Του Αργύρη Χατζηδιάκου,
Η πολιτική θεωρία του Χέγκελ, η οποία αποτέλεσε κεντρικό σημείο στη φιλοσοφία του, αναπτύσσεται στο έργο του «Βασικές Γραμμές της φιλοσοφίας του Δικαίου ή Φυσικό Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη». Πρόκειται για ένα έργο, εντός του οποίου ο Έγελος διατυπώνει την πολιτική του φιλοσοφία το 1821. Σε τούτο το έργο, ο μεγάλος Γερμανός ιδεαλιστής φιλόσοφος αναλύει την έννοια της ελευθερίας, της αστικής κοινωνίας και του κράτους, ενώ ταυτόχρονα περιγράφει τη φύση του ανθρώπινου πνεύματος και του Λόγου.
Η ιδέα πάνω στην οποία ο φιλόσοφος οικοδομεί τον πολιτικό του λόγο, σχετίζεται με την ελευθερία ως μια αυτοπραγμάτωση, ως την ουσία του πνεύματος. Για τον Χέγκελ, το σύνολο της πολιτικής οργάνωσης και της κοινωνίας είναι η σταδιακή πραγμάτωση της ελευθερίας. Θεωρεί, με λίγα λόγια, ότι η ελευθερία αποτελεί την ουσία του ανθρώπου, όχι όμως με την απλή έννοια της αυθαιρεσίας, αλλά εντός των ορίων του Λόγου. Δηλαδή μέσα σε ένα σύνολο κανόνων που το ίδιο το άτομο αποδέχεται ως δίκαιους.
Στη βάση αυτής της ιδέας ο Γερμανός ιδεαλιστής εμπλέκει τη Λογική και την Ιστορία. Κατά τον Έγελο, η ιστορία δεν είναι τυχαία γεγονότα, αλλά διαγράφει μια ντετερμινιστική ακολουθία. Αυτή η ακολουθία έχει λογική μορφή. Η Λογική αποτελεί το ίδιο το πνεύμα που κατ’ ουσία εκδηλώνεται μέσω της ιστορίας, των θεσμών και του κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, η ελευθερία για να είναι πλήρης, δε μπορεί να νοηθεί μόνον ως υποκειμενική, αλλά είναι αναγκαίο να γίνει αντικειμενική, να ενσαρκωθεί, δηλαδή σε θεσμούς ήθη και νόμους.

Η πολιτική θεωρία του Χέγκελ, οργανώνεται γύρω από τρία στάδια της πραγμάτωσης της ελευθερίας μέσω του αντικειμενικού πνεύματος. Το πρώτο στάδιο ονομάζεται «Αφηρημένο Δίκαιο» και εισάγει το άτομο ως φορέα δικαιωμάτων. Ο άνθρωπος σε αυτό το στάδιο είναι ον υποκειμενικού δικαίου. Έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας, σύμβασης και νομικής ισότητας. Αυτό όμως το στάδιο εισαγάγει μια τυπική και αφηρημένη ελευθερία, διότι δεν ενστερνίζεται την ηθική, την κοινωνία και τις σχέσεις.
Επεξηγηματικά, το άτομο μπορεί να έχει παραδείγματος χάριν, ιδιοκτησία και να επιτελεί συμβάσεις, τούτο όμως δε σημαίνει πως η ελευθερία έχει αποκτήσει ουσιαστική μορφή. Το δεύτερο στάδιο σχετίζεται με την Ηθικότητα. Σε αυτό το στάδιο, το άτομο αναγνωρίζεται ως ηθικό υποκείμενο που έχει προθέσεις, όπως ενοχή ή υπευθυνότητα. Εκτός των άλλων, αναδεικνύεται η υποκειμενική διάσταση της ελευθερίας, διότι το άτομο κατανοεί τι είναι «καλό» για τον εαυτό του και την ηθική ευθύνη των πράξεών του.
Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα είδος μονόπλευρης ελευθερίας, γιατί όλα περνούν μέσα από την υποκειμενική κρίση και όχι από έναν κοινωνικό δεσμό ή θεσμό. Τέλος, η Ηθικότητα ή Καθολικότητα αποτελεί το τρίτο στάδιο στο συλλογισμό του Χέγκελ, όπου και κορυφώνεται η πολιτική σκέψη του. Το άτομο κατανοεί ότι η υποκειμενική του κρίση δεν αποτελεί τη βάση της ελευθερίας, αλλά πως αυτή ενσαρκώνεται στην ενσωμάτωσή του σε θεσμούς που τη στηρίζουν.

Η ηθικότητα, αποτελεί ένα οργανικό σύνολο θεσμών που εκφράζουν την αντικειμενική αυτή ελευθερία. Αυτό το σύνολο θεσμών περιλαμβάνει την οικογένεια, την αστική κοινωνία και το κράτος. Η οικογένεια για τον Χέγκελ αποτελεί το πρώτο βήμα της ενσώματης ελευθερίας, την ένωση, δηλαδή, των προσώπων σε μια ενότητα αγάπης. Στο οικογενειακό πεδίο η ελευθερία δεν είναι ατομικιστική, ή, τουλάχιστον, τόσο υποκειμενική, αλλά βασίζεται στην αμοιβαιότητα και την εμπιστοσύνη.
Η ατομικότητα, «χάνεται» μέσα στην οικογενειακή ενότητα και η ελευθερία σχετίζεται με τη συναισθηματική ενότητα, καθώς επίσης, έχει έναν φυσικό χαρακτήρα και κατά κάποιο τρόπο, προετοιμάζει τα άτομα για τη συμμετοχή τους στην κοινωνία. Το δεύτερο είδος θεσμών που προαναφέραμε είναι αυτό της αστικής κοινωνίας. Η Αστική Κοινωνία, η Die bürgerliche Gesellschaft είναι το πεδίο της ιδιωτικής σφαίρας, των συμβολαίων, της αγοράς, της οικονομίας και τη διοίκησης. Στο εσωτερικό της κάνουν την εμφάνισή τους διάφορες συγκρούσεις ιδιωτικών συμφερόντων, αλλά μέσω θεσμών, όπως η αστυνομία και δικαστήρια, βρίσκουν ισορροπία.
Η αστική κοινωνία ορίζεται σε έναν μεγάλο βαθμό στις ανάγκες των ανθρώπων για προσωπική πρόοδο, ωστόσο, τους γίνεται κατανοητό πως τούτη η πρόοδος δεν είναι εφικτή αν δεν ενωθούν με τους άλλους. Όπως θα έλεγε και ο φιλόσοφος «μέσω της σχέσεις προς τους άλλους, η Ιδιαιτερότητα δίνει στον εαυτό της τη μορφή της Γενικότητας, ικανοποιείται, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιεί την ευημερία και όλων των άλλων». Το άτομο, εμφανίζεται ως πρόσωπο με ιδιωτική βούληση και δικαιώματα και αναζητά την ικανοποίηση των αναγκών του. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται το λεγόμενο «Σύστημα των αναγκών» το οποίο συγκροτείται από την παραγωγή, την ανταλλαγή, την κατανάλωση, τον καταμερισμό εργασίας και την αμοιβαία εξάρτηση. Οι ανάγκες αυτές δεν είναι απλώς φυσικές, αλλά κοινωνικές και πολιτισμικές.
Το ιδιωτικό συμφέρον που προκύπτει στην Αστική Κοινωνία οδηγεί σε μια αντικειμενική κοινωνική λειτουργία μέσω της αγοράς, η οποία συνδέει τους ανθρώπους χωρίς αναγκαία προ υπάρχουσα πρόθεση συνεργασίας. Λειτουργεί ως ένας συλλογικός μηχανισμός ικανοποίησης των αναγκών. Αυτός ο μηχανισμός, σύμφωνα με τον Χέγκελ, δίνει την εντύπωση της ελευθερίας, όμως στην πραγματικότητα, υπάρχει αλληλεξάρτηση μεταξύ των ατόμων και καταναγκασμός. Εντός λοιπόν, του συστήματος των αναγκών προκύπτουν κάποιες αντιφάσεις. Αυτές σχετίζονται με ανισότητες σχετικά με την κατανομή των αγαθών και την αποξένωση, διότι η εργασία γίνεται μηχανική, ανειλικρινής και το άτομο χάνει την συνείδηση του εαυτού του. Αυτές τις αντιφάσεις, στη φιλοσοφία του Έγελου, έρχεται να τις λύσει Το Κράτος.

