Tου Διονύση Κονδάκη,
Η απάντηση στην ερώτηση «Τι είναι η γνώση;» είναι εξίσου δύσκολη να απαντηθεί, όσο και η ερώτηση «Τι είναι η αλήθεια;». Προσεγγίζοντας και τα δύο ερωτήματα πρέπει να βασιστεί κανείς στην υποκειμενική κατανόηση της πραγματικότητας ή στον πλατωνικό ορισμό της «παραδεδεγμένης αλήθειας»;
Αρχικά, είναι σημαντικό να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στη «γνώση» και στην «πληροφορία», στο «γνωρίζω κάτι» και στο «γνωρίζω πώς», όπως και στο «γνωρίζω ρητά» και στο «λαμβάνω ως δεδομένο». Ταυτόχρονα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ανελαστικά προσδεμένη στα δεδομένα μιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά να λαμβάνει υπόψιν το ιστορικό βάθος της έννοιας της γνώσης. Στην Πρώιμη Νεότερη Εποχή (1500-1700 μ.Χ.), για παράδειγμα, στην κατηγορία των γνώσεων συμπεριλαμβάνεται η μαγεία, οι πρακτικές των μαγισσών, οι δαίμονες και οι άγγελοι, καθορίζοντας, μάλιστα, μεγάλο μέρος του συστήματος κατανόησης της πραγματικότητας εκείνης της εποχής. Κάτι τέτοιο, κατά κύριο λόγο, δεν ισχύει για τη σύγχρονη εποχή. Επομένως, η γνώση συνδέεται αμετάκλητα με το συμβολικό σύμπαν της εκάστοτε εποχής, όπως και με τις δυνατότητες πρόσληψης της εκάστοτε κοινωνικής ομάδας.
O Thomas Kuhn, στη μελέτη του «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων», υποστήριξε πως οι επιστημονικές επαναστάσεις επαναλαμβάνονται στην ιστορία μέσω ενός κοινού μοτίβου, το οποίο ξεκινάει από την απογοήτευση με τις «ορθόδοξες» θεωρίες και τελειώνει με την ανάπτυξη ενός νέου συστήματος γνώσης και κατανόησης, που από «εξωπραγματικό» εν τελεί αντιμετωπίζεται ως απόλυτα φυσιολογικό, μέχρι η νέα γενιά των ερευνητών με τη σειρά της απογοητευτεί εκ νέου μαζί του και ξεκινήσει τον επόμενο κύκλο. Εν συντομία, συνδέοντας τη δυνατότητα απόκτησης γνώσεων με τους εκάστοτε περιορισμούς και ελευθερίες που θέτει η ανάπτυξη της επιστήμης, η «γνώση» δεν είναι γραμμική και σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με την έννοια της «γνωστικής ανάπτυξης» του ατόμου ή των κοινωνικών ομάδων.
Από τα σημαντικότερα σημεία καμπής στην ιστορία της γνώσης είναι η Πρώιμη Νεότερη Εποχή (1500-1700), καθώς η ανάπτυξη της τυπογραφίας, από τον Gutenberg κατά το 1434-36, επέτρεψε τη μαζική διάδοση ιδεών, ενώ ο Προτεσταντισμός και το προτεσταντικό κήρυγμα, ήδη από τη διακήρυξη του Λούθηρου το 1517 στη Βυρτεμβέργη, οδήγησαν στην κοινωνικοποίηση του έντυπου λόγου, με αποτέλεσμα το βιβλίο να ξεπερνάει τα στενά όρια της αριστοκρατικής ελίτ και να διαδίδεται στα λαϊκά αστικά στρώματα και στις γυναίκες. Πλέον, οι συγγραφείς και οι λόγιοι δεν ήταν προσδεμένοι στις απαιτήσεις των πατρώνων τους ούτε στις λογοκριτικές πολιτικές των Καθολικών Αρχών. Aντίθετα, προσέγγιζαν τη διανοητική ελευθερία της σύγχρονης “intelligenstia”, χάρη στη δυνατότητα αποστασιοποίησης από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες, δίνοντας και ένα από τα πρώτα παραδείγματα εμπορευματοποίησης της γνώσης.

