Του Κωνσταντίνου Μπαρτζώκα,
Πόσες φορές έχουμε δει έναν πίνακα και το πρώτο πράγμα που σκεφτήκαμε ήταν «πόσο αξίζει;». Πόσες φορές ακούσαμε καλλιτέχνες, όχι επειδή μας αγγίζουν, αλλά επειδή τους ακούν όλοι και δε θέλουμε να νιώθουμε εκτός; Και πόσες σειρές ξεκινήσαμε επειδή τις βλέπουν όλοι, και μετά αναρωτιόμαστε «γιατί έγινε τόσο διάσημη αυτή»;
Ζούμε σε μια εποχή, όπου η σχέση μας με την τέχνη μοιάζει όλο και πιο πολύ με τη σχέση μας με τα προϊόντα. Επιλέγουμε τι αξίζει να δούμε, να ακούσουμε, να διαβάσουμε όχι με βάση το πώς μας κάνει να νιώθουμε, αλλά με βάση το πόσο έχει πουλήσει, πόσο viral έγινε, ποιος το πρότεινε. Δεν πλησιάζουμε την τέχνη με περιέργεια ή με διάθεση να μας ταράξει· την καταναλώνουμε όπως καταναλώνουμε reels, διαφήμιση και πληροφορία.
Πολύς κόσμος σήμερα δε σκέφτεται καν να δημιουργήσει τέχνη. Όχι γιατί δεν έχει κάτι να πει, αλλά γιατί θεωρεί ότι δεν έχει νόημα, αφού οι πιθανότητες να πουλήσει είναι μηδαμινές. Γιατί να γράψεις ένα ποίημα, όταν ξέρεις ότι κανείς δε θα το εκδώσει; Γιατί να σχεδιάσεις κάτι, όταν ξέρεις ότι δε θα βγει ποτέ σε καμβά; Η αντίληψη ότι η αξία της τέχνης μετριέται από την αποδοχή των άλλων, μας οδηγεί στο να απορρίπτουμε όχι απλώς τις δημιουργίες μας, αλλά την ίδια μας την ανάγκη για έκφραση. Και όμως, όπως επισημαίνει η Mallory Shotwell, η δημιουργία τέχνης έχει ψυχολογική αξία από μόνη της: ανακουφίζει, αποφορτίζει, μάς βοηθά να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και να επεξεργαστούμε εμπειρίες και συναισθήματα που δύσκολα εκφράζονται με λόγια.
Ένα ποίημα μπορεί να λειτουργήσει ως μνήμη, να σου θυμίσει πώς ένιωθες κάποτε, όταν αυτό που ζούσες ήταν θολό. Ένα σχέδιο μπορεί να γίνει αφορμή για να μοιραστείς κάτι με έναν φίλο. Μια μελωδία, έστω ακατέργαστη, μπορεί να γίνει το σημείο εκκίνησης ενός διαλόγου. Κι όμως, όλα αυτά τα απορρίπτουμε από την αρχή, επειδή δε «μετράνε». Δεν ανεβαίνουν, δεν κοινοποιούνται, δεν αποδίδουν.

Η σχεδιάστρια Yuliia Pashkova περιγράφει με ειλικρίνεια την εμπειρία της ως θεατής που δε συγκινείται εύκολα από την τέχνη. Νιώθει, όπως γράφει, πως είναι «απλώς ένας άνθρωπος που δεν αισθάνεται τίποτα μπροστά σε έναν πίνακα». Δεν της φταίει η τέχνη, ούτε η έλλειψη συναισθημάτων, φταίει η απουσία πλαισίου. Όταν βλέπει έργα απομονωμένα, χωρίς ιστορία, χωρίς συνθήκη, δεν τη συγκινούν. Αντίθετα, όταν ένα έργο εντάσσεται σε έναν χώρο, σε μια εμπειρία, όταν περιβάλλεται από συμφραζόμενα, τότε αρχίζει να το καταλαβαίνει. Προτείνει, μάλιστα, τρία επίπεδα πρόσληψης της τέχνης: το ενστικτώδες, το συγκειμενικό και το αναστοχαστικό. Τι νιώθω; Τι γνωρίζω; Τι συνειδητοποιώ; Με αυτό το σχήμα, μας υπενθυμίζει πως δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος να προσεγγίζουμε ένα έργο. Μπορούμε να αρχίσουμε από το συναίσθημα, αλλά και από τη γνώση, από τη φαντασία ή από την αναγνώριση της προσπάθειας πίσω από την τεχνική.