Το Κράτος στην πολιτική θεωρία του Χέγκελ αποτελεί καίριας σημασίας έννοια. «Το κράτος είναι η πραγμάτωση της ηθικής Ιδέας, το ηθικό πνεύμα ως η καταφανής, σαφής ως προς τον εαυτό της και ουσιώδης βούληση». Το Κράτος δεν είναι απλώς ένα κατασταλτικό σύστημα ή μια κοινωνική σύμβαση, αλλά η ενσάρκωση του Λόγου και της αντικειμενικής ελευθερίας. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο «το κράτος καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό είναι το ηθικό όλον, η πραγματοποίηση της ελευθερίας, και πρόκειται για απόλυτο σκοπό της ελευθερίας το να είναι πραγματική η ελευθερία». Ο πολίτης εντός αυτού δεν καταπιέζεται, αλλά εκφράζεται μέσα του. Λόγω του ότι ο Χέγκελ δεν πιστεύει ότι το σύστημα των αναγκών αυτορυθμίζεται με τρόπο που να επιλύει τις αντιφάσεις του, ορίζει αυτή την αρμοδιότητα στο Κράτος.
Αυτό, σε περιπτώσεις αποδιοργάνωσης της αστικής κοινωνίας παρεμβαίνει ως μια έλλογη μορφή οργάνωσης του όλου. Είναι σημαντικό, επίσης, να προσθέσουμε ότι δεν καταργείται η Αστική Κοινωνία, αλλά συγκρατείται μέσα σε ένα πλαίσιο ηθικής τάξης. Οι θεσμοί, η νομοθεσία, το δικαστικό σύστημα, ακόμα και η εταιρική οργάνωση των επαγγελμάτων, λειτουργούν ως μορφές ρύθμισης των αντιφάσεων του οικονομικού και κοινωνικού πεδίου.
Το Χεγκελιανό κράτος είναι, εκτός των άλλων, οργανικό, με όλα τα μέρη να λειτουργούν ως όργανα ενός σώματος, Συνταγματικό με το να ορίζει σαφείς νόμους και αρμοδιότητες και Ηθικό με το να ενσωματώνει και να εκφράζει την ελευθερία. Το κράτος αυτό, σύμφωνα με τον φιλόσοφο είναι αναγκαίο να κυβερνείται από έναν μονάρχη που να λαμβάνει τις αποφάσεις. Αυτός ο μονάρχης, δε λειτουργεί αυθαίρετα, αλλά ως προσωποποίηση της ενότητας του κράτους. Το λειτουργικό του σύστημα αποτελείται από τη διοίκηση και τα υπουργεία που εφαρμόζουν τους νόμους και τέλος από τη νομοθετική εξουσία, το Κοινοβούλιο που εκπροσωπεί την καθολικότητα.
Η Εγελιανή πολιτική θεωρία του Κράτους έχει δεχθεί μεγάλη κριτική από φιλοσόφους και στοχαστές της σύγχρονης εποχής. Η μεγαλύτερη εκ των οποίων είναι αυτή του Μαρξ, που αποτύπωσε σοβαρές διαφωνίες στις χεγκελιανές αξιωματικές προτάσεις σχετικά με την θεμελίωση της αστικής κοινωνίας και του Κράτους. Η φιλοσοφία, μέσα από τέτοιες διαφωνίες, μπορούμε να πούμε ότι βρίσκει την κίνησή της και κάνει φανερή τη δυναμική της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μανόλης Αγγελίδης, Θανάσης Γκιούρας, Θεωρίες της πολιτικής και του κράτους Hobbes, Locke, Rousseau, Kant Hegel, Μετάφραση – Εισαγωγή, Εκδόσεις: ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ, ΣΑΒΒΑΛΑΣ