28.5 C
Athens
Σάββατο, 21 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΕισαγγελέας: Κατήγορος ή υπηρέτης της αλήθειας;

Εισαγγελέας: Κατήγορος ή υπηρέτης της αλήθειας;


Της Ξένης Φλώρου,

Στο πλαίσιο του σύγχρονου κράτους δικαίου, η ποινική δίκη αποτελεί ένα θεσμικά διαμορφωμένο πεδίο αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, υπό την εγγύηση της δίκαιης δίκης και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Κεντρικός πυλώνας στην προσπάθεια αυτή είναι ο εισαγγελέας, ο οποίος καλείται να επιτελέσει έναν ιδιαίτερα σύνθετο και ευαίσθητο ρόλο. Ο εισαγγελέας δεν είναι απλώς το αντίπαλο δικονομικό μέρος του κατηγορουμένου, αλλά δημόσιος λειτουργός με θεσμική υποχρέωση να συνδράμει στην υπηρεσία της δικαιοσύνης με γνώμονα την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία.

Ο εισαγγελέας καλείται να επιτελεί τον θεσμικό του ρόλο ως αμερόληπτος λειτουργός της Δικαιοσύνης, συμμετέχοντας ενεργά στη διαδικασία απονομής του δικαίου και στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Ο ρόλος του δεν εξαντλείται στην απλή έναρξη της ποινικής διαδικασίας μέσω της άσκησης ποινικής δίωξης, αλλά συνεχίζεται δυναμικά σε όλα τα στάδια της δίκης. Ακόμη και μετά την ενεργοποίηση της ποινικής διαδικασίας, ο εισαγγελέας δεν αποσύρεται από τον δικανικό αγώνα, αλλά παραμένει παρών και δραστηριοποιείται όπου απαιτείται. Η παρουσία του λειτουργεί ως αναγκαίο θεσμικό αντίβαρο στον, εκ της φύσεώς του, μονομερή χαρακτήρα της υπεράσπισης, η οποία αποβλέπει αποκλειστικά στην προστασία των συμφερόντων του κατηγορουμένου.

Η ποινική δίωξη, επομένως, αποτελεί την αφετηρία της ποινικής διαδικασίας και όχι το πέρας της εισαγγελικής αρμοδιότητας. Από τη στιγμή που η υπόθεση εισαχθεί στο ακροατήριο, η υπόθεση περνάει στη δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου, το οποίο και μόνο έχει την εξουσία να κρίνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου. Ο εισαγγελέας, ωστόσο, εξακολουθεί να εκπροσωπεί την κατηγορία καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να ανακαλέσει τη δίωξη, δεν σημαίνει ότι στερείται ρόλου στη διαδικασία. Αντιθέτως, η συμβολή του παραμένει ουσιώδης.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / δικαιώματα χρήσης: Tingey Injury Law Firm

Η ιδιότητα του εισαγγελέα ως εκπροσώπου της κατηγορίας μπορεί να λάβει δύο διαφορετικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Από τη μία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο εισαγγελέας εμμένει στην αρχική υπόνοια ενοχής, που αποτέλεσε και τη βάση για την άσκηση της ποινικής δίωξης και επομένως λειτουργεί ως αντίδικος του κατηγορουμένου, επιδιώκοντας την καταδίκη του. Από την άλλη, η εκπροσώπηση της κατηγορίας μπορεί να ερμηνευθεί ως θεσμική αποστολή να ελέγξει, υπό το φως των στοιχείων της δίκης, εάν η αρχική υπόνοια ευσταθεί και να λειτουργήσει πλάι στον δικαστή στην προσπάθεια διακρίβωσης της ουσιαστικής αλήθειας. Στη δεύτερη αυτή εκδοχή, ο εισαγγελέας διατηρεί την αντικειμενικότητά του και ενεργεί ανάλογα με το βάρος και την κατεύθυνση των αποδείξεων, ζητώντας ακόμη και την αθώωση του κατηγορουμένου, αν αυτή τεκμηριώνεται.

Αν, αντίθετα, γινόταν αποδεκτό ότι ο εισαγγελέας ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με τη θέση του αντιδίκου, τότε θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή, χωρίς επιφυλάξεις, και η πλήρης εφαρμογή της αρχής της ισότητας των όπλων, όπως ακριβώς ισχύει στις πολιτικές δίκες. Δηλαδή, κατηγορούμενος και εισαγγελέας θα αντιμετωπίζονταν ως δύο απολύτως ισότιμα και αντιμαχόμενα μέρη. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον ο εισαγγελέας λειτουργεί ως κατήγορος, το δικαστήριο καθίσταται περισσότερο ουδέτερο. Όμως, η άποψη αυτή υποβαθμίζει τον θεσμικό ρόλο του εισαγγελικού λειτουργού και συγκρούεται με την ευρύτερη αντίληψη περί αντικειμενικότητας της Δικαιοσύνης. Είναι αδιανόητο για την πολιτεία να δρα μονομερώς υπέρ της καταδίκης, τη στιγμή που η ποινική καταστολή αποτελεί το έσχατο μέσο παρέμβασης του Κράτους στα ατομικά δικαιώματα.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / δικαιώματα χρήσης: Zach Plank

Η επίκληση της ισότητας των όπλων ως κανονιστικής απαίτησης, αν και θεμιτός στόχος, δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες, κυρίως κατά το στάδιο της προδικασίας. Ο εισαγγελέας, ως κρατικός λειτουργός, έχει στη διάθεσή του θεσμικά πλεονεκτήματα και μηχανισμούς όπως η αστυνομική έρευνα και η διοικητική υποστήριξη, τα οποία τον καθιστούν εξ αντικειμένου ισχυρότερο από τον κατηγορούμενο.

Κατά συνέπεια, ο εισαγγελέας δεν πρέπει να λειτουργεί ως αντίπαλος του κατηγορουμένου, αλλά ως ανεξάρτητος, αμερόληπτος θεσμικός παράγοντας, ο οποίος συνδράμει στην απονομή της δικαιοσύνης, προασπίζοντας την ισότητα, την αντικειμενικότητα και την αλήθεια. Μόνον υπό αυτό το πρίσμα διασφαλίζεται η νομιμότητα και η ηθική αξιοπιστία της ποινικής δίκης.

Συμπερασματικά, ο εισαγγελέας δεν αποβλέπει στην πάση θυσία επιδίωξη της καταδίκης, αλλά στην αντικειμενική αποτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και στην ορθή εφαρμογή του νόμου. Η υποχρέωσή του συνίσταται στην αξιολόγηση τόσο των στοιχείων που ενοχοποιούν τον κατηγορούμενο όσο και αυτών που ενδέχεται να συνηγορούν υπέρ της αθωότητάς του. Η μονομερής προσήλωση στην επιβάρυνση του κατηγορουμένου θα προσέκρουε στην ουσία της ποινικής δικαιοσύνης και θα αναιρούσε την εγγενή της ουδετερότητα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚH ΠΗΓH
  • Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2020

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ξένη Φλώρου
Ξένη Φλώρου
Γεννήθηκε το 2002 στην Αθήνα όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον τομέα του εμπορικού και του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερο χρόνο της, επιλέγει να ασχολείται ενεργά με τον αθλητισμό, τη μουσική και την εξερεύνηση νέων προορισμών, μέσα από ταξιδιωτικές εμπειρίες.