Της Σίλιας Παπαβασιλείου,
«Τα βιβλία για παιδιά είναι πολυδιαβασμένα, πολυαγαπημένα και παρόντα σε κάθε βιβλιοπωλείο, ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν αποτελούν αξιόλογο πεδίο προσοχής, τουλάχιστον από τους ενήλικες». Το πρώτο βιβλίο που ο Μακ Μπαρνέτ έγραψε για ενήλικες πραγματεύεται ακριβώς αυτό: Γιατί τα βιβλία για παιδιά συχνά δεν είναι άξια προσοχής; Μέσω του Η μυστική πύλη: Γιατί τα βιβλία για παιδιά είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Βασιλικής Νίκα, επιχειρεί να εξηγήσει σε εμάς τους ενήλικες, γιατί τα παιδικά βιβλία αποτελούν τελικά μια πολύ σοβαρή υπόθεση.

Ο Μακ Μπαρνέτ γεννήθηκε στην Καλιφόρνια το 1982. Μέχρι σήμερα έχει γράψει πάνω από εξήντα παιδικά βιβλία, τα οποία έχουν αγαπηθεί από παιδιά παγκοσμίως. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες και έχουν κερδίσει πολλαπλά βραβεία. Είναι ο νέος Πρεσβευτής για τη Λογοτεχνία των Νέων 2025-2026 στην Αμερική. Αναμφίβολα, αποτελεί τον κατάλληλο να μας εξηγήσει γιατί η συγγραφή παιδικών βιβλίων είναι ένα σπουδαίο ζήτημα.
Πολλοί πιστεύουν ότι τα παιδικά βιβλία δεν είναι «αληθινά βιβλία». Τα έχουν σε χαμηλή εκτίμηση, καθώς έχουν χαμηλή εκτίμηση για τον πνευματικό κόσμο των παιδιών. Ο Μακ Μπαρνέτ αποδεικνύει το αντίθετο: τα παιδιά αποτελούν το ιδανικό κοινό της λογοτεχνίας. «Κάθε ιστορία είναι μια μυστική πύλη, μια πρόσκληση να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο και, έτσι, να τον δημιουργήσουμε πραγματικά».
Τα παιδιά είναι γεμάτα φαντασία. Βεβαίως έχουν ευαισθησίες και ανησυχίες, αλλά χαρακτηρίζονται επίσης από ανοιχτό μυαλό και ευέλικτη σκέψη. Δεν βαρύνονται με τα άγχη των ενηλίκων και είναι ακόμη ικανά να ερμηνεύσουν τα βιβλία με έναν πιο ελεύθερο και αυθόρμητο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς αποτελούν και τον τέλειο αναγνώστη, που είναι ικανός να βυθιστεί σε μια ιστορία με πολύ μεγαλύτερη ευχέρεια από τους ενήλικες.
Για τον Μακ Μπαρνέτ, το ζήτημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετά παιδικά βιβλία. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν αρκετά «καλά» παιδικά βιβλία. Οι ενήλικες εμμένουν στον δικό τους τρόπο σκέψης, που είναι πολύ πιο ώριμος και απομονωμένος από την ιδέα που έχουν τα παιδιά για τη ζωή. Πολύ συχνά, οι συγγραφείς παιδικών βιβλίων αδυνατούν να ξεφύγουν από αυτή τη συλλογιστική πορεία, δημιουργώντας εν τέλει βιβλία που τα παιδιά δεν θα αγαπήσουν. Διακρίνονται από διδακτισμό και αυταρχικότητα, γεγονός που απομακρύνει τα παιδιά από αυτά.

Τι χρειάζεται, λοιπόν, για να είναι ένα παιδικό βιβλίο «καλό»; Μέσω της εξιστόρησης των εμπειριών του συγγραφέα κατά τα χρόνια που δημιουργεί παιδικά βιβλία, «Η μυστική πύλη» αναλύει όλα τα χαρακτηριστικά που καθιστούν ένα βιβλίο κατάλληλο για παιδία. Το πιο σημαντικό είναι να δημιουργείται ένα κλίμα, όπου το παιδί και ο ενήλικας μπορούν να συνατηρθούν ως ίσοι, χωρίς το παιδί να αισθάνεται κανένα ίχνος επίκρισης και ενοχής.
«Ο συγγραφέας παιδικών βιβλίων είναι σαν βιολιστής σε κάποιον σιδηροδρομικό σταθμό, που παίζει για επιβάτες, οι οποίοι πηγαίνουν κάπου αλλού. Ορισμένοι περνούν χωρίς να προσέξουν το τραγούδι του… Κάποιοι από αυτούς, ωστόσο, δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτό που άκουσαν. Αρκετή ώρα μετά την επιβίβαση στο τρένο, ακόμα και μετά την άφιξη στον προορισμό τους, θα βρεθούν να σιγοτραγουδούν τη μελωδία». Για τον Μακ Μπαρνέτ σ’ αυτό έγκειται η αξία του παιδικού βιβλίου: αν είναι «καλό», είναι ικανό να ακολουθήσει το παιδί στην ενήλική του ζωή και να μην το αφήσει ποτέ.