Του Γιώργου Πέπονα,
Το σχεδόν εννιάλεπτο μικρού μήκους φιλμ του Γιόνας Μέκας «Τραγούδι της Αβινιόν» συγκροτείται από πλάνα βιντεοσκοπημένα στην χαρακτηριστική —για τον καλλιτέχνη— κάμερα των οκτώ χιλιοστών, όπου απαθανατίζει το ταξίδι του στη γαλλική πόλη το 1966, με περιστασιακές εκλάμψεις διαφορετικών κάδρων και τον στοιχειωτικό ήχο ενός μοναχικού ακορντεόν. Συγχρόνως, ξετυλίγει το μπλεγμένο κουβάρι της συνείδησής του σε ένα μονότονο εσωτερικό διάλογο που απαγγέλει ο Άνγκους Μακλίζ, ο πρώτος παριστάμενος —όπως αναφέρει— στο δάσος του Δάντη, ένα αναπόφευκτο κομμάτι της δυσχερούς πορείας του προς την υπαρξιακή ολοκλήρωση.
Το έργο αποτελεί μια λαμπρή απεικόνιση της βαθιάς απελπισίας που διέπει την ανθρώπινη συνθήκη, χωρίς να γίνεται καταθλιπτικό ή υπερβολικό με τους χαρακτηρισμούς του. «Το είδα στα μάτια σου, στην αγάπη σου κι εσύ κατευθυνόμενο στα δικά σου βάθη, όντας σε όλο και μεγαλύτερους κύκλους» αφηγείται, προσπαθώντας ίσως να συμβιβαστεί με τη δική του αίσθηση στασιμότητας που εξέφρασε νωρίτερα, τη σύγχυση και τον φόβο, αναζητώντας τη σωτηρία μέσω της επαφής με το «άλλο».

Η σημασία των πολλών diary films που εκπονήθηκαν από τον Λιθουανό σκηνοθέτη —πιο δημοφιλές εκ των οποίων το «Καθώς Προχωρούσα Μπροστά Κάθε Τόσο Έβλεπα Αχτίδες Ομορφιάς»— δεν περιορίζεται αποκλειστικά στις θεματικές τους, αλλά επεκτείνεται στη μορφή και το μήνυμα που ο ίδιος πρέσβευε στις τέχνες. Καλούσε τον κάθε άνθρωπο να πάρει μια κάμερα τσέπης και να καταγράψει την πραγματικότητα με ένα μοναδικό για εκείνον τρόπο. Ακόμη περισσότερο, έβλεπε ως έργο του κινηματογραφιστή να αναδείξει την ομορφιά του κόσμου και τη χάρη του ανθρωπίνου πνεύματος, ώστε ο ίδιος μαζί με τον θεατή, να αναγνωρίσει την απώλειά τους, όταν, εν τέλει, χάνονταν από τον κόσμο. Αυτή η έλλειψη μονιμότητας φαίνεται να απασχολεί και τον Μέκας σε προσωπικό επίπεδο, τα συγχεόμενα πλάνα απόδειξη μιας ζωής που, ενώ γίνεται αντιληπτή χαοτικά, φαίνεται να ξεχυλίζει από ομορφιά, ένταση και πόνο.
Είναι εμφανές από τη διήγηση ότι βασανίζεται από εικόνες του παρελθόντος, ο ίδιος έχοντας περάσει μέρος της ζωής του σε ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας κι έπειτα μεταφερόμενος σε διάφορους καταυλισμούς προσφύγων, καταλήγοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1949. Παρόλα αυτά, όπως θα περιγράψει αργότερα, τον καταλαμβάνουν «παραδεισένιες» συχνά εικόνες, αισθήματα ευφορίας, όταν έρχεται σε επαφή με το «διαφορετικό», όπου και βρίσκει το νόημα. Ο διχασμός αυτός λειτουργεί αρμονικά, με στόχο να αποτυπώσει πλήρως μια ολοκληρωμένη εικόνα της πολύπλευρης πνευματικής εμπειρίας.
Θα ήταν δύσκολο, λοιπόν, να περιγράψει κανείς πολλά από τα έργα του, συμπεριλαμβανομένου το «Τραγούδι της Αβινιόν», με κάποιον άλλο τρόπο πέραν εκείνου με τον οποίο θα περιέγραφε κι εκείνον ως καλλιτέχνη: Μια οκτώ χιλιοστών κάμερα καταδικασμένη να γράφει διαρκώς πάνω από το ίδιο φιλμ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Why avant-garde filmmaker Jonas Mekas was the unlikely pioneer of digital storytelling, sleek-mag.com, διαθέσιμο εδώ.