Της Ταξιαρχούλας Ματζουράνη,
Στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου, το υποκειμενικό στοιχείο της πράξης—δηλαδή η υπαιτιότητα—αποτελεί θεμέλιο του καταλογισμού. Η πράξη δεν τιμωρείται μόνο επειδή τελέστηκε, αλλά επειδή ο δράστης ενήργησε με επίγνωση και βούληση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πλάνη, δηλαδή η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη του δράστη ως προς κρίσιμα δεδομένα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει δύο βασικές μορφές πλάνης, την πραγματική πλάνη και τη νομική πλάνη, οι οποίες διαφέρουν ως προς το αντικείμενό τους και τις έννομες συνέπειες.
Πραγματική Πλάνη – Άρθρο 30 ΠΚ
Η πραγματική πλάνη αφορά την εσφαλμένη αντίληψη ή άγνοια του δράστη για πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Το άρθρο 30 ΠΚ ορίζει ότι: «1. Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όμως η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκλημα από αμέλεια.» Επομένως, όταν λείπει η γνώση ενός ουσιώδους πραγματικού δεδομένου-στοιχείου, η πράξη ενδέχεται να μην είναι άδικη ή να μην τελείται με δόλο ή αμέλεια. Η πραγματική πλάνη αξιολογείται με συνδυασμό των εκάστοτε υποκειμενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και διακρίνεται σε, πλάνη αποκλείουσα το δόλο, πλάνη αποκλείουσα την αμέλεια και πλάνη περί συνθηκών δικαιολογητικής κατάστασης.
Πλάνη αποκλείουσα το δόλο, υφίσταται όταν δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του δόλου λόγω λανθασμένης αντίληψης της πραγματικότητας σχετικά με κάποιο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, ωστόσο πληρούται η υποκειμενική υπόσταση της αμέλειας, πλην όμως το έγκλημα δεν τιμωρείται όταν τελείται από αμέλεια. Λόγου χάρη ο δράστης αφαιρεί ξένο αντικείμενο, πιστεύοντας λανθασμένα ότι του ανήκει. Από την αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 372 ΠΚ περί κλοπής, ο δράστης ναι μεν έχει περατώσει την αφαίρεση κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, αλλά αγνοεί ότι αυτό είναι ξένο. Αν στο ανωτέρω παράδειγμα, ο δράστης αγνοεί από αμέλεια ότι πρόκειται για ξένο αντικείμενο, τότε υφίσταται πλάνη αποκλείουσα την αμέλεια και δεδομένου ότι η κλοπή από αμέλεια δεν τυποποιείται στον ΠΚ, ο δράστης δεν έχει τελέσει κλοπή, άρα δε θα τιμωρηθεί. Περαιτέρω, πλάνη περί των συνθηκών δικαιολογητικής κατάστασης, υφίσταται όταν ο δράστης έχει εσφαλμένη αντίληψη, σχετικά με την ύπαρξη λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του. Για παράδειγμα ο Α πιστεύει ότι ο Β, που εν τω μεταξύ τον πλησιάζει, έχει σκοπό να του επιτεθεί και γι’ αυτό του επιτίθεται βιαιοπραγώντας. Πιστεύει ότι βρίσκεται σε νόμιμη άμυνα (νομιζόμενη άμυνα) και δικαιούται να προβεί στην πράξη αυτή, άρα ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του αίρεται και συνεπώς δε θα τιμωρηθεί.
Αξίζει να αναφερθούν οι απόψεις των σπουδαίων καθηγητών του Ποινικού Δικαίου, Μανωλεδάκη και Ανδρουλάκη, οι οποίοι έχουν σημειώσει σχετικώς, ο μεν ότι η πλάνη για τα πραγματικά περιστατικά προστατεύει την αρχή της υπαιτιότητας, δηλαδή ότι δεν είναι ένοχος όποιος δεν είχε γνώση του κρίσιμου στοιχείου κατά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ο δε ότι η αποδοχή της πραγματικής πλάνης πρέπει να στηρίζεται σε «ανθρώπινη πιθανότητα» και όχι απλή αμέλεια.

Νομική Πλάνη – Άρθρο 31 ΠΚ
Η νομική πλάνη αφορά την εσφαλμένη ή ανύπαρκτη γνώση του δράστη ως προς τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης του. Με άλλα λόγια, νομική πλάνη υφίσταται όταν ο δράστης αγνοεί τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως την οποία τελεί. Το άρθρο 31 ΠΚ προβλέπει: «.1 Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό. 2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή». Η διάταξη αυτή αποτελεί εξαίρεση από την αυστηρή αρχή «η άγνοια του νόμου δεν συγχωρείται» (ignorantia legis non excusat), μόνον όμως υπό την προϋπόθεση ότι η άγνοια είναι συγγνωστή, δηλαδή δικαιολογημένη. Συνεπώς, ο δράστης αδίκων πράξεων δεν είναι δυνατό να απαλλαγεί από την ποινή, προβάλλοντας απλώς τον ισχυρισμό ότι, δεν ήξερε ότι αυτό που έκανε απαγορεύεται. Γι’ αυτό άλλωστε και το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ ορίζει ότι: «μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό».
Κατά το άρθρο 31 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, η άδικη πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι, είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν «συγγνωστή» (δηλαδή συγχωρήσιμη). Για παράδειγμα ο Α αγνοεί ότι η μη έκδοση αποδείξεων για τις συναλλαγές του είναι φορολογικό αδίκημα. Υπό αυτές τις δύο προϋποθέσεις δηλαδή α) να πίστεψε ο δράστης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη, β) η πλάνη του να ήταν συγγνωστή, η νομική πλάνη ανάγεται σε λόγο άρσης του καταλογισμού της πράξης, οπότε θεωρείται ότι ο δράστης δεν ενήργησε έχοντας δόλο ή αμέλεια και απαλλάσσεται από την κατηγορία.
Συγκριτική Επισκόπηση και Συμπεράσματα
Η πραγματική πλάνη αποκλείει τον καταλογισμό επειδή λείπει το υποκειμενικό στοιχείο της πράξης (δόλος ή αμέλεια), χωρίς να απαιτείται συγγνωστότητα. Αντίθετα, η νομική πλάνη είναι γενικώς απρόσφορη, εκτός αν αποδειχθεί συγγνωστή—δηλαδή ότι η άγνοια του νόμου ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη. Και οι δύο περιπτώσεις αποτελούν συγκεκριμενοποιήσεις της αρχής της ενοχής, θεμελιώδους κανόνα του κράτους δικαίου. Η αποδοχή τους προϋποθέτει αυστηρή, αλλά όχι μηχανιστική, αξιολόγηση της υποκειμενικής κατάστασης του δράστη. Η ορθή εφαρμογή των άρθρων 30 και 31 ΠΚ απαιτεί από τα δικαστήρια όχι μόνο νομική ακρίβεια αλλά και επαρκή αιτιολογία, ώστε να διακρίνεται η δικαιολογημένη άγνοια από την αμέλεια, και να προστατεύεται τόσο η κοινωνία όσο και τα ατομικά δικαιώματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Σάκκουλας, 2000
- Ιωάννης Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, 7η Έκδοση, 2005
- Ν. Ανδρουλάκης, Η υπαίτια πλάνη και ο ποινικός καταλογισμός, ΝοΒ 1999