Της Ευμορφίλης Μεξίδου,
Στις ερήμην καταδικαστικές για πλημμέλημα αποφάσεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ακύρωση της καταδίκης σε περίπτωση μεταγενέστερης εμφάνισης του κατηγορουμένου. Εντούτοις χορηγούνται από το νόμο δύο ένδικα βοηθήματα τα οποία υπό προϋποθέσεις μπορούν να ανατρέψουν την καταδίκη και να οδηγήσουν στην κατ’ αντιμωλία επανεκδίκαση της υπόθεσης. Τα βοηθήματα αυτά είναι η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας (α. 341 ΚΠΔ) και η αίτηση ακύρωσης της απόφασης (α.430 ΚΠΔ). Είναι δε ένδικα βοηθήματα και όχι ένδικα μέσα γιατί ασκούνται ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου που εξέδωσε την ερήμην απόφαση. Αντίθετα, όπως είναι γνωστό, βασικό γνώρισμα των ενδίκων μέσων είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας κρίσης από ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο.
Η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας στρέφεται κατά ερήμην καταδικαστικής για πλημμέλημα αποφάσεως, εφόσον ο καταδικασθείς είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής (α. 156 ΚΠΔ). Αίτημα του καταδικασθέντος είναι η ακύρωση της διαδικασίας από την οποία απουσίαζε και δεν μπόρεσε ούτε να εκπροσωπηθεί από συνήγορο και η οποία οδήγησε σε καταδίκη του, και η νέα συζήτηση της υπόθεσης επί παρουσία του. Η αίτηση είτε με τη μορφή της δήλωσης, οπότε συντάσσεται έκθεση (α. 471 παρ. 1 ΚΠΔ), είτε με τη μορφή αυτοτελούς δικογράφου, για την οποία καταρτίζεται πράξη εγχειρήσεως (α. 341 ΚΠΔ), υποβάλλεται στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 15 ημερών από την έκδοσή της. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται για λόγους ανωτέρας βίας. Νέα αίτηση για ακύρωση της ίδιας διαδικασίας είναι απαράδεκτη σε οποιουσδήποτε λόγους και αν στηρίζεται. Ως λόγος ανωτέρας βίας λογίζεται ένα γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο, το οποίο δεν μπορούσε να προβλεφθεί ούτε με μέτρα άκρας σύνεσης και επιμέλειας, και το οποίο εμποδίζει την εμφάνιση του κατηγορουμένου στην συγκεκριμένη ημέρα και ώρα όπου διεξάγεται η δίκη. Πάντως, αν η αίτηση στηρίζεται στο γεγονός ότι ο καταδικασθείς δεν πληροφορήθηκε την κλήτευση του, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που αυτός έλαβε γνώση της αποφάσεως.
Ποιες είναι, όμως, οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης της διαδικασίας;
- Η καταδικαστική απόφαση να αφορά πλημμέλημα. Να τονιστεί εδώ ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων ανηλίκων δεν υπόκεινται σε ακύρωση της διαδικασίας ακριβώς διότι κατ’ άρθρο 489 περ. γ’ ΚΠΔ, υπόκεινται σε έφεση.
- Η απόφαση κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση να έχει εκδοθεί ανεκκλήτως ήτοι η απόφαση, ως εκ του είδους και του ύψους της ποινής που επιβάλλει, να μην υπόκειται εξ’ αρχής σε έφεση εκ μέρους του ερήμην καταδικασθέντος και όχι να κατέστη εκ των υστέρων ανέκκλητη. Τον ανέκκλητο κρίνεται, εξάλλου, σε σχέση με τον αιτούνται και όχι με τους άλλους συγκατηγορουμένους, αν υπάρχουν. Αν όμως, κατά της αποφάσεως ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών ή Εφετών, η ακύρωση δεν είναι επιτρεπτή. Επίσης, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι κατά της ίδιας απόφασης επιτρέπεται και η άσκηση αναίρεσης από μέρους του ερήμην καταδικασθέντος. Απορρίπτεται όμως ως απαράδεκτη αν στον ενδιάμεσο χρόνο ευδοκιμήσει η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας. Περαιτέρω κατά την πρόβλεψη του νόμου, η σχετική αίτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης, ενώ για το παραδεκτό της δεν απαιτείται να υποβληθεί ο αιτών στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.

