Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Πίσω από τα ονόματα, συχνά υποκρύπτεται ένας βαθύς συμβολισμός, ο οποίος ξεπερνά την απλή ταυτοποίηση. Αν και η ονοματολογία των φυσικών προσώπων έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης, τα ονόματα των νομικών προσώπων —παρά το γεγονός ότι διαμορφώνουν δημόσιες ταυτότητες με μεγαλύτερη εμβέλεια και απήχηση— παραμένουν σε μεγάλο βαθμό υπομελετημένα. Η ονομασία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος», που δόθηκε κατά την ίδρυση της τράπεζας το 1841, δεν είναι αυτονόητη, ούτε τυπική. Αντιθέτως, η επιλογή του όρου «εθνική» φέρει πολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό βάρος, αντλώντας από ευρωπαϊκές και αμερικανικές παραδόσεις, αλλά και από τοπικές ιστορικές ανάγκες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το παρόν άρθρο βασίζεται στη μελέτη «Γιατί η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ονομάστηκε Εθνική;» που παρουσιάστηκε στο συλλογικό τόμο «Κοινωνική Θεωρία και Πολιτική Ευθύνη» και επιδιώκει να συμβάλει στην κατεύθυνση αυτή, διερευνώντας τη λογική και τα συμφραζόμενα πίσω από την ονομασία της παλαιότερης και μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας ως «Εθνική».
Το πρότυπο της Αυστριακής Εθνικής Τράπεζας
Το 1816, στην καρδιά της ηπειρωτικής Ευρώπης, ιδρύθηκε η Προνομιούχος Αυστριακή Εθνική Τράπεζα (Privilegierte Oesterreichische National-Bank). Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ο όρος «εθνική» σε τίτλο τράπεζας στην Ευρώπη. Η τράπεζα αυτή ήταν ιδιωτική, δεν ανήκε στο κράτος, αλλά είχε σαφή δημόσιο ρόλο: τη νομισματική σταθερότητα και την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της μοναρχίας των Αψβούργων. Η «Privilegirte Οesterreichische National-Bank» ιδρύθηκε από δύο αυτοκρατορικές πατέντες. Κεντρικό στοιχείο του ρόλου της ήταν το προνόμιο να είναι το μόνο ίδρυμα που είχε την άδεια να εκδίδει τραπεζογραμμάτια, το οποίο αντιπροσώπευε μια σημαντική λειτουργία νομισματικής πολιτικής. Η τράπεζα διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση του αυστριακού νομισματικού συστήματος, ιδίως καλύπτοντας την έκδοση τραπεζογραμματίων με αποθεματικό αργύρου.

Το «εθνικό» λοιπόν, στην περίπτωση αυτή, δεν σήμαινε δημόσιο ή κρατικό. Αντιθέτως, υποδήλωνε ότι η τράπεζα λειτουργούσε στο όνομα του έθνους, ως ένας ιδιωτικός θεσμός που ενίσχυε τη συνοχή και την κυριαρχία του κράτους. Οι Έλληνες πρωτεργάτες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, όπως ο Σταύρου, γνώριζαν το αυστριακό παράδειγμα και εμπνεύστηκαν από αυτό.

Η αμερικανική παράδοση των «εθνικών τραπεζών»
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση. Οι Εθνικοί Τραπεζικοί Νόμοι (National Banking Act) του 1863 και του 1864, καθιέρωσαν ένα σύστημα εθνικών τραπεζών στις Ηνωμένες Πολιτείες, με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού νομίσματος και ενός πιο σταθερού τραπεζικού συστήματος. Οι πράξεις αυτές αποτέλεσαν απάντηση στο οικονομικό χάος του Εμφυλίου Πολέμου και στους περιορισμούς των υφιστάμενων τραπεζών που είχαν συσταθεί από τις πολιτείες. Έτσι, ιδρύθηκαν έως το 1904 περίπου 5.180 τοπικές «εθνικές» τράπεζες.

