30.1 C
Athens
Δευτέρα, 16 Ιουνίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ διαιτησία του ICSID

Η διαιτησία του ICSID


Της Κωνσταντίνας Μερλέμη, 

Το ICSID, ιδρυθέν δυνάμει της Σύμβασης της Ουάσιγκτον (1965), αποτελεί μια καινοτόμο θεσμική υποδομή για την ειρηνική επίλυση διεθνών επενδυτικών διαφορών, μακριά από τα παραδοσιακά μονοπάτια των εθνικών δικαστηρίων. Το Διεθνές Κέντρο για την Επίλυση Διαφορών από Επενδύσεις (International Centre for Settlement of Investment Disputes – ICSID) λειτουργεί ως ανεξάρτητο και εξειδικευμένο διαιτητικό φόρουμ που επιτρέπει σε επενδυτές και κράτη να επιλύσουν διαφορές μέσω διαδικασιών βασισμένων στη συναίνεση των μερών, χωρίς την παρέμβαση των κυβερνήσεων των εμπλεκομένων κρατών.

Η απομάκρυνση από τη διπλωματική προστασία και η αποφυγή της πολιτικοποίησης των διαφορών αποτελεί κομβικό χαρακτηριστικό του ICSID. Μέσω αυτής της προσέγγισης, αποτρέπεται η λογική της σύγκρουσης ισχύος μεταξύ κράτους προέλευσης του επενδυτή και κράτους υποδοχής. Αντίθετα, το ICSID εστιάζει στην εφαρμογή γενικά αποδεκτών και ουδέτερων κανόνων διεθνούς δικαίου, με στόχο τη διασφάλιση ουσιαστικής δικαιοσύνης και σταθερότητας για τις διεθνείς επενδύσεις.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Herbinisaac

Πώς όμως μπορεί στην πράξη μία επενδυτική διαφορά να τεθεί ενώπιον του ICSID; Μέσω προσφυγής η οποία θα πρέπει να τηρεί ορισμένες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με την ιθαγένεια των εμπλεκόμενων μερών (rationae personae), το οποίο σημαίνει ότι η διαφορά είναι μεταξύ κράτους υποδοχής – μέλους της Σύμβασης του ICSID και επενδυτή σε αυτό το κράτος, ο οποίος έχει ιθαγένεια διαφορετική του κράτους υποδοχής. Το ICSID αποκλείει διαφορές μεταξύ πολιτών του ίδιου κράτους και δεν έχει αρμοδιότητα επί υποθέσεων μεταξύ ιδιωτών.

Επίσης, βάσει άρ. 25 (1) τη Σύμβασης του ICSID η «δικαιοδοσία του Κέντρου επεκτείνεται σε οποιαδήποτε νομική διαφορά που προκύπτει άμεσα από μια επένδυση». Τον ορισμό μίας επένδυσης για το ICSID τον δίνει η «νομολογία» (στο μέτρο που μπορούμε να μιλάμε για νομολογία στην διαιτησία, εκτός πεδίου δηλαδή εθνικών δικαστηρίων) με την απόφαση Salini. Αυτή καθιέρωσε το λεγόμενο «τεστ Salini», το οποίο απαιτεί μία φερόμενη ως επένδυση να πληροί σωρευτικά τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:

  1. Συνεισφορά περιουσιακών στοιχείων

  2. Κίνδυνο

  3. Διάρκεια

  4. Συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη του κράτους υποδοχής

Σημειωτέο, για την εφαρμογή του τεστ Salini απαιτείται να πληρούται πρώτα ο ορισμός της επένδυσης στην εκάστοτε BIT (Διμερή Επενδυτική Συμφωνία). Μόνο εφόσον αυτός πληρούται έχει νόημα να δούμε αν μπορούμε να υπάγουμε μία επενδυτική διαφορά στην διαιτησία του ICSID. Με άλλα λόγια, αν ο ορισμός της BIT δεν πληρούται καθόλου, δεν έχουμε επενδυτική διαφορά, αν πληρούται μπορούμε να την υποβάλλουμε καταρχήν ενώπιον επενδυτικού διαιτητικού δικαστηρίου, αν πληρούνται σωρευτικά και τα κριτήρια Salini μόνο τότε μπορούμε να την υποβάλουμε ενώπιον του ICSID.

Πάντως η -εν ευρεία εννοία- νομολογία δεν εφαρμόζει πλέον με την μέγιστη αυστηρότητα το τεστ Salini. Κυρίως αναφορικά με το τέταρτο κριτήριο το οποίο έχει χαρακτηριστεί κι ως το πιο αμφιλεγόμενο. Κι αυτό γιατί, ναι μεν αναφέρεται η οικονομική συμβολή στο προοίμιο της Σύμβασης ICSID, ωστόσο εννοείται περισσότερο ως συνέπεια της επένδυσης, παρά ως συστατικός όρος της έννοιας.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα Χρήσης: Pexels

Φυσικά, για αν υπαχθεί μια διαφορά στο ICSID απαιτείται η συναίνεση των μερών. Αυτό που ισχύει, είναι ότι περιλαμβάνεται ρήτρα διαιτησίας ICSID στις BIT. Αυτή η ρήτρα αποτελεί πρόταση προς σύναψη σύμβασης. Δεν απαιτείται το αντι-συμβαλλόμενο μέρος να την αποδεχθεί εγγράφως. Θεωρείται ότι από την στιγμή που μία διαφορά γεννιέται και ο ζημιωθείς επενδυτής την υπάγει στο ICSID έχει δώσει την συναίνεση του. Από αυτή την στιγμή και μετά το κράτος υποδοχής δεν μπορεί να αποσύρει την πρόταση προς υπαγωγή της διαφοράς στον εναλλακτικό τρόπο επίλυσης διαφορών της διαιτησίας.

Σε γενικές γραμμές, η διαιτησία του ICSID είναι προτιμότερη για τους επενδυτές σε σχέση με την επιλογή της συμβατικής οδού των εθνικών δικαστηρίων ή ακόμα και άλλων ad hoc διαιτητικών δικαστηρίων. Αν και ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδικασία είναι προτιμότερη για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων κι ο εξής: το ICSID έχει την δική του επιτροπή ακύρωσης. Για την προσβολή επομένως μίας διαιτητικής απόφασης δεν θα απαιτηθεί η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια. Έτσι, η διαφορά παραμένει σε ένα διεθνές φόρουμ, χωρίς να εμπλέκονται εθνικά δίκαια και ζητήματα περί εφαρμογής αυτών.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Παναγιώτης Γκλαβίνης, Διεθνές οικονομικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2009

  • Χάρης Παμπούκης, Διαιτησία, Διεθνής Εμπορική – Εσωτερική – Επενδυτική, Νομική Βιβλιοθήκη, 2024


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Μερλέμη
Κωνσταντίνα Μερλέμη
Γεννήθηκε στην Θήβα, όπου και μεγάλωσε. Σπουδάζει στην Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα της Νομικής. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ισπανικά και Ρώσικα. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον αθλητισμό, την εκμάθηση κινεζικών και την ανάγνωση βιβλίων.