Της Βασιλικής Χαραλάμπους,
Οι αλλεπάληλες αλλαγές του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ήδη τα τελευταία χρόνια έχουν προκαλέσει άλλοτε ριζική αναρρύθμιση και άλλοτε επάνοδο σε προισχύουσες διατάξεις. Υπό το πρίσμα των τελευταίων εξελίξεων και αλλαγών φαίνεται να έχουν γίνει κάποιες αναδιαρθρώσεις στο κεφάλαιο της επιβολής περιοριστικών όρων, προσωρινής κράτησης και εντάλματος σύλληψης.
Οφείλουμε καταρχάς να τοποθετηθούμε χρονικά ως προς το στάδιο της ποινικής διαδικασίας στο οποίο βρισκόμαστε: η ανάκριση έχει τελειώσει και μετά την απολογία του κατηγορουμένου ο ανακριτής καλείται μαζί με τον εισαγγελέα να αποφασίσουν επί της επιβολής ή μη περιοριστικών όρων. Αρχικά, προτιμάται μεταξύ των πλειόνων το λιγότερο επαχθές μέτρο, ήτοι η επιβολή κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και αν αυτό το μέτρο δεν επαρκεί, τότε μπορεί να εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης, κατόπιν γραπτής σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα. Καθίσταται σαφές ότι η επιβολή προσωρινής κράτησης πρέπει να αποτελεί το έσχατο μέτρο και μόνον εφόσον συντρέχουν οι περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο προϋποθέσεις.
Ειδικότερα, “1. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί: α) για κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονική επιτήρηση, όταν το μέτρο αυτό δεν επαρκεί ή δεν μπορεί να επιβληθεί λόγω έλλειψης γνωστής διαμονής του κατηγορουμένου στη χώρα ή λόγω μη υποβολής από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος να υποβληθεί σε αυτό και β) για περιοριστικούς όρους, αν αιτιολογημένα κριθεί ότι τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ μέτρα δεν επαρκούν και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου 282, μόνον αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής και από την συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής του ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Αν η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη απειλείται στον νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα δέκα πέντε έτη ή αν το έγκλημα τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληματικής ή τρομοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει μεγάλος αριθμός παθόντων από αυτό, προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί και όταν, με βάση τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος, είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης.”

Η επιβολή λοιπόν της προσωρινής κράτησης τελεί σε σχέση επικουρικότητας προς τους λοιπούς περιοριστικούς όρους, ενώ αρκεί να συντρέχει έστω και μία από τις προϋποθέσεις του ανωτέρω άρθρου σε συνάρτηση με τις σοβαρές ενδείξεις ενοχής. Ακόμη, παρά το συνηθισμένο στην καθημερινή πρακτική, οι προαναφερθείσες ενδείξεις θα πρέπει να κρίνονται επαρκώς και αιτιολογημένα στο ένταλμα και να μην βασίζονται σε γενική και αφηρημένη εκτίμηση του ενδεχόμενου υποτροπής του κατηγορουμένου με βάση γενικόλογες περιστροφές που συχνά εξαντλούνται στην διατύπωση του κατηγορητηρίου.
Τέλος, με το άρθρο 286 παρ. 2 επιβάλλεται κατ’ εξαίρεση προσωρινή κράτηση στο πλημμέλημα (και όχι στο κακούργημα) της ανθρωποκτονίας τελούμενης εξ αμελείας κατά συρροή αν προκύπτει σκοπός φυγής στο εξωτερικό, ενώ το μέτρο αυτό δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες. Στο ένταλμα προσωρινής κράτησης βέβαια μπορεί να προβληθεί το οιονεί ένδικο μέσο της προσφυγής κατ’ άρθρο 290 ΚΠΔ, η οποία και δικάζεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών αμετακλήτως.
Ενδιαφέρον προκαλεί πάντως υπό το πρίσμα των τελευταίων αλλαγών το ζήτημα του εντάλματος σύλληψης και συγκεκριμένα αν μπορεί να εκδοθεί χωρίς προηγούμενη κλήση σε απολογία του κατηγορούμενου. Εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις των αυτόφωρων εγκλημάτων, το νέο πλέον άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ αναφέρει ότι ειδικά στα κακουργήματα μπορεί εξαρχής να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης ακόμη και χωρίς την προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία, το οποίο μάλιστα ένταλμα υποκαθιστά εξ υπαρχής την κλήση αφ ής με την επίδοσή του. Τούτο καθίσταται δυνατό όταν η κλήση δεν υποκαθιστά την απόλυτη αναγκαιότητα του μέτρου για παρεμπόδιση της σφόδρα διαφαινόμενης διαφυγής του κατηγορουμένου ή της επικείμενης τέλεσης από αυτόν νέων εγκλημάτων. Το ίδιο το άρθρο λοιπόν 271 μας παραπέμπει στο άρθρο 276 ΚΠΔ.
Συνοψίζοντας, αξίζει να αναφερθούν εν είδει συμπεράσματος επιγραμματικά οι δυνατότητες του ανακριτή στο στάδιο της ανάκρισης:
-
Σε όσες περιπτώσεις δεν επιτρέπεται προσωρινή κράτηση, εκδίδεται ένταλμα βίαιης προσαγωγής του κατηγορούμενου.
-
Αν επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση και ισχύουν και οι λοιπές προϋποθέσεις πρέπει να προτιμηθεί να κλητευθεί ο κατηγορούμενος με απλή κλήση.
-
Αν ωστόσο υπάρχει κίνδυνος σφοδρής πιθανής φυγής του τότε μπορεί το πρώτον να εκδοθεί ένταλμα σύλληψής του.
-
Τέλος, σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται η προσωρινή κράτηση και ο κατηγορούμενος παρά την κλήτευσή του δεν εμφανισθεί λόγω απείθειας τότε μπορεί να εκδοθεί ένταλμα βίαιης προσαγωγής ή σύλληψης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Αναγνωστοπούλου, Επικίνδυνοι κατηγορούμενοι και δικονομικά προληπτικά μέτρα, Ποινικά Χρονικά, αρ 772
-
Παπαδαμάκης Α., Ποινική Δικονομία, 11η έκδοση, εκδόσεις ΣΑΚΚΟΥΛΑ