Ο προτεσταντισμός αξιοποίησε με εντυπωσιακό τρόπο, το νέο μέσο της τυπογραφίας, πλημμυρίζοντας τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με ένα διογκούμενο σώμα έντυπου υλικού, το οποίο αναφερόταν σε όλες τις κοινωνικοπολιτικές ομάδες, ικανοποιώντας τις ιδιαίτερες πνευματικές της αναζητήσεις και ακολουθώντας την εκάστοτε ικανότητα πρόσληψης του νέου μηνύματος. Οι θεολογικές πραγματείες απευθύνονταν στα ανώτερα μορφωμένα στρώματα, ενώ οι ξυλογραφίες, τα φυλλάδια (cannards), οι σύντομες αφηγήσεις με εικόνες αγίων (images volantes) και οι αφίσες στόχευαν στους αναλφάβητους πληβείους. Ως αποτέλεσμα, σημειώθηκε και μια ραγδαία ανάπτυξη του δείκτη εγγραμματοσύνη στις αστικές κοινότητες του 16ου αιώνα.
Ωστόσο, η επαρχία της Πρώιμης Νεότερης Εποχής, και ιδιαίτερα η γαλλική, που χαρακτηριζόταν από πολλές διαφορετικές διαλέκτους, αποτελούσε έναν κόσμο που πολύ σπάνια ερχόταν σε επαφή με τα γράμματα, είτε γραπτά είτε τυπωμένα. Οι περγαμηνές και το χαρτί μπορεί να εμφανίζονταν στη ζωή ενός χωρικού, κατά την καταγραφή συναλλαγών από δικαστήρια ή άρχοντες, κυρίως, όμως, χρησιμοποιούνταν ως μέσα για την διακωμώδηση ενός τοπικού παραβάτη. Από τις γυναίκες, σχεδόν καμία δεν γνώριζε το αλφάβητο, ενώ από τους άντρες, όπως υποστηρίζει η μελέτη του Emmanuel Le Roy στην περιοχή του Languedoc κατά τη δεκαετία του 1570, μόνο το 3% των αγροτών και 10% των επαρχιακών εργατών μπορούσαν να υπογράψουν το όνομά τους.
Επικρατέστερη στη ζωή των χωρικών και καταλυτική για την επιβίωση τους ήταν η προφορική παράδοση, ως ένα σώμα γνώσεων, αναπτυσσόμενο με τον χρόνο, το οποίο μεταφερόταν κάθετα από γενιά σε γενιά και οριζόντια ανάμεσα στην κοινότητα της εκάστοτε εποχής. Έτσι, παρέμεναν γνωστές οι τεχνικές θερισμού και σποράς του χωραφιού, τα μονοπάτια της βοσκής, μέχρι και οι ιατρικές προληπτικές μέθοδοι.
Ταυτόχρονα, οι φάσεις της σελήνης, οι ημέρες εορτών των Αγίων και οι νηστείες καταγράφονταν με σκαλιστά σύμβολα πάνω σε μικρά κομμάτια ξύλου ή πέτρας, τα οποία συνέχισαν να παράγονται στην περιοχή του Languedoc έως το 1655. Τα περισσότερα έντυπα εγχειρίδια, όπως το «Ημερολόγιο του Βοσκού» που ήταν ιδιαίτερα γνωστό κατά τον 16ο αιώνα, που επιχειρούσαν, τόσο μέσω εικόνων όσο και του γραπτού λόγου, να αποδώσουν τις παραπάνω πρακτικές, δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμα για τους χωρικών και φαίνεται να απευθύνονταν περισσότερο σε ένα αστικό κοινό, που ήθελε να αποκτήσει «την απλή σοφία του βοσκού των βουνών».
Μια πρώιμη ευκαιρία φυσικής διείσδυσης του εντύπου λόγου στη ζωή των χωρικών ήταν τα veillée, μια απογευματινή συγκέντρωση των επαρχιακών κοινοτήτων που γινόταν κυρίως τον χειμώνα από την Ημέρα Όλων των Αγίων (1η Νοεμβρίου) μέχρι την Τετάρτη της Στάχτης (18 Φεβρουαρίου). Εκεί, οι ανύπαντροι νέοι μιλούσαν, χόρευαν και τραγουδούσαν, ενώ κάποιος άντρας ή γυναίκα έλεγαν ιστορίες. Έτσι, αν κάποιος γνώριζε γράμματα, μπορεί να διάβαζε στους υπόλοιπους μια ιστορία από κάποιο βιβλίο, με τα πιο διάσημα να είναι Οι Μύθοι του Αίσωπου και του Roman de la Rose.