Ο όρος «εθνική» σήμαινε εδώ κάτι διαφορετικό: πρόκειται για τράπεζες που διέπονταν από ομοσπονδιακή νομοθεσία και λειτουργούσαν υπό την αιγίδα της εθνικής κυβέρνησης, αλλά παρέμεναν ιδιωτικές. Η χρήση του όρου συνδεόταν περισσότερο με τη νομιμοποίηση της αστικής οικονομικής δραστηριότητας μέσα σε ένα ενιαίο νομισματικό και πολιτικό πλαίσιο, διατηρώντας, ωστόσο, το αστικό ιδεώδες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Με λίγα λόγια, οι ευρωπαϊκές «εθνικές» τράπεζες είναι σύμβολα εθνικής κυριαρχίας μέσω χρηματοπιστωτικής εξουσίας, ενώ οι αμερικανικές «national banks» είναι εργαλεία ομοσπονδιακής ρύθμισης της αγοράς.
Οι ιδεολογικές ρίζες του «εθνικού» στον Διαφωτισμό
Αναζητώντας τη βαθύτερη ιδεολογική καταγωγή του όρου «εθνική» στο πολιτικό και οικονομικό λεξιλόγιο, φθάνουμε στον Εμμανυέλ Ζοζέφ Σιεγές και στο περίφημο φυλλάδιο του «Τι είναι η Τρίτη Τάξη;» (1789). Ο Σιέγιες όρισε το έθνος ως το σύνολο των πολιτών που συγκροτούνται μέσα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο, μια κοινωνία ίσων, που διέπονται από τον ίδιο νόμο και εκπροσωπούνται από την ίδια νομοθετική εξουσία. Κατ’ αυτόν, το έθνος δεν ταυτίζεται με τον μονάρχη ή την ευγενική τάξη, αλλά με την εργαζόμενη αστική τάξη, δηλαδή με την παραγωγική δύναμη του τόπου. Αυτή η έννοια του έθνους ως ενεργού οικονομικού και πολιτικού σώματος, επηρέασε και την αντίληψη περί «εθνικών θεσμών» που είναι αναγκαίοι για την αναπαραγωγή του έθνους: δημόσια αξιώματα από τη μια, ιδιωτική εργασία από την άλλη.

Η «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» ως θεσμική σύνθεση
Όταν ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος το 1841, ο τίτλος της αντανακλούσε αυτή τη σύνθεση ιδιωτικού κεφαλαίου και εθνικής αποστολής. Η τράπεζα δεν ήταν κρατική: ήταν μια προνομιούχος ιδιωτική επιχείρηση με δημόσια αποστολή, όπως οι αντίστοιχες στην Αγγλία (1694) και Γαλλία (1800). Έλαβε το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης νομίσματος και ανέλαβε ρόλο στη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Η χρήση του όρου «εθνική» υποδήλωνε την ευρύτερη στόχευση της τράπεζας να υπηρετεί το ελληνικό έθνος, όχι απαραίτητα το κράτος. Ο όρος «εθνική» δεν σημαίνει «κρατική», δηλώνει αποστολή, όχι ιδιοκτησία.
Το «εθνικό» στον ελληνικό λόγο: ιδιοκτησία, εξουσία, πολιτική
Έως το 1928 —όταν ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος ως ανεξάρτητη νομισματική αρχή—, η Εθνική Τράπεζα λειτουργούσε ως εκδοτική τράπεζα και ταυτόχρονα εμπορική. Η δράση της κινούνταν σε πεδίο σύγκρουσης και διαπραγμάτευσης μεταξύ τριών βασικών πόλων: ιδιωτικών συμφερόντων, δημόσιου χρέους και κρατικής κυριαρχίας. Ενδεικτικά, το 1914, ο Ιωάννης Ευταξίας, τότε βασικός μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας, για να υπερασπιστεί τον «εθνικό» χαρακτήρα της, υπογράμμιζε τρεις βασικές διαστάσεις:
- Την εθνικότητα των κεφαλαίων, δηλαδή την ελληνική προέλευση της ιδιοκτησίας.
- Την υποστήριξη της εθνικής και εξωτερικής πολιτικής μέσω χρηματοδότησης του κράτους.
- Την επένδυση στην εγχώρια παραγωγή και υποδομή, με άλλα λόγια, οικονομικός πατριωτισμός.
Συνοψίζοντας, η ονομασία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος» δεν είναι απλώς ένα ιστορικό προϊόν. Αποτελεί μια έννοια-γέφυρα μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου, του τοπικού και του υπερεθνικού, του οικονομικού και του πολιτικού. Αντανακλά ένα ευρωπαϊκό πρότυπο λειτουργίας τραπεζών, την αμερικανική συνήθεια πολιτικής ενσωμάτωσης της αστικής τάξης μέσω τραπεζών, και τις γαλλικές ιδεολογικές ρίζες του έθνους ως κοινότητας πολιτών και παραγωγών. Στην ελληνική περίπτωση, ο όρος «εθνική» αποτυπώνει αυτή την πολυσήμαντη σχέση, λειτουργώντας ως σύμβολο μιας ιδεώδους σύνδεσης μεταξύ χρηματοπιστωτικής ισχύος και εθνικής αναγέννησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Privilegirte Oesterreichische National-Bank, oenb.at, διαθέσιμο εδώ
- Third Estate, britannica.com, διαθέσιμο εδώ