- Ύπαρξη ανώτερης βίας ή άλλων ανυπέρβλητων αιτίων, εξαιτίας των οποίων δεν κατέστη δυνατόν ούτε να εμφανιστεί ή να εκπροσωπηθεί από το συνήγορο ο (ερήμην) καταδικασθείς στο ακροατήριο, ούτε (σωρευτικά) να γνωστοποιήσει με οποιοδήποτε μέσο στο δικαστήριο το ανυπέρβλητο κώλυμα εμφανίσεως του στη δίκη και να ζητήσει την αναβολή της συζήτησης. Ανυπέρβλητο κώλυμα θεωρείται εκείνο που οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κινδύνου και που δεν μπορούσε αυτός με κανένα λόγο να υπερνικήσει. Για παράδειγμα, ως ανυπέρβλητα αίτια ενδεικτικά έχουν χαρακτηριστεί η προσβολή από σοβαρή αρρώστια, η έκτακτη εισαγωγή σε κλινική, ο τραυματισμός σε τροχαίο ατύχημα κλπ.
Η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως (α. 430 ΚΠΔ) είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο ο καταδικασθείς ερήμην για πλημμέλημα κατηγορούμενος που είχε κλητευθεί ως απών από τον τόπο κατοικίας του και αγνώστου διαμονής, ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως επειδή είχε πράγματι γνωστή διαμονή. Άμεση συνέπεια της ακύρωσης είναι βέβαια επανάκριση της υποθέσεως. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 430 ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να ασκηθεί το αργότερο εντός 8 ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτήν, με έκθεση που συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης. Η άσκηση της αίτησης δεν υπόκειται κατά βάση σε προθεσμία. Η αίτηση μπορεί να γίνει και από αντιπρόσωπο του κατηγορουμένου, ο οποίος είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα. Η ακύρωση ζητείται για το λόγο ότι κατά την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης δεν συνέτρεχαν οι όροι του άρθρου 428, δηλαδή ο αιτών είχε πράγματι γνωστή διαμονή. Ο αιτών θα πρέπει με την αίτησή του να καθορίζει τον τόπο στον οποίο διέμενε, να προσδιορίσει την τωρινή διαμονή του και να διορίζει αντίκλητο στην έδρα του δικαστηρίου, προς τον οποίο γίνονται όλες οι επιδόσεις και οι κοινοποιήσεις που αφορούν τον κατηγορούμενο, αλλιώς η αίτησή του είναι απαράδεκτη. Οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως της αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 430, είναι οι εξής:
- Η μη εμφάνιση, αλλά ούτε και η εκπροσώπηση από συνήγορο του, ως αγνώστου διαμονής, κλητευθέντος κατηγορουμένου. Ως απών θεωρείται και ο καταδικασθείς που κατά τη συζήτηση της υπόθεσης εκπροσωπήθηκε από κάποιον συγγενή του.
- Η καταδίκη θα πρέπει να αναφέρεται σε πλημμέλημα.
- Η απόφαση είναι εξαρχής ή κατέστη μεταγενέστερα ανέκκλητη λόγω άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας εφέσεως ή παραίτησης από το ασκημένο ένδικο μέσο της έφεσης ή το δικαίωμα ασκήσεως του.
- Η εσφαλμένη θεώρηση του δράστη ως απόντος από τον τόπο της κατοικίας του και η εσφαλμένη κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής.
Ενόψει των ανωτέρω κρίνεται αναγκαία η συνοπτική παρουσίαση των ομοιοτήτων και διαφορών των δύο αιτήσεων. Στην αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ο κατηγορούμενος κλητεύεται ως γνωστής διαμονής, ενώ στην αίτηση ακύρωσης της απόφασης ως άγνωστης διαμονής. Η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας ασκείται όταν η ερημοδικία του κατηγορουμένου συνδέεται με αδυναμία εμφανίσεώς του στο δικαστήριο αλλά και αδυναμία ειδοποιήσεως του λόγω ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος. Από την άλλη, η αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως ασκείται λόγω εσφαλμένης κλητεύσεως του κατηγορουμένου ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτός ήταν γνωστής διαμονής. Τέλος, η αίτηση ακύρωσης της διαδικασίας ασκείται μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την έκδοση της απόφασης, ενώ η αίτηση ακύρωσης της απόφασης μέσα σε προθεσμία 8 ημερών από την εκτέλεση της απόφασης ή και πριν από αυτήν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο – Βασικές έννοιες, 5η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2024