Ωστόσο, η μικρή απήχηση του εντύπου λόγου στους χωρικούς δε δικαιολογούσε τα εκδοτικά και τυπογραφικά έξοδα για την παραγωγή βιβλίων που θα απευθύνονταν αποκλειστικά σε αυτούς. Για τους σκοπούς της εκστρατείας διάδοσης του προτεσταντισμού, όμως, το παραπάνω μειονέκτημα δεν αποτελούσε πρόβλημα, καθώς στόχος δεν ήταν η κερδοφορία αλλά η μεγαλύτερη δυνατή διάδοση του «αληθούς λόγου του θεού».

Χαρακτηριστικά, στα παράνομα δίκτυα διακίνησης του Laurent de Normandie, σημαντικό ρόλο είχαν και οι γυρολόγοι, που αναλάμβαναν τη μεταφορά μικρών βιβλίων, φυλλαδίων και αφισών στις επαρχιακές κοινότητες, ενώ καταλυτική στην προτεσταντική κατήχηση ήταν και η πρακτική της ομαδικής ανάγνωσης, που δεν απαιτούσε από τους ακροατές να γνωρίζουν ανάγνωση. Το μονοπώλιο του θεολογικού κηρύγματος από την καθολική εκκλησία είχε εκλείψει και η πρόσβαση των πιστών στις γραφές είχε ξεπεράσει την από άμβωνος κατήχηση. Ενδεικτικά, σημειώνεται πως ένας χωρικός από το Dauphiné δίδαξε στον εαυτό του να διαβάζει και να γράφει γαλλικά, διαιρώντας τον χρόνο του ανάμεσα στο όργωμα και στην ανάγνωση της γαλλικής μετάφρασης της Καινής Διαθήκης του Jacques Lefèvre d’ Étaples, που εκδόθηκε το 1523.
Ωστόσο, η καλβινιστική αυστηρότητα και ακαμψία, τόσο σε θέματα πίστης όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας, δεν άφησε καθόλου χώρο για την ηγεμονούσα προφορική και τελετουργική παράδοση των χωρικών, όπως και για τις υπάρχουσες κοινωνικές τους πρακτικές. Η καταστρατήγηση των επαρχιακών ηθών, στα πλαίσια της καλβινιστικής διδασκαλίας, όπως αποδεικνύει το «Ιστορικό Ημερολόγιο του Βοσκού» (1550), το οποίο αντικατέστησε της παραδοσιακές ημέρες των Αγίων, που χρησίμευαν ως πλοηγός στην καθημερινότητα των χωρικών, με σημαντικές ημερομηνίες ιστορικών γεγονότων, περιόρισε σημαντικά την επιρροή τόσο του μεταρρυθμιστικού μηνύματος όσο και του γραπτού λόγου στις αγροτικές αναλφάβητες κοινότητες.
Σε ανάδειξη της διαφοράς μεταξύ της γνωστικής ανάπτυξης και του κοινωνικού πλαισίου των συστημάτων της γνώσης, η προφορική παράδοση συνέχισε να κυριαρχεί στη ζωή των χωρικών, τη στιγμή που η αστική και η λόγια κοινότητα αποκτούσαν όλο και περισσότερες δυνατότητες πρόσβασης σε πολλαπλές μορφές του γραπτού λόγου. Με δεδομένο το κοινωνικό ρήγμα ανάμεσα σε επαρχία και αστικά κέντρα της εποχής, η ζωή των χωρικών, στα κείμενα που προσπάθησαν να απευθυνθούν σε αυτούς, ήταν έντονα αλλοιωμένη και απηχούσε περισσότερο τις προσδοκίες και τις ωραιοποιήσεις των αστικών κοινοτήτων για τη ζωή στην επαρχία, παρά την ίδια την επαρχιακή πραγματικότητα. Οι χωρικοί, τόσο από επιλογή όσο και από περιορισμό, διατήρησαν τα όργανα εκπαίδευσης που είχε αναπτύξει η δίκη τους κοινωνική ομάδα και, ενώ σίγουρα επωφελήθηκαν από την αυξημένη επαφή τους με την τυπογραφία, η οποία οδήγησε σε ένα βαθμό και στην πολιτικοποίηση τους, δεν βίωσαν μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία την πολιτισμική ανάπτυξη που έφερε η τυπογραφία.
ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κώστας Γαγανάκης (2003), Ο Πόλεμος των Λέξεων: Θρησκευτική Διαμάχη και Προπαγάνδα στη Γαλλία τον Καιρό της Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου, Αθήνα: εκδ. Νεφέλη
- Natalie Zemon Davis (1965), Society and Culture in Early Modern France, Cambridge: Natalie Zemon Davis, Society and Culture in Early Modern France, 1965, Stanford University Press
- Peter Burke (2000), A Social History of Knowledge, Cambridge: Polity Press