Και πράγματι, πολλές φορές, δεν εμπιστευόμαστε την αυθόρμητη αντίδρασή μας. Αντί να σταθούμε μπροστά σε έναν πίνακα και να ρωτήσουμε τι νιώθουμε, ψάχνουμε στο κινητό ποιος είναι ο καλλιτέχνης. Αν είναι διάσημος, μάς αρέσει περισσότερο. Αν έχει αναγνώριση, μας φαίνεται πιο ουσιαστικός. Δεν βλέπουμε την τέχνη με βάση τη σχέση μας μαζί της, αλλά με βάση το βιογραφικό του δημιουργού. Όπως επισημαίνει και ο Lee Down, η ανάπτυξη προσωπικού γούστου απαιτεί να εμπιστευτούμε την υποκειμενικότητά μας. Δεν χρειάζεται να μας αρέσει ό,τι προτείνουν οι ειδικοί, ούτε να συμβαδίζουμε με τις τάσεις. Το τι μας συγκινεί δεν χρειάζεται τεκμηρίωση.
Αλλά πού συναντάμε τέχνη σήμερα; Κυρίως στα social media. Και εκεί, αντί να συνδεθούμε, συχνά συγκρινόμαστε. Πολλοί δημιουργοί, όπως φαίνεται σε συζητήσεις στο Reddit, εκφράζουν απογοήτευση όταν βλέπουν το feed τους γεμάτο από εντυπωσιακά έργα τρίτων. Νιώθουν ανεπαρκείς, κατώτεροι, αποθαρρυμένοι. Η θέαση της τέχνης δεν τους εμπνέει· τους συνθλίβει. Όπως σχολιάζει ένας χρήστης, αν βλέπεις συνεχώς έργα που σε κάνουν να απορρίπτεις το δικό σου, τότε το πρόβλημα δεν είναι η τέχνη αλλά ο τρόπος που την καταναλώνεις. Το πρόβλημα είναι ο αλγόριθμος, η ταχύτητα, η υπερέκθεση, η σύγκριση.

Μια άλλη χρήστης σημειώνει πως μετά από αποχή δύο ετών από τα social media, η τέχνη της άλλαξε. Ζωγραφίζει περισσότερο, με ηρεμία, χωρίς την πίεση του scroll. Κι ένας άλλος προσθέτει: «Η τέχνη λειτουργεί αλλιώς, όταν την βλέπεις από κοντά. Όταν είσαι μπροστά στο έργο, όταν βλέπεις τις πινελιές, τα χρώματα, τις ατέλειες. Δεν χάνεται σε ένα feed». Είναι αλλιώς το να βλέπουμε εκθέματα σε ένα μουσείο, να είμαστε σε μια συναυλία, σε ένα θέατρο, σε μια έκθεση, σε ένα φεστιβάλ, σε μια εκδήλωση. Γιατί αυτό που βιώνουμε είναι αληθινό, αυθεντικό, γίνεται σε πραγματικό χρόνο, δεν υπάρχει άλλο μέσο (οθόνη, ηχογράφηση) που παρεμβαίνει. Ακόμα και στον κινηματογράφο, η παρακολούθηση της ταινίας με άλλους ανθρώπους κάνει την εμπειρία συλλογική, δημιουργεί μια αίσθηση σύνδεσης.
Η τέχνη δεν χρειάζεται να είναι μεγαλειώδης για να είναι πολύτιμη. Δεν χρειάζεται να πουληθεί για να είναι αληθινή. Δεν χρειάζεται κοινό, αρκεί ένας! Ακόμα κι αν είσαι εσύ ο ίδιος. Όταν δημιουργείς τέχνη, και βιώνεις τη διαδικασία της δημιουργίας, τότε αισθάνεσαι και πιο έντονα την τέχνη των άλλων.
Αυτό που λείπει σήμερα δεν είναι καλλιτέχνες, αλλά ανοιχτοί αποδέκτες. Άνθρωποι πρόθυμοι να σταθούν, να αφεθούν, να ακούσουν. Που δε φοβούνται να συγκινηθούν. Που δε νιώθουν την ανάγκη να εξηγήσουν κάθε συναίσθημα με μια τεκμηριωμένη ανάλυση ή να δικαιολογήσουν την προτίμησή τους με εξωτερικά στοιχεία κύρους. Η τέχνη δεν είναι προϊόν, ούτε πιστοποίηση. Είναι τρόπος να είμαστε άνθρωποι. Ίσως αυτό να είναι το πιο απελευθερωτικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε σήμερα: να καταναλώνουμε λιγότερη τέχνη και να τη ζούμε περισσότερο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How to consume art if you don’t really get it, medium.com, διαθέσιμο εδώ
- There is a way to consume art in a more “healthy”way?, reddit.com, διαθέσιμο εδώ
- How to develop your personal taste in art, artsartistsartwork.com, διαθέσιμο εδώ
- How art makes us more human: Why being creative is so important in life, cultivategrandrapids.org, διαθέσιμο εδώ