Της Άννας Γκέλια,
Τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1967, οι Έλληνες ξύπνησαν σε μία νέα πραγματικότητα. Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών έφερε τη χώρα σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας που διήρκησε επτά χρόνια. Ένα από τα πρώτα μέτωπα του καθεστώτος ήταν η ενημέρωση. Η χούντα γνώριζε καλά ότι ο έλεγχος της πληροφορίας ήταν κρίσιμος για την επιβίωσή της. Το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, τα ισχυρότερα τότε μέσα μαζικής επικοινωνίας, μετατράπηκαν άμεσα σε μηχανισμούς προπαγάνδας, λογοκρισίας και ελέγχου του δημόσιου λόγου.
Η κατάληψη των ΜΜΕ δεν ήταν απλώς τακτική, ήταν στρατηγική. Η ΕΙΡ και ο Εθνικός Ραδιοφωνικός Σταθμός μπήκαν άμεσα υπό κρατική επιτήρηση με τις στρατιωτικές δυνάμεις να εγκαθίστανται κυριολεκτικά στο στούντιο. Οι φωνές που δεν συμμορφώνονταν με τη γραμμή του καθεστώτος φιμώθηκαν και όσοι δημοσιογράφοι ή ραδιοφωνικοί παραγωγοί δεν δέχονταν να παίξουν τον ρόλο του προπαγανδιστή απολύθηκαν ή διώχθηκαν.

Η τηλεόραση τότε σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης στην Ελλάδα, μπήκε στη δημόσια σφαίρα το 1966, έναν χρόνο πριν το πραξικόπημα. Οι δικτάτορες αντιλήφθηκαν αμέσως τη δύναμή της και την συμπεριέλαβαν στο πλέγμα ελέγχου, χρησιμοποιώντας την όχι μόνο ως εργαλείο επιβολής, αλλά εκσυγχρονισμού της εικόνας του καθεστώτος. Η στρατιωτική αισθητική, δηλαδή οι παρελάσεις, τα στρατόπεδα, οι επίσημες τελετές, μεταφέρθηκε στους τηλεοπτικούς δέκτες, προσπαθώντας να προβληθεί ως η αίσθηση ασφάλειας, τάξης και εθνικής υπερηφάνειας.
Η λογοκρισία δεν ήταν απλώς αυστηρή, ήταν σχεδόν απόλυτη. Ειδική επιτροπή ελέγχου του τύπου και των ΜΜΕ συγκροτήθηκε από τις πρώτες μέρες, επιβάλλοντας εκ των προτέρων έγκριση σε ό,τι μεταδιδόταν. Όχι μόνο οι ειδήσεις, αλλά και το καλλιτεχνικό περιεχόμενο, οι ψυχαγωγικές εκπομπές, ακόμη και οι διαφημίσεις, έπρεπε να ανταποκρίνονται στα πρότυπα ηθικής και πατριωτικής αγωγής που προωθούσε η χούντα .
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Πολυτεχνείου. Το 1973, όταν ξεκίνησε η εξέγερση των φοιτητών, το καθεστώς προχώρησε σε μία συντονισμένη επιχείρηση, με σκοπό την απόκρυψη των γεγονότων από τα ΜΜΕ. Η φωνή του Πολυτεχνείου, το ελεύθερο ραδιόφωνο που εξέπεμπε μέσα από το χώρο της κατάληψης, ήταν το μοναδικό μέσο αντίστασης που διέφυγε για λίγο από τα λογοκριμένα φίλτρα του καθεστώτος. Παρά την προσπάθεια καταστολής του, η φωνή αυτή έφτασε σε χιλιάδες ακροατές προκαλώντας πανικό στους συνταγματάρχες. Οι κρατικοί σταθμοί δεν ανέφεραν καθόλου την εξέγερση, γιατί την παρουσίαζαν ως αναταραχή αναρχικών στοιχείων που απειλούσαν την εθνική ασφάλεια.
Το ραδιόφωνο είχε ήδη αποκτήσει προπαγανδιστικό χαρακτήρα: Εκπομπές με εθνικιστικό περιεχόμενο, πατριωτικά τραγούδια, ανακοινώσεις του καθεστώτος, η φωνή του Παπαδόπουλου, να ακούγεται βροντερή μέσα από τους δέκτες. Το μήνυμα ήταν σαφές: H χούντα ήταν παντού άγρυπνη, ελεγκτική, απόλυτη.
Οι δημοσιογράφοι δεν ήταν απλώς θεατές, αλλά θύματα αυτού του συστήματος. Πολλοί εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση, άλλοι συνεργάστηκαν και έγιναν οι ίδιοι φωνές του καθεστώτος. Ο φόβος, η λογοκρισία και η απειλή φυλάκισης ή εξορίας, δημιούργησαν ένα τοξικό δημοσιογραφικό περιβάλλον στο οποίο η αλήθεια δεν είχε καμία θέση. Ο δημόσιος διάλογος αντικαταστάθηκε από μονολόγους εξουσίας.

Η χούντα, βέβαια, δεν περιορίστηκε μόνο στο να ελέγχει την ενημέρωση. Προχώρησε και σε μια μορφή πειραματισμού με τα μέσα ενημέρωσης ως φορείς κοινωνικής δυναμικής. Η δικτατορία επένδυσε στην ένταξη πολιτιστικών και παιδαγωγικών εκπομπών στο πρόγραμμα, ώστε να αναδιαμορφώσει τις κοινωνικές αντιλήψεις με βάση το δικό της αξιακό σύστημα: Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, υποταγή. Ό,τι δεν χωρούσε σε αυτό απλώς εξαφανιζόταν από το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Η επιρροή της χούντας στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση δεν τελείωσε με την πτώση του καθεστώτος. Ακόμα και μετά το 1974, πολλοί από τους δημοσιογράφους ή παρουσιαστές που συνεργάστηκαν με τη δικτατορία συνέχισαν να εμφανίζονται στα μέσα, συχνά χωρίς απολογία ή αναγνώριση του ρόλου τους. Το τραύμα έμεινε, όχι μόνο στη συλλογική μνήμη, αλλά και στη δομή των ίδιων των ΜΜΕ, τα οποία άργησαν να αποτινάξουν την κρατική εξάρτηση και τον έλεγχο.
Η ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης μετά την περίοδο της χούντας δεν ήταν απλώς μια ιστορία λογοκρισίας. Είναι η ιστορία μίας οργανωμένης απόπειρας να μετατραπεί η ενημέρωση σε όπλο χειραγώγησης. Είναι η απόδειξη ότι τα μέσα, όταν χάσουν την ανεξαρτησία τους, μπορούν να γίνουν μηχανισμοί καταπίεσης. Αυτό είναι ένα μάθημα που παραμένει διαχρονικό: Η ελευθερία του τύπου δεν είναι δεδομένη, ούτε αυτονόητη, είναι κάτι που πρέπει διαρκώς να κατακτάται.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Όταν οι «χουνταίοι» λογοκρίναν (και) το Πολυτεχνείο από τα ΜΜΕ, topontiki.gr, διαθέσιμο εδώ
- Τα συνταγματικά κείμενα της στρατιωτικής δικτατορίας αποτέλεσαν τους καρπούς των προσπαθειών της για διαμόρφωση ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα εξασφάλιζε διάρκεια και συνέχεια στην εξουσία των εμπνευστών τους, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και η δικτατορία του 1967 – 1974, ertnews.gr, διαθέσιμο εδώ
- Παράνομος Τύπος, λογοκρισία και προπαγάνδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, freeder.ekt.gr, διαθέσιμο εδώ