Toυ Παναγιώτη Σταματάκου,
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μία από τις πιο εμβληματικές πολιτικές μορφές του νεότερου ελληνισμού, δεν υπήρξε μόνο αναμορφωτής της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και της στρατιωτικής ισχύος της χώρας, αλλά και πρωτοπόρος μιας εκτεταμένης και ριζοσπαστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Στη διάρκεια της πολιτικής του κυριαρχίας –από το 1910 έως το 1932– η παιδεία αποτέλεσε θεμελιώδη άξονα του οράματός του για ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκού τύπου ελληνικό κράτος.
Η αρχή του εκπαιδευτικού μετασχηματισμού εδραιώνεται με την συνταγματική αναθεώρηση του 1911, κατά την οποία θεσμοθετείται η υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα ελληνόπουλα, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και οικονομικής επιφάνειας. Η υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης αποτέλεσε θεμέλιο για την οικοδόμηση ενός λαϊκού σχολείου, στο οποίο όλοι θα είχαν πρόσβαση ανεξαρτήτως των οικονομικών τους δυνατοτήτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής του μέτρου αποτέλεσε η ίδρυση δημοτικών σχολείων, ακόμη και σε απομακρυσμένα ορεινά χωριά, όπως στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία.
Ο Βενιζέλος φρόντισε για την εφαρμογή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης με αυστηρούς ελέγχους σε γονείς που δεν έστελναν τα παιδιά τους σχολείο. Το σχολείο έγινε ο βασικός θεσμός κοινωνικοποίησης, αγωγής και πολιτικής ωρίμανσης του πολίτη. Ο έλεγχος της φοίτησης και η βελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας αποτελούσαν καθημερινές προτεραιότητες του Υπουργείου Παιδείας. Παράδειγμα αποτελεί η ίδρυση Επιτροπών Σχολικής Μέριμνας σε δήμους και κοινότητες.

Με τον νόμο 4373\1929 καταργείται το Τετρατάξιο Δημοτικό και το Τετρατάξιο Γυμνάσιο και αντικαθίστανται από το εξατάξιο Δημοτικό και Εξατάξιο Γυμνάσιο. Η εξαετής υποχρεωτική φοίτηση εφαρμόστηκε οριζόντια και για τα κορίτσια, γεγονός επαναστατικό για τα δεδομένα της εποχής [Οι παίδες αμφοτέρων των φύλων υποχρεούνται να φοιτώσιν εις τα δημοτικά σχολεία του Κράτους από του έκτου έτους της ηλικίας τους]. Σε μια κοινωνία βαθιά πατριαρχική και αγροτική, η συμπερίληψη των κοριτσιών στην εκπαίδευση υπήρξε μοχλός απελευθέρωσης και κοινωνικής κινητικότητας. Ο ίδιος νόμος αναφέρεται στη δημιουργία και λειτουργία σχολικών κήπων, βιβλιοθηκών και εργαστηρίων. Επιπλέον, στις μικρές κωμοπόλεις ιδρύονται διτάξια ημιγυμνάσια και κατώτερα επαγγελματικά σχολεία (γεωργικά, εμπορικά, βιομηχανικά, οικοκυρικά).
Δηλαδή, με τους νόμους 4397/16.8.1929 «Περὶ στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως» (309Α΄) και 4373/13.8.1929 «Περὶ διαρρυθμίσεως τῶν σχολείων τῆς Μέσης Ἐκπαιδεύσεως» (297Α΄) η Γενική Εκπαίδευση περιλαμβάνει 2ετή Νηπιαγωγεία, 6ετή Δημοτικά σχολεία, 6ετή Γυμνάσια και Πρακτικά Λύκεια, 2ετή Ημιγυμνάσια και 4ετή Ανώτερα Παρθεναγωγεία. Τρία χρόνια αργότερα, με το νόμο 5874\1933 θεσπίζονται τα μεικτά Τριτάξια Αστικά Σχολεία, αντικαθιστώντας τα Ημιγυμνάσια και Ανώτερα Παρθεναγωγεία. Επιπρόσθετα, εντάχθηκε στα προγράμματα η φυσική αγωγή και καθιερώθηκαν οι εξετάσεις προαγωγής και απόλυσης, καθώς και, για πρώτη φορά, ενσωματώθηκε θεσμικά η προσχολική αγωγή, με την ίδρυση νηπιαγωγείων και διδασκαλείων νηπιαγωγών. Η Παιδαγωγική Ακαδημία ενίσχυσε την επιμόρφωση των δασκάλων, ενώ η διδασκαλία ξένων γλωσσών οργανώθηκε με νέα διδασκαλεία.
Στο επίκεντρο των εκπαιδευτικών αλλαγών του Βενιζέλου υπήρξε και η γλωσσική μεταρρύθμιση. Το 1914, άνοιξε μία νέα πτυχή για τα Νέα Ελληνικά. Σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα, η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών στη μέση εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 13 ώρες. Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με το Διάταγμα 2825/1917, αποτέλεσε πολιτιστικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Με την υποστήριξη σημαντικών διανοουμένων, όπως ο Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης, ο Βενιζέλος ενίσχυσε τη χρήση της γλώσσας του λαού στη διδασκαλία, περιορίζοντας την επιρροή της καθαρεύουσας. Η δημοτική εισήχθη με νέα αναγνωστικά όπως το «Αλφαβητάρι με τον ήλιο» και τα «Ψηλά Βουνά», τα οποίο αποτέλεσαν σύμβολα της παιδαγωγικής ανανέωσης. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 1921, όταν ο Βενιζέλος δεν ήταν πλέον πρωθυπουργός, μία επιτροπή αντιβενιζελικών προέβη στην εξής δήλωση: «Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι τα […] υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως».
Κορυφαία στιγμή της μεταρρύθμισης ήταν ο νόμος του 931 για τα σχολικά βιβλία, που σηματοδοτεί τη θριαμβευτική επάνοδο της Δημοτικής στο δημοτικό. Στις δύο τελευταίες τάξεις, υπήρχε η δυνατότητα παράλληλης διδασκαλίας της καθαρεύουσας, ενώ η διδασκαλία της Δημοτικής επεκτάθηκε και στο γυμνάσιο, αφαιρώντας ώρες από τα αρχαία και τα λατινικά. Ακόμα, όλα τα σχολεία, για τις ανάγκες μαθητών και καθηγητών, έπρεπε να συγκροτήσουν βιβλιοθήκη. Αξίζει να αναφερθεί μία από τις πλέον σημαντικές πρωτοβουλίες της εκπαιδευτικής αυτής μεταρρύθμισης που ήταν η σύσταση των δύο πρώτων Πειραματικών Σχολείων, του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τον ν. 4376/1929.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε και στα πανεπιστήμια, κυρίως στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με τον νόμο 5343/1932, οργανώθηκαν οι βαθμίδες διδασκόντων, εισήχθησαν οι διδακτορικές διατριβές και θεσμοθετήθηκαν εξετάσεις εισαγωγής και προαγωγής. Για πρώτη φορά, καθιερώθηκαν ετήσιες και τμηματικές εξετάσεις, που καθιστούσαν αναγκαία την συνεπή φοίτηση, σε αντίθεση με αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν, που οι φοιτητές εμφανιζόταν μόνο στις πτυχιακές εξετάσεις. Παράλληλα, δόθηκε ιδιαίτερη μέριμνα σε φοιτητές προσφυγικής καταγωγής, με μέτρα κοινωνικής στήριξης, όπως η δωρεάν σίτιση, τα συγγράμματα και η δημιουργία φοιτητικών εστιών. Το 1914 αναδιοργανώθηκε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έγινε ισότιμο με το ΕΚΠΑ. Η ίδρυση του Πολυτεχνείου υπήρξε αναμφισβήτητα, η πιο σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου 1910-1915.
Ταυτόχρονα, επήλθαν θεμελιώδεις αλλαγές στο διδακτικό προσωπικό και άνοιξαν οι πόρτες του πανεπιστημίου σε νέους επιστήμονες. Με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης Βενιζέλου, οι έκτακτοι καθηγητές και οι επιμελητές έχασαν τη δεδομένη μονιμότητά τους, η οποία κάθε άλλο παρά συντελούσε στην βελτίωση της επιστημονικής τους επίδοσης. Πλέον, οι πανεπιστημιακοί, έπειτα από πολυετή σταδιοδρομία, περνούσαν υποχρεωτικά τη δοκιμασία της αξιολόγησης. Η θεσμοθέτηση της θέσης του εντεταλμένου υφηγητή και του έκτακτου καθηγητή, καθώς και του άμισθου έκτακτου καθηγητή, εξυπηρετούσε τις τακτικές ανάγκες, αλλά πρωτίστως δημιουργούσε ένα φυτώριο για την ανανέωση του καθηγητικού σώματος. Ταυτόχρονα, βελτιώθηκε η θέση των επιμελητών και των βοηθών.

Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε την ανάγκη επαγγελματικού προσανατολισμού και τεχνικής κατάρτισης σε μια περίοδο εκβιομηχάνισης. Προχώρησε σε ίδρυση τεχνικών σχολών σε κάθε νομό, όπως η Σχολή Υπομηχανικών στη Θεσσαλονίκη και σχολές επαγγελματικής κατάρτισης στην Καβάλα και την Πάτρα. Επίσης, το Βαρβάκειο απέκτησε χαρακτήρα πραγματικού πρακτικού Λυκείου και ιδρύθηκε το διδασκαλείο ξένων γλωσσών. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του 1920 με υπερηφάνεια πληροφορούσε το εκλογικό του ακροατήριο ότι η κυβέρνηση είχε ιδρύσει τεχνικά σχολεία σε όλες τις πρωτεύουσες των νομών. Συν τοις άλλοις, προχώρησε σε αναβάθμιση των σχολών των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και της ίδρυσης σχολής στην Κέρκυρα, για την εκπαίδευση των στελεχών της νεοσύστατης αστυνομίας πόλεων.
Το 1920, ξεκινά η λειτουργία της ανώτατης σχολής εμπορικών σπουδών, η οποία το 1926 θα μετονομαστεί σε ανωτάτη σχολή Οικονομικών και Εμπορικών επιστημών (ΑΣΟΕΕ). Το μεγάλο ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την επιστημονική στήριξη της γεωργίας εκδηλώνεται με τη δημιουργία, το 1920, της ανωτέρας γεωπονικής σχολής στην Αθήνα (του σημερινού γεωπονικού Πανεπιστημίου), η οποία το 1929, πάλι επί κυβέρνησης Βενιζέλου, αναβαθμίζεται σε ανώτατη.
Ενσωματώθηκαν παιδαγωγικά ρεύματα από την Κεντρική Ευρώπη, όπως οι ιδέες του φιλοσόφου Τζον Ντιούι και του παιδαγωγού Γιόχαν Χάινριχ Πεσταλότσι, δίνοντας έμφαση στη βιωματική μάθηση και την ομαδοσυνεργατική εργασία. Η εκπαίδευση πλέον δεν αποσκοπούσε μόνο στη συσσώρευση γνώσεων, αλλά στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ατόμου.
Η εκπαιδευτική πολιτική του Βενιζέλου δεν έμεινε χωρίς αντιδράσεις. Συντηρητικοί κύκλοι, η Εκκλησία, αλλά και εκπαιδευτικοί φορείς, αντέδρασαν στην εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας και στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Η αντιπολίτευση χρησιμοποίησε την παιδεία ως εργαλείο ιδεολογικής αντιπαράθεσης, προκαλώντας την προσωρινή επιστροφή στην καθαρεύουσα το 1920, με υπουργική απόφαση του Γ. Χατζηδάκη. Ωστόσο, η βενιζελική περίοδος είχε ήδη θέσει θεμέλια που θα αποδώσουν καρπούς τις επόμενες δεκαετίες.
Η εκπαιδευτική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου χαρακτηρίζεται από σαφή στόχευση, προνοητικότητα και κοινωνική ευαισθησία. Η εδραίωση της δημοτικής, η υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση, η αναδιοργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η μέριμνα για τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα κατέστησαν την περίοδο 1910–1932 ορόσημο για τη δημόσια παιδεία στην Ελλάδα. Παρά τις αντιδράσεις, οι μεταρρυθμίσεις αυτές επιβίωσαν και άνοιξαν τον δρόμο για μια πιο δίκαιη, ανθρωποκεντρική και προοδευτική παιδεία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Α. Δημαράς (2013), Ιστορία της Νοελληνικής Εκπαίδευσης, εκδ. Μεταίχμιο
- Συλλογικό (1999), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα – Οι απαρχές 1900-1922, εκδ. Βιβλιόραμα
- Η πολιτική ταυτότητα, η φιλοσοφία και οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, ejournals.epublishing.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τμήμα Πρώτο: Γενική Εκπαίδευση, midepth.gr, διαθέσιμο εδώ