Της Στέλλας Πασίνη,
Η άνοιξη είναι η εποχή της αναγέννησης, της άνθισης και της γονιμότητας. Αυτή η εποχή του χρόνου που καθορίζει το τέλος του χειμώνα και την αρχή μίας νέας περιόδου. Ζέστη, αγάπη, ανάμνηση, η ζωή, η αρχή και το τέλος, ο θάνατος, είναι μικρές λέξεις που πλαισιώνουν την άνοιξη. Μα ποιος να θέλει να «φύγει» την άνοιξη;
Στο μυθιστόρημα με τίτλο Εδώ δεν συμπαθούν τους ξένους της συγγραφέως Όλγα Μερίνο γίνεται λόγος για τη ζωή μίας γυναίκας, της Άντζι, η οποία ζει, τα τελευταία είκοσι χρόνια στο πατρικό της σπίτι, σε ένα χωριό στη Νότια Ισπανία. Το βιβλίο, μεταφρασμένο από τη Μαρία Παλαιολόγου, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη. Η συγγραφέας γεννήθηκε στη Βαρκελώνη, το 1965. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της στην Πληροφορική, στην Ισπανία, αναχωρεί για την Αγγλία, όπου θα σπουδάσει Λογοτεχνία και Ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Η επαγγελματική της σταδιοδρομία ως μυθιστοριογράφος ξεκίνησε από τη βιωματική της εμπειρία ως ανταποκρίτρια της εφημερίδας ΕΙ Periόdico της Μόσχας, από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα. Η έμπνευσή της αυτή την οδήγησε στη συγγραφή του πρώτου της μυθιστορήματος Κόκκινες στάχτες, το οποίο κέρδισε πολύ γρήγορα τις εντυπώσεις των κριτικών. Τα επόμενα γνωστότερα μυθιστορήματά της τιτλοφορούν ως Χάρτινα σπιρούνια, Σκυλιά που γαβγίζουν στο υπόγειο και Οι κανόνες είναι κανόνες (με το οποίο κέρδισε το βραβείο Βάργκας Γιόσα ΝΗ). Τα έργα της έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά, ολλανδικά και αγγλικά. Παράλληλα, ασκεί τα καθήκοντά της και ως καθηγήτρια στην Escola d’Escriptura de l’Ateneu Barcelones.

Το παρόν μυθιστόρημα, ωστόσο, εκθέτει τη νοοτροπία των τοπικών κοινωνιών, όπου η πραγματικότητα είναι ότι κανείς δεν ξέρει ουσιαστικά κανέναν. Η ηρωίδα, η οποία αναγκάζεται να εργαστεί μέσα σε συνθήκες εξαθλιωτικές, στα άνυδρα χωράφια της Ανδαλουσίας, τα οποία το καλοκαίρι φλέγονται από τον ήλιο, αγωνίζεται να επιβιώσει απομακρυσμένη από την υπόλοιπη κοινωνία, διεκδικώντας ό,τι της ανήκει, δηλαδή τον ίδιο της τον εαυτό. Σ’ αυτό το χωριό του ισπανικού κράτους, οι κάτοικοι δε συμπαθούν τους ξένους και το δείχνουν έντονα. Η Άντζι, ωστόσο, αδιαφορεί για τους υπαινιγμούς και τους χαρακτηρισμούς εις βάρος της, κρατώντας αποστάσεις απ’ όλους εκτός από έναν, τον Ιμπραΐμα. Ο τελευταίος θα αποτελέσει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, καθώς θα είναι εκείνος που θα ανακαλύψει έναν νεκρό. Το νεκρό σώμα του τσιφλικά της περιοχής και αφεντικού της ηρωίδας, Χουλιάν Χαλδόν, κρεμασμένο σε μία καρυδιά, είναι η αρχή του νήματος για την αποκάλυψη οικογενειακών μυστικών της Άντζι. Παρόλο που, οι αυτοκτονίες ήταν κάτι απόλυτα συνηθισμένο στην περιοχή, καθώς είχαν σημειωθεί και παλαιότερα όμοια περιστατικά, όπως η προδομένη γυναίκα που έπεσε κάποτε σε ένα πηγάδι, ο πατέρας του παρόντος θύματος που είχε κρεμαστεί ομοίως από μία καρυδιά, ο ζωγράφος που ήταν ερωτευμένη η Άντζι, η τελευταία άνοιξε τον ασκό για να βγουν από μέσα αναπάντητα ερωτήματα. Γιατί να βάλει τέλος στη ζωή του ένας επιτυχημένος άντρας; Ποια είναι αυτά τα μυστικά που θα συνταράξουν τη ζωή της Άντζι;
Οι αποκαλύψεις θα φέρουν στην επιφάνεια τη συγγένεια του πατέρα της πρωταγωνίστριας με την οικογένεια Χάλδον. Η πλούσια οικογένεια της περιοχής, έρμαιο του πλούτου, επιθυμεί να πουλήσει μεγάλες εκτάσεις της γης τους για να ανοικοδομηθούν τουριστικά θέρετρα, ώστε η περιοχή να αναβαθμιστεί και εκείνη να αποκτήσει περισσότερη οικονομική ισχύ. Το πατρικό σπίτι της Άντζι, ωστόσο, θα αποτελέσει το βασικό τους πρόβλημα. Η τοποθεσία του θα τους «χαλάσει» τα σχέδια. Τότε, θα ξεκινήσει ένα κύκλος επεισοδίων με χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου, με σκοπό τον εξαναγκασμό της ηρωίδας να δεχτεί ένα συμφωνικό παρά τη θέλησή της για να αγοράσει η οικογένεια το οικόπεδό της. Το αποτέλεσμα αυτού του φαύλου κύκλου δεν μπορούσε να το φανταστεί κανένας αναγνώστης. Οι όροι του συμφωνητικού αλλάζουν μορφή συνεχώς άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά της Άντζι. Ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα; Θα βρει συμμάχους η άτυχη από τη μοίρα «ξένη»; Ή μήπως θα χάσει τα πάντα;
Ολοκληρώνοντας, είναι βέβαιο ότι το μυθιστόρημα Εδώ δεν συμπαθούν τους ξένους δεν κέρδισε άδικα τις εντυπώσεις των κριτικών. Η ιστορία εξελίσσεται με απλό λεξιλόγιο και ύφος καθημερινό, θυμίζοντας ταινίες γουέστερν. Η συγγραφέας, λοιπόν, κρατάει την αγωνία των αναγνωστών ως το τέλος του έργου της, αφήνοντας τη φαντασία να «ταξιδέψει» μέσα από τις εικόνες και τις αλληγορίες του μυθιστορήματος.