατάρασσε τη διεθνή ισορροπία ισχύος. Για τον λόγο αυτό, αποφάσισαν τελικά να μην αναμειχθούν και για τον σκοπό αυτό συνυπέγραψαν σχετικό σύμφωνο, στις 2 Αυγούστου του 1936, το οποίο στη συνέχεια υπέγραψαν όλες οι μεγάλες δυνάμεις, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες όμως το σεβάστηκαν. Το σύμφωνο αυτό υπήρξε, βεβαίως, επιβλαβές για την Ισπανική Δημοκρατία, η οποία έβλεπε να την εγκαταλείπουν εκείνοι στους οποίους είχε εναποθέσει τις ελπίδες της. Στο σημείο αυτό, βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι η γαλλική κυβέρνηση επιθυμούσε να συνδράμει στρατιωτικά τους δημοκρατικούς και αρχικά είχε δεχτεί να στείλει βοήθεια, αλλά πιέσεις που της ασκήθηκαν από τη Μεγάλη Βρετανία στο εξωτερικό και από τη γαλλική Δεξιά στο εσωτερικό, την υποχρέωσαν να ανακαλέσει αυτή της την απόφαση.
Η επιλογή της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας να τηρήσουν στάση ουδετερότητας ώθησε τους δημοκρατικούς να αναζητήσουν βοήθεια αλλού. Ειδικότερα, η Σοβιετική Ένωση ήταν εκείνη που τελικά αποφάσισε να συνδράμει την Ισπανική Δημοκρατία, αποσκοπώντας στην κινητοποίηση και άλλων δυνάμεων. Τον Οκτώβριο του 1936, λοιπόν, άρχισε επισήμως να παρέχει στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στους δημοκρατικούς. Ήδη, μάλιστα, τον προηγούμενο μήνα είχε αποφασιστεί, σε μία μυστική συνάντηση της ηγεσίας της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη Μόσχα, η ίδρυση των Διεθνών Ταξιαρχιών, στρατιωτικών μονάδων, αποτελούμενων από εθελοντές διαφόρων εθνικοτήτων (και κατά κύριο λόγο κομμουνιστικής ιδεολογίας), οι οποίοι θα μετέβαιναν στην Ισπανία για να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία και να πολεμήσουν τον Φασισμό. Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες, οι οποίες προσέλκυσαν πολύ μεγάλο αριθμό εθελοντών (φαινόμενο μοναδικό για την εποχή), διακρίθηκαν στον ισπανικό εμφύλιο και ιδιαίτερα στη μάχη της Μαδρίτης (Νοέμβριος 1936), όπου συγκεκριμένα η 11η και η 12η Διεθνής Ταξιαρχία υπερασπίστηκαν με αποτελεσματικότητα την ισπανική πρωτεύουσα, την οποία προσπαθούσαν να καταλάβουν οι εθνικιστές, με συνέπεια ο Franco να υποχρεωθεί να λύσει την πολιορκία και να αποχωρήσει απογοητευμένος, καθώς γνώριζε πως εάν καταλάμβανε τότε τη Μαδρίτη, ο πόλεμος αυτόματα θα έληγε.

Από την άλλη πλευρά, και στους εθνικιστές, από την αρχή ακόμη του πολέμου, παρεχόταν εξωτερική βοήθεια. Κατά κύριο λόγο, η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία ήταν εκείνες οι δυνάμεις που βοηθούσαν, στρατιωτικά περισσότερο και οικονομικά λιγότερο, το εθνικιστικό στρατόπεδο. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι τα δύο αυτά κράτη είχαν συνυπογράψει το σύμφωνο «μη ανάμειξης», εντούτοις εξ’ αρχής και μέχρι το τέλος του πολέμου συνέδραμαν (ανεπίσημα) τους εθνικιστές. Ο βασικός λόγος για τον οποίο η Γερμανία του Hitler κυρίως, αλλά και η Ιταλία του Mussolini, στήριζαν τους εθνικιστές στην Ισπανία ήταν επειδή γνώριζαν πως θα ήταν προς το συμφέρον τους η ύπαρξη ενός ακόμη φασιστικού κράτους στη Μεσόγειο, καθώς έτσι σε έναν μελλοντικό ευρωπαϊκό πόλεμο η Γαλλία θα ήταν υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει, εκτός της Γερμανίας, και ένα δεύτερο μέτωπο, ενώ επίσης τα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα δεν θα μπορούσαν να μεταφερθούν, μέσω της Ιβηρικής, στην Ευρώπη.
Η σημαντικότερη, μάλιστα, συνεισφορά της Γερμανίας υπήρξε η αποστολή στην Ισπανία της λεγεώνας «Κόνδωρ» (μονάδας μαχητικών αεροσκαφών). Αυτή διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου, καθώς χρησιμοποιήθηκε για την ταχύτατη μεταφορά της Στρατιάς της Αφρικής από το Μαρόκο στην Ισπανία, ενώ επίσης ήταν σημαντική και σε πολεμικό επίπεδο (για παράδειγμα, συμμετείχε στον βομβαρδισμό της Γκερνίκα, του Μπιλμπάο και άλλων πόλεων). Αντίστοιχα, και η Ιταλία απέστειλε, μεταξύ άλλων, μαχητικά αεροσκάφη, αλλά και μονάδα υποβρυχίων με την ονομασία «Υποβρύχιοι λεγεωνάριοι». Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι, εκτός της Γερμανίας και της Ιταλίας, στρατιωτική βοήθεια στους εθνικιστές απέστειλε και η Πορτογαλία του δικτάτορα Antonio Salazar (τους λεγόμενους Viriatos), ενώ τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι φρανκιστές προμηθεύονταν, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου, πετρέλαιο από τις μεγαλύτερες αμερικανικές και βρετανικές πετρελαϊκές εταιρείες (American Texaco, Shell, Standard Oil και Atlantic Refining Company).

Από τα παραπάνω, συνεπώς, καθίσταται σαφής η σπουδαιότητα της διεθνούς παρέμβασης για την εξέλιξη του ισπανικού εμφυλίου, καθώς εάν δεν είχαν εμπλακεί εξωτερικές δυνάμεις ενδεχομένως αυτός να είχε λάβει μία πολύ διαφορετική τροπή και κατάληξη από αυτή που είχε τελικά, δηλαδή τη νίκη των εθνικιστών, η οποία θα άφηνε βαρύ το αποτύπωμα της στη χώρα για τις επόμενες περίπου 4 δεκαετίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Gabriele Ranzato (2006), Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, (μτφ. Ιωάννης Νάκος), εκδ. Κέδρος
- Andrew Forrest (2000), The Spanish Civil War, εκδ. Routledge
- F. J. Romero Salvado (2005), The Spanish Civil War: Origins, Course and Outcomes, εκδ. Palgrave Macmillan
- George Esenwein & Adrian Schubert (1995), Spain at War: The Spanish Civil War in Context (1931-1939), εκδ